Η κρίση με την πανδημία του κορωνοϊού (COVID-19) προκάλεσε μια έκρηξη στη ζήτηση για πληροφόρηση, η οποία ανέδειξε το ρόλο και τη σημασία των δημοσιογράφων σε τέτοιου είδους καταστάσεις. Ενδεικτικά είναι τα αποτελέσματα έρευνας που πραγματοποιήθηκε από το Εργαστήριο Διεθνούς και Ειρηνευτικής Δημοσιογραφίας (IPJ Lab). Ο στόχος ήταν να καταγραφεί και να μελετηθεί η χρήση των μέσων ενημέρωσης κατά την πρώτη περίοδο της επιδημίας του κορωνοϊού (COVID-19). [1]
Ειδικότερα:
- Στην ερώτηση «Πόσο χρόνο αφιερώνατε για την ενημέρωση σας καθημερινά ΠΡΙΝ την εμφάνιση του κορωνοϊού;», η πλειονότητα, 63,5%, απάντησε 1 ώρα την ημέρα, ενώ το 23,5% απάντησε 2 ώρες την ημέρα. Αντίστοιχα, στην ερώτηση «Πόσο χρόνο αφιερώνατε για την ενημέρωση σας καθημερινά ΜΕΤΑ την εμφάνιση του κορωνοϊού;» παρατηρείται μεγάλη αλλαγή των ποσοστών, καθώς το 31,5% αφιέρωνε 2 ώρες την ημέρα για την ενημέρωσή του, 22,8% πάνω από 4 ώρες, 21,3% 1 ώρα την ημέρα, 19,8% 3 ώρες την ημέρα και το υπόλοιπο 4,6% απάντησε ότι αποφεύγει την ενημέρωση.
- Οι πολίτες της χώρας κατά τη διάρκεια της κρίσης επενδύουν περισσότερο στην ενημέρωση αλλά και στο διαμοιρασμό περιεχομένου που συνιστά μια σημαντική αλλαγή. Έτσι, στην ερώτηση αν διαμοιράζονται το περιεχόμενο που βλέπουν/διαβάζουν σχετικά με την επιδημία του κορωνοϊού, το 77% των ερωτηθέντων απάντησε θετικά, ενώ το 23% αρνητικά. Στην ερώτηση αν απάντησαν θετικά ότι διαμοιράζονται το περιεχόμενο, τότε τι είδους περιεχόμενο επιλέγουν να διαμοιραστούν, έχουμε ένα ιδιαίτερα ενδιαφέρον αποτέλεσμα, καθώς 64,3% απάντησαν ότι διαμοιράζονται τα memes (αστεία εικονογράφηση), με μικρή διαφορά έχουμε ποσοστό 63,8% να διαμοιράζονται επιστημονικά άρθρα και ακολούθως η επιλογή «ανακοινώσεις φορέων» συγκεντρώνει 56,9%, τις συνεντεύξεις των ειδικών τις διαμοιράζονται το 43,3% και, τέλος, το 42,1% των ερωτηθέντων δήλωσε ότι διαμοιράζονται και ειδησεογραφικά άρθρα.
- Το διαδίκτυο (ενημερωτικές ιστοσελίδες, ηλεκτρονικές εφημερίδες κ.λπ.) εμπιστεύεται το 63,4% των ερωτηθέντων για την ενημέρωσή του κατά τη διάρκεια της κρίσης, ενώ το 39% αντίστοιχα την τηλεόραση. Το γεγονός αυτό, καθώς και η αύξηση χρήσης των παραδοσιακών ΜΜΕ σε σχέση και με τις αντίστοιχες συνήθειες που είχε το κοινό από πριν, αναδεικνύουν το κομβικό ρόλο της επαγγελματικής δημοσιογραφίας ειδικά σε συνθήκες κρίσης.
Είναι φανερό, λοιπόν, ότι τα ΜΜΕ στην περίπτωση αυτή δεν είναι μόνο αγωγοί πληροφόρησης, αντίθετα ορίζουν το πεδίο, την αντίληψη της κρίσης και ειδικά τη «συμπεριφορά» των πολιτών. Το ζήτημα, ωστόσο, είναι αρκετά περίπλοκο, καθώς οι δημοσιογράφοι καλούνται να αποκρυπτογραφήσουν και να καταλάβουν όσα ανακοινώνουν οι ειδικοί και να τα μεταφέρουν στο κοινό σε μία εύληπτη μεν, σωστή δε μορφή. Η δυσκολία, όμως, δεν έγκειται μόνον στην επιστημονική γλώσσα, στη δυσκολία των επιστημόνων να εξηγήσουν αλλά και σε (α) τα κινήματα που αμφισβητούν την επιστημονική γνώση, (β) την εξάπλωση των «ψευδών ειδήσεων» (γ) αλλά και την τάση της «μετα-αλήθειας», δηλαδή μιας κατάστασης infodemic επιδημίας παραπληροφόρησης, που επιδεινώνει και συσκοτίζει το πραγματικό πρόβλημα, καθώς αποδίδεται π.χ. σε κράτη, σκοτεινούς κύκλους, εργαστήρια κ.λπ. που μετέδωσαν τον ιό αλλά και γνωρίζουν τη λύση.
Þ Μάλιστα, σε ερώτηση της έρευνας αν το κοινό έχει τύχει να επηρεαστεί από κάποια είδηση που όμως αποδείχθηκε στη συνέχεια ότι ήταν «ψευδής», το 56% απάντησε θετικά, ενώ το 34,2% απάντησε πως όχι και το 9,8% δεν γνώριζε/δεν απάντησε.
Είναι προφανές, λοιπόν, ότι το έργο των δημοσιογράφων που καλύπτουν επιστημονικά θέματα είναι εξαιρετικά σημαντικό, ιδιαίτερα στην εποχή μας όπου η επιστημονική πρόοδος τρέχει με καταιγιστικούς ρυθμούς ενώ οι πολίτες αδυνατούν να την παρακολουθήσουν. Ο αγώνας που δίνουν ουσιαστικά δεν είναι μόνο εναντίον της ασθένειας. Εξίσου σοβαρά οφείλουν να αγωνιστούν για την εμπιστοσύνη που θα έχουν οι πολίτες την επόμενη ημέρα απέναντι στα ΜΜΕ, η οποία σε πολύ μεγάλο βαθμό διαμορφώνεται σήμερα από τον τρόπο που οι πολίτες πληροφορούνται και αντιλαμβάνονται το θέμα.
Þ Στην έρευνα, όσον αφορά την εμπιστοσύνη στα ΜΜΕ γενικά, η κατηγορία 15-18 ετών στην πλειοψηφία (45,6%) απάντησε ότι τα εμπιστεύεται λίγο, αρκετά απάντησε το 35,5% και το 13,5% καθόλου. Το ίδιο σχεδόν και στις ηλικίες 19-24 ετών με 45,5% να απαντάει λίγο, 35,2% απάντησε αρκετά και 13,9% καθόλου. Στην κατηγορία 25-34 ετών, το μεγαλύτερο ποσοστό συγκέντρωσε η απάντηση λίγο 45,7%, αρκετά απάντησε το 35,4% και 13,6% καθόλου.
Þ Στην κατηγορία 35-44 έχουμε λίγο 45,6%, αρκετά 35,5% και καθόλου 13,5%. Στις κατηγορίες 45-54 και 55-64 έχουμε ακριβώς τα ίδια νούμερα, δηλαδή 45,7% λίγο, 35,4% αρκετά και 13,6% καθόλου. Άνω των 65 ετών απάντησε ότι εμπιστεύεται τα μέσα λίγο με ποσοστό 45,6%, αρκετά 35,4% και 13,6% καθόλου.
Þ Στην ερώτηση αν έχει αυξηθεί ή μειωθεί ο βαθμός εμπιστοσύνης του κοινού προς τα ΜΜΕ κατά τη διάρκεια της επιδημίας του κορωνοϊού, η συντριπτική πλειοψηφία με 70,5% απάντησε ότι παραμένει ο ίδιος με πριν, το 17,2% ότι έχει μειωθεί, ενώ το υπόλοιπο 12,3% ότι έχει αυξηθεί.
Τα αποτελέσματα αυτά υπογραμμίζουν την αναγκαιότητα της τεκμηριωμένης δημοσιογραφικής, που θα απαντά στο φθηνό εντυπωσιασμό, αλλά θα είναι και ουσιαστικός σύμμαχος των πολιτών. Επίσης, και ενώ μεγάλη έμφαση έχει δοθεί στην παραπληροφόρηση, ελάχιστα έχει υπογραμμιστεί ο κίνδυνος της υπερπληροφόρησης που οδηγεί πολλούς πολίτες στο να αποφεύγουν να ενημερωθούν αισθάνοντας ότι δεν καταλαβαίνουν το θέμα ή το κυριότερο δεν τους βοηθά καθόλου στην προσπάθεια να διαχειριστούν την κρίση.
Þ Συγκεκριμένα, στην ερώτηση «Εάν αποφεύγετε να ενημερώνεστε ή έχετε μειώσει το χρόνο ενημέρωσης για θέματα που αφορούν την επιδημία του κορωνοϊού σε σχέση με πριν, για ποιο λόγο επιλέγετε αυτό;» σε σύνολο 700 απαντήσεων (από 1300 ερωτηθέντες) το 37,7% απάντησε λόγω υπερπληροφόρησης, το 29,4% λόγω ψυχολογικής πίεσης, το 16,6% δεν συμφωνούσε με τον τρόπο κάλυψης του θέματος και το 9,4% απάντησε ότι δεν καταλαβαίνει και δεν ξέρει τί να πιστέψει.
Κατά συνέπεια, η κρίση αυτή πρέπει να αποτελέσει για τα ΜΜΕ ένα σημείο καμπής, να κερδίσουν εκ νέου το κοινό που έχουν χάσει όλα αυτά τα χρόνια. Η κάλυψη της κρίσης θα σηματοδοτήσει την επόμενη μέρα και για τα ΜΜΕ. Εάν επιμείνουν να καλύψουν την κρίση με όρους ενημερωδιασκέδασης (τι θέλει να ακούσει ο πολίτης, τι θα φέρει μεγαλύτερα νούμερα τηλεθέασης) θα επιταχύνουν την κρίση στην οποία βρίσκονται. Σε αντίθετη περίπτωση, η επιλογή της επένδυσης στο μοντέλο της υπεύθυνης, τεκμηριωμένης και έγκυρης ενημέρωσης μπορεί να συμβάλει στο να κατακτήσουν τη θέση που πρέπει να έχουν στη δημόσια σφαίρα.
Þ Η ανάγκη αυτή προκύπτει και από τα αποτελέσματα της έρευνας στην ερώτηση αν έχει αλλάξει ο τρόπος που ενημερώνονται μετά την εμφάνιση της επιδημίας του κορωνοϊού: το 40,7% απάντησε ότι αναζητά πλέον πιο εξειδικευμένη πληροφόρηση, το 31,8% ότι δεν έχει αλλάξει κάτι, το 22,1% ότι ενημερώνεται πλέον πιο συχνά από τα ΜΜΕ και το υπόλοιπο 5,4% απάντησε ότι έχει αλλάξει τα ΜΜΕ από τα οποία ενημερώνεται.Στην ερώτηση αν επιλέγουν τώρα επιστημονικές πηγές πληροφόρησης (στοσελίδες για θέματα υγείας, επιστημονικά περιοδικά κλπ), η πλειοψηφία των ερωτηθέντων με ποσοστό 76,8% απάντησε ναι ενώ το 18,8% όχι.
Το στοιχείο αυτό επιβεβαιώνει τη σημαντική απουσία της ερευνητικής/κριτικής δημοσιογραφίας. Με τη λογική της γρήγορης μετάδοσης εντυπωσιακών/δραματικών ειδήσεων με το μικρότερο δυνατό κόστος σε ένα ανεπαρκώς ενημερωμένο κοινό, οι δημοσιογράφοι/ΜΜΕ καλλιεργούν ή περιορίζουν τη δυνατότητα πολιτών και κινημάτων να ενεργήσουν με θετικές προτάσεις και πρωτοβουλίες.Το ζητούμενο, λοιπόν, είναι η διαρκής επιμόρφωση, ενδελεχής έρευνα, δεοντολογία και δημοσιογραφικοί κανόνες απέναντι στα πολύπλοκα επιτεύγματα της επιστήμης. Η οπτική γωνία που αντιμετωπίζει ο δημοσιογράφος το κάθε θέμα αλλά και η άρτια επιλογή των πηγών που επιλέγει να χρησιμοποιήσει αποτελούν αρωγούς στο εγχείρημα της αποκωδικοποίησης των συνήθως δυσνόητων θεμάτων καθώς και η αποστασιοποίηση από προσωπικά συναισθήματα και βιώματα του συντάκτη κρίνεται απαραίτητη.
Για να επιτευχθεί, όμως, αυτό, απαιτείται εμπιστοσύνη, όχι μόνο απέναντι στα ΜΜΕ αλλά και στην επιστήμη. Οι πολίτες πρέπει να εμπιστεύονται την επιστήμη. Δεν ευθύνονται, βέβαια, μόνο οι πολίτες. Τις τελευταίες δύο δεκαετίες αντισυστημικά κινήματα, oμάδες, κόμματα υπονόμευσαν την πίστη των πολιτών στην επιστήμη. Σε διαφορετική περίπτωση η μετα-αλήθεια θα συνεχίσει να υπάρχει και να ενισχύει ακόμα περισσότερο το έλλειμμα της πολιτικής. Όχι μόνο θα συνεχίσουμε να είμαστε αντιμέτωποι με δημαγωγούς πολιτικούς, μη-έγκυρους ιστότοπους και ΜΜΕ που αναμειγνύουν μισές αλήθειες, ψέματα, θεωρίες συνομωσίας σε ένα τοξικό μείγμα που αποδέχονται πρόθυμα οι «οργισμένοι» πολίτες, αλλά θα ενισχυθεί ακόμα περισσότερο η διαφυγή σε απλές, υπεραπλουστευτικές ιστορίες και συνωμοσίες. Θα αυξηθεί ακόμα περισσότερο η άγνοια για την πολυπλοκότητα των σημερινών προβλημάτων και την διέξοδο σε υπεραπλουστευμένα αφηγήματα που οδηγούν σε αδιέξοδα.
Οι κρίσεις δεν θα έπρεπε να παράγουν απαραίτητα ψευδείς ειδήσεις. Οι δημοκρατίες συνεχώς αντιμετωπίζουν και κρίσεις και θα έπρεπε να διαθέτουν πόρους για την επίλυσή τους. Που σημαίνει ότι απαιτείται η ευελιξία και όχι η ακαμψία των πολιτικών και η παροχή μη-έγκυρης πληροφόρησης. Πως θα μπορέσουν οι πολίτες να γνωρίζουν την αλήθεια για τον κόσμο σήμερα αν δεν μπορούν να κατανοήσουν το πόσο σύνθετα είναι τα προβλήματα και πόσο περίπλοκες είναι οι πολιτικές διαδικασίες; Αυτό σημαίνει ότι οι πολιτικοί και οι δημοσιογράφοι οφείλουν να ενθαρρύνουν και να ενισχύσουν τη συμμετοχή των πολιτών αναφορικά με τα κυρίαρχα, και θεμελιωδώς πολιτικά, ζητήματα της σημερινής εποχής, με στόχο όχι μόνο την ενίσχυση της διαφάνειας, της νομιμότητας και επομένως και της αποτελεσματικότητάς της, αλλά και την ανάπτυξη λογικών που διαχωρίζουν την πραγματικότητα από τη φαντασία, που στηρίζονται σε έγκυρα στοιχεία και γεγονότα, και διευκολύνουν την επιδιόρθωση των ατελειών της παρά την καταστροφή της. Δεν αρκεί, όμως, μόνο οι πολιτικοί και οι δημοσιογράφοι και τα ΜΜΕ να ενισχύσουν τη συμμετοχή των πολιτών στις προκλήσεις του πραγματικού κόσμου.
Και οι επιστήμονες θα πρέπει να ενισχύσουν τον «παιδαγωγικό» τους ρόλο, προσφέροντας στοιχεία ή πηγές που θα διευκολύνουν τον βαθμό κατανόησης της επιστήμης από τους πολίτες και τα ακροατήριά τους. Να ενισχύσουν τους δίαυλους επικοινωνίας και αντίστοιχα την κατανόηση της από τους πολίτες πολιτών προκειμένου να καταστήσουν την επιστήμη πιο διαδραστική και αμφίδρομη μέσα από τη δημόσια συζήτηση, ενισχύοντας την ενεργό συμμετοχή στη διαδικασία της επικοινωνίας, ενδιαφερόμενων ομάδων, προκειμένου να βελτιωθεί όχι μόνο η επικοινωνία, αλλά και η εμπιστοσύνη μεταξύ τους. Και σε συνεργασία με τα ΜΜΕ και τους πολιτικούς, να επενδύσουν σε διαλεκτικές διαδικασίες με στόχο να (α) ενθαρρύνθει και να ενισχυθεί η συμμετοχή της κοινωνίας πολιτών και να (β) ενισχύθει η νομιμοποίηση όσο και η αποτελεσματικότητα των κρατών, των διεθνών οργανισμών, των ΜΜΕ και των επιστημόνων στη διαχείριση των σημερινών προβλημάτων και κρίσεων.
Είναι, όμως, και ευθύνη των πολιτών να αφιερώσουν χρόνο και προσπάθεια στην αντιμετώπιση της παραπληροφόρησης επενδύοντας στην αξιόπιστη ενημέρωση και στον αντίστοιχο διαμοιρασμό της. Έτσι θα υποχωρήσει η δραματοποίηση και η εμπορευματοποίηση των δημοσιογράφων/ΜΜΕ και θα ενισχυθεί η ερευνητική και κριτική δημοσιογραφία. Σημαντικό είναι επίσης οι πολίτες να διαβάζουν περισσότερες απόψεις, βιβλία, να κοπιάσουν με θεωρίες και γεγονότα πριν τα απορρίψουν. Το ζητούμενο είναι η επένδυση στην εγκυρότητα και η εκφορά απόψεων που στηρίζονται στην πραγματικότητα, σε γεγονότα που είναι θεμελιωμένα σε αναμφισβήτητα στοιχεία και δεδομένα, αποφεύγοντας εικασίες και λύσεις αβάσιμες που οφείλονται σε συναισθήματα και προκαταλήψεις. Να δούμε πέρα και μακριά από λογικές της φοβίας, του χάσματος (που διαιρεί τον κόσμο σε «εμάς» και «εκείνους») της γενίκευσης (που μας οδηγεί να σκεφτόμαστε ότι «εκείνοι» είναι όλοι ίδιοι), του μη-συμβιβασμού, της επίρριψης ευθυνών. Μόνο έτσι θα μπορέσουμε να επενδύσουμε στον ποσιμπιλισμό (Hans Rosling, 2018, Factfullness, Κάτοπτρο), δηλαδή σε μια κατάσταση όπου μπορούμε να πιστέψουμε ότι τα προβλήματα μπορούν να λυθούν και να αντιμετωπιστούν στο πλαίσιο των υπαρχουσών δυνατοτήτων και του εφικτού, που αντιμάχεται την υπερδραματική κοσμοθεώρηση, και που αναγνωρίζει την συντελεσθείσα πρόοδο. Αυτό συνιστά τον οπτιμισμό, σαφή και έγκυρη αντίληψη για το πως έχουν τα πράγματα, με μια εποικοδομητική και χρήσιμη θεώρηση του κόσμου μας.
[1]Για τις ανάγκες της έρευνας συντάχθηκε ένα ερωτηματολόγιο που αποτελείται από 23 ερωτήσεις. Η μέθοδος συλλογής των αποτελεσμάτων ήταν η δημιουργία του ερωτηματολογίου σε μορφή Google Form και απεστάλη μέσω της εφαρμογής Messenger. Η διάρκεια του ερωτηματολογίου ήταν από 22/03/2020 έως 25/03/2020. Στο ηλεκτρονικό αυτό ερωτηματολόγιο απάντησαν 1.300 άνθρωποι εκ των οποίων το 52% ήταν γυναίκες (676) και το 48% άνδρες (624). Σχετικά με το επίπεδο εκπαίδευσης, το μεγαλύτερο ποσοστό είχε η κατηγορία: Απόφοιτοι ΑΕΙ/ΤΕΙ με 36,2% (471), το 27% (351) των ερωτηθέντων είναι κάτοχοι μεταπτυχιακού τίτλου, το 14,8% (192) είναι απόφοιτοι δευτεροβάθμιας και μεταδευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, ενώ το 12,9% είναι φοιτητές (168). Το 5,3% (69) κάτοχοι διδακτορικού διπλώματος, 2,6% (34) μαθητές δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης.