Α. ΚΑΝΟΝΙΣΤΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ
Ο ορισμός του πρόσφυγα που είναι δικαιούχος πολιτικού ασύλου προβλέπεται στη Διεθνή Σύμβαση της Γενεύης της 28/7/1951 που επικυρώθηκε στην Ελλάδα με τον Ν. 3989/1959, σε συνδυασμό με το Πρωτόκολλο της Νέας Υόρκης της 31/1/1967 που επικυρώθηκε στην Ελλάδα με τον Α.Ν. 389/1968. Πρόσφυγας, λοιπόν, είναι κάθε πρόσωπο που, εξαιτίας δικαιολογημένου φόβου διώξεως λόγω φυλής, θρησκείας, εθνικότητος, κοινωνικής τάξεως ή πολιτικών πεποιθήσεων βρίσκεται εκτός της χώρας της οποίας έχει την υπηκοότητα και δεν δύναται ή, λόγω του φόβου τούτου, δεν επιθυμεί να απολαμβάνει της προστασίας της χώρας αυτής, ή, σε περίπτωση που δεν έχει υπηκοότητα και βρίσκεται εκτός της χώρας της συνήθους διαμονής του, δεν δύναται ή, λόγω του φόβου τούτου, δεν επιθυμεί να επιστρέψει σε αυτήν.
Συναφές προς το καθεστώς του πολιτικού ασύλου είναι και το καθεστώς της επικουρικής προστασίας. Αυτό προβλέπεται στην ευρωπαϊκή νομοθεσία και ειδικότερα στις Οδηγίες 2004/83/ΕΚ της 29/4/2004 και 2011/95/ΕΕ της 13/12/2011. Δικαιούχοι του καθεστώτος της επικουρικής προστασίας είναι πρόσωπα που, ενώ δεν εμπίπτουν στον ορισμό που προαναφέρθηκε, ωστόσο κινδυνεύουν να υποστούν σοβαρή βλάβη στη χώρα καταγωγής τους, η οποία συνίσταται αποκλειστικά σε α) θανατική ποινή ή εκτέλεση, β) βασανιστήρια ή απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση ή τιμωρία, γ) σοβαρή προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας αμάχου λόγω βίας ασκούμενης αδιακρίτως σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης.
Τόσο το καθεστώς του πολιτικού ασύλου όσο και το καθεστώς της επικουρικής προστασίας ισχύουν συμπληρωματικά και συγκροτούν το ενιαίο καθεστώς της διεθνούς προστασίας, το οποίο ισχύει ασφαλώς και στην εσωτερική έννομη τάξη, και μάλιστα με κανόνες δικαίου αυξημένης τυπικής ισχύος, οι οποίοι υπερισχύουν κάθε αντίθετης διάταξης νόμου (σύμφωνα με το άρθρο 28 παρ. 1 του Συντάγματος). Κατά την μάλλον κρατούσα άποψη δε, το καθεστώς της επικουρικής προστασίας υπερισχύει ακόμη και αυτού τούτου του Συντάγματος.
Η διάκριση μεταξύ αφενός των προσφύγων που δικαιούνται διεθνούς προστασίας (πολιτικού ασύλου ή επικουρικής προστασίας) και αφετέρου των μεταναστών που αναζητούν μία καλύτερη οικονομική μοίρα είναι σαφής. Οι πρώτοι (πρόσφυγες) εγκαταλείπουν τη χώρα προέλευσης ή καταγωγής τους αναγκαστικά, χωρίς τη θέλησή τους, για τους λόγους που προαναφέρθηκαν, ενώ οι δεύτεροι (μετανάστες) εγκαταλείπουν τη χώρα προέλευσης ή καταγωγής τους οικειοθελώς, με τη θέλησή τους, χωρίς να κινδυνεύουν. Αυτό είναι το μοναδικό κριτήριο διάκρισης μεταξύ τους. Ως εκ περισσού, επισημαίνεται ότι δεν έχει καμία σημασία ούτε η χώρα προέλευσης ή καταγωγής τους ούτε εάν αυτή βρίσκεται σε εμπόλεμη ή μη κατάσταση. Υπάρχουν περιπτώσεις όπου Αμερικανοί ή Αυστραλοί υπήκοοι (π.χ. Edward Joseph Snowden, Julian Paul Assange) έχουν ζητήσει πολιτικό άσυλο για να προστατευτούν από χώρες υπεράνω πάσης υποψίας. Επομένως, «ασφαλείς» χώρες εκ προοιμίου δεν υπάρχουν, γι’ αυτό η κάθε περίπτωση πρέπει να εξετάζεται εξατομικευμένα.
Β. ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΟΣ
Χωρίς καμία αμφιβολία, το προσφυγικό πρόβλημα υπερβαίνει τις δυνατότητες οποιασδήποτε εθνικής (και όχι μόνον ελληνικής) κυβέρνησης. Για την ακρίβεια, το προσφυγικό πρόβλημα υπερβαίνει ακόμη και τις δυνατότητες της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Αποτελεί ένα πρόβλημα διεθνές, το οποίο θα μπορούσε να αντιμετωπιστεί αποτελεσματικά μόνο στο πλαίσιο του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών (ΟΗΕ), και μάλιστα στο ανώτατο δυνατό επίπεδο του Συμβουλίου Ασφαλείας (ΣΑ). Για να γίνει αυτό, όμως, θα έπρεπε να υπάρχει η σχετική πολιτική βούληση, που προφανώς δεν υπάρχει.
Αλλά, εάν ένα πρόβλημα υπερβαίνει τις δυνατότητες μίας κυβέρνησης, αυτό δεν σημαίνει ότι η τελευταία απαλλάσσεται της ευθύνης της. Απεναντίας, η κυβέρνηση οφείλει να διαχειριστεί το πρόβλημα με τα μέσα και τους πόρους που διαθέτει, ώστε να περιορίσει όσο το δυνατόν περισσότερο τις δυσμενείς συνέπειές του. Είναι προφανές πως η ελληνική κυβέρνηση μόνη της δεν θα μπορούσε ποτέ να αντιμετωπίσει το προσφυγικό πρόβλημα στην ρίζα του, δηλαδή να μειώσει τα προσφυγικά κύματα που δημιουργούνται λόγω πολέμων και άλλων αιτιών σε τρίτες χώρες που βρίσκονται σε άλλες ηπείρους. Θα μπορούσε, ωστόσο, να εξασφαλίσει κάποια χρηματοδότηση από διάφορα ευρωπαϊκά και διεθνή ταμεία για να δημιουργήσει κατάλληλες δομές μακροχρόνιας φιλοξενίας στην ηπειρωτική χώρα, ώστε να αποσυμφορήσει τα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου και να εξασφαλίσει συνθήκες αξιοπρεπούς διαβίωσης για τους διαμένοντες. Θα μπορούσε, ακόμη, να ασκήσει ισχυρότερη και σοβαρότερη διπλωματική πίεση (π.χ. με την απειλή άσκησης vetoσε κρίσιμα θέματα) στα ευρωπαϊκά όργανα προκειμένου να εισπράξει περισσότερη έμπρακτη ευρωπαϊκή αλληλεγγύη (μετεγκατάσταση προσφύγων σε χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας, άλλως ισχυρά αντικίνητρα κ.λπ.).
Γεγονός είναι ότι η ελληνική κυβέρνηση υποβάθμισε το πρόβλημα από τις πρώτες ημέρες της θητείας της. Κατήργησε το υπουργείο Μεταναστευτικής Πολιτικής που είχε αποκτήσει μία σχετική τεχνογνωσία και ανέθεσε τις αρμοδιότητές του στο υπουργείο Προστασίας του Πολίτη, αντιμετωπίζοντάς το περισσότερο ως ένα πρόβλημα εσωτερικής δημόσιας τάξης παρά ως ένα πρόβλημα διεθνούς ανθρωπιστικού δικαίου. Δεν έδωσε καμία έμφαση προς την κατεύθυνση της ταχύτερης διεκπεραίωσης των αιτήσεων, καίτοι αυτό εξηρτάτο αποκλειστικά και μόνο από τη δική της πολιτική βούληση. Εγκατέλειψε πλήρως το σχεδιασμό της για την αποσυμφόρηση των νησιών του Ανατολικού Αιγαίου επειδή φοβήθηκε τις αντιδράσεις των τοπικών κοινωνιών της ηπειρωτικής χώρας. Επαναπαύθηκε από την Κοινή Δήλωση της 18/3/2016 μεταξύ Ευρωπαϊκής Ένωσης και Τουρκίας, η οποία ωστόσο δεν ήταν νομικά δεσμευτική και η τήρησή της επαφίετο αποκλειστικά και μόνο στην καλοπιστία της τουρκικής πλευράς.
Γ. ΚΥΒΕΡΝΗΤΙΚΕΣ ΕΝΕΡΓΕΙΕΣ
Έτσι, όταν η τουρκική κυβέρνηση αποφάσισε να ανοίξει τον ασκό του Αιόλου, καταργώντας στην πράξη την Κοινή Δήλωση, προκειμένου να ασκήσει πίεση στην Ευρωπαϊκή Ένωση για τους δικούς της λόγους, η ελληνική κυβέρνηση πιάστηκε εξαπίνης. Και τι έκανε;
Πρώτον, η κυβέρνηση έκλεισε τα σύνορα της χώρας και εξέδωσε την Πράξη Νομοθετικού Περιεχομένου (ΠΝΠ) της 02/3/2020 (ΦΕΚ Α’ 45, 02.03.2020), σύμφωνα με την οποία, επικαλούμενη «εξαιρετικά επείγουσα και απρόβλεπτη ανάγκη αντιμετώπισης ασύμμετρης απειλής κατά της ασφάλειας της χώρας που υπερβαίνει τη δικαιολογητική βάση του διεθνούς και ενωσιακού δικαίου για τη διαδικασία παροχής ασύλου, σε συνδυασμό με την απόλυτη αντικειμενική αδυναμία εξέτασης σε εύλογο χρόνο των αιτήσεων παροχής ασύλου που θα προέκυπταν εξαιτίας της παράνομης μαζικής εισόδου στη χώρα» αποφάσισε ότι «[α]ναστέλλεται η υποβολή αιτήσεων χορήγησης ασύλου από άτομα που εισέρχονται στη χώρα παράνομα από την έναρξη ισχύος της παρούσας. Τα άτομα αυτά επιστρέφονται, χωρίς καταγραφή, στη χώρα προέλευσης ή καταγωγής», προσπαθώντας παραπλανητικά να ταυτίσει το αναγκαίο και επιβεβλημένο κλείσιμο των συνόρων της χώρας με την αναστολή του καθεστώτος της διεθνούς προστασίας των προσφύγων (και τη συνακόλουθη επαναπροώθησή τους στις χώρες προέλευσης ή καταγωγής τους).
Όμως, το καθεστώς της διεθνούς προστασίας των προσφύγων (και η συνακόλουθη απαγόρευση της επαναπροώθησής τους στις χώρες προέλευσης ή καταγωγής τους) δεν προβλέπει απολύτως καμία δυνατότητα παρέκκλισης και απολύτως κανένα λόγο αναστολής. Κατά συνέπεια, η παραπάνω μονομερής απόφαση της κυβέρνησης, που ελήφθη με την ΠΝΠ της 02/3/2020, παραβιάζει θεμελιώδεις κανόνες του διεθνούς δικαίου και διεθνείς συμβάσεις, με αποτέλεσμα να εκτίθεται διεθνώς η χώρα κατά τρόπο πρωτοφανή.
Περαιτέρω, το καθεστώς της διεθνούς προστασίας των προσφύγων (και η συνακόλουθη απαγόρευση της επαναπροώθησής τους στις χώρες προέλευσης ή καταγωγής τους) δεν έχει καμία σχέση με το αναγκαίο και επιβεβλημένο κλείσιμο των συνόρων της χώρας. Οι έκτακτες και πρωτόγνωρες συνθήκες που δημιουργήθηκαν στην περιοχή των Καστανιών του Νομού Έβρου, δηλαδή η συγκέντρωση χιλιάδων προσφύγων και μεταναστών με σκοπό την παράνομη είσοδό τους σε ελληνικό έδαφος, υπό την καθοδήγηση και την ενθάρρυνση της τουρκικής κυβέρνησης και του Προέδρου της, κατέστησε το άμεσο κλείσιμο των συνόρων αναγκαίο και επιβεβλημένο, διότι σε διαφορετική περίπτωση η παραβίασή τους ήταν βέβαιη. Η χώρα μας είναι συντεταγμένη και τα σύνορά της δεν είναι ξέφραγο αμπέλι. Το απαραβίαστο των συνόρων απορρέει από την εθνική κυριαρχία και αποτελεί στοιχειώδη θεσμική υποχρέωση της εκάστοτε κυβέρνησης. Αλλά το αναγκαίο και επιβεβλημένο κλείσιμο των συνόρων για την εξασφάλιση του απαραβίαστου ουδόλως προϋποθέτει την αναστολή του καθεστώτος της διεθνούς προστασίας των προσφύγων (και τη συνακόλουθη επαναπροώθησή τους στις χώρες προέλευσης ή καταγωγής τους). Η ταύτιση αυτή είναι απολύτως παραπλανητική.
Δεύτερον, η κυβέρνηση ζήτησε την εφαρμογή του άρθρου 78 παρ. 3 της Συνθήκης για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ), στην οποία προβλέπεται ότι «[ε]φόσον ένα ή περισσότερα κράτη μέλη αντιμετωπίζουν επείγουσα κατάσταση, λόγω αιφνίδιας εισροής υπηκόων τρίτων χωρών, το Συμβούλιο μπορεί να εκδίδει, μετά από πρόταση της Επιτροπής, προσωρινά μέτρα υπέρ του εν λόγω κράτους μέλους ή των εν λόγω κρατών μελών. Το Συμβούλιο αποφασίζει μετά από διαβούλευση με το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο», αφήνοντας να εννοηθεί ότι η αναστολή του καθεστώτος της διεθνούς προστασίας των προσφύγων (και η συνακόλουθη επαναπροώθησή τους στις χώρες προέλευσης ή καταγωγής τους), που αποφασίστηκε με την ΠΝΠ της 02/3/2020, έχει δήθεν ευρωπαϊκή κάλυψη.
Όμως, η εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 78 παρ. 3 ΣΛΕΕ γίνεται κατά τον τρόπο που προβλέπεται ρητά στη διάταξη του άρθρου 78 παρ. 1 ΣΛΕΕ, δηλαδή κατά τρόπο συνάδοντα (και όχι απάδοντα) προς τη Διεθνή Σύμβαση της Γενεύης της 28/7/1951 σε συνδυασμό με το Πρωτόκολλο της Νέας Υόρκης της 31/1/1967. Επομένως, τα προσωρινά μέτρα ουδέποτε μπορούν να φτάσουν έως του σημείου αναστολής του καθεστώτος της διεθνούς προστασίας των προσφύγων (και της συνακόλουθης επαναπροώθησής τους στις χώρες προέλευσης ή καταγωγής τους), όπως αποφάσισε η κυβέρνηση με την ΠΝΠ της 2/3/2020, αφού τέτοιου είδους προσωρινά μέτρα όχι μόνον απάδουν αλλά κυριολεκτικά καταλύουν τον πυρήνα του προσφυγικού δικαίου. Αλλά και χωρίς τη ρητή διάταξη του άρθρου 78 παρ. 1 ΣΛΕΕ, και πάλι θα καταλήγαμε στην ίδια ερμηνεία της διάταξης του άρθρου 78 παρ. 3 ΣΛΕΕ, αφού ο σκοπός και το πνεύμα του ευρωπαϊκού δικαίου κινούνται προς την κατεύθυνση της συμπλήρωσης και της διεύρυνσης της διεθνούς προστασίας των προσφύγων και ασφαλώς όχι προς την κατεύθυνση του περιορισμού της.
Όσον αφορά δε την απόφαση του Τμήματος Ευρείας Σύνθεσης (ΤΕΣ) του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ) της 13/2/2020, στην Υπόθεση ΝD και ΝΤ κατά Ισπανίας, που ορισμένοι ισχυρίζονται ότι δήθεν δικαιώνει τη μονομερή απόφαση που έλαβε η κυβέρνηση με την ΠΝΠ της 2/3/2020, είτε παραπλανούν σκόπιμα είτε δεν την έχουν κατανοήσει. Η συγκεκριμένη απόφαση έκρινε ότι η Ισπανία, απελαύνοντας μία ομάδα περίπου ογδόντα ατόμων που εισήλθαν παράνομα στο έδαφός της (Μελίγια), δεν παραβίασε το άρθρο 4 του 4ου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ), το οποίο απαγορεύει την ομαδική απέλαση αλλοδαπών, διότι το καθοριστικό κριτήριο για να χαρακτηριστεί μία απέλαση «ομαδική», υπό την έννοια της ως άνω διάταξης, είναι να στερούνται οι απελαθέντες της δυνατότητας υποβολής ατομικής αίτησης για χορήγηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας, πράγμα που δεν ίσχυε εν προκειμένω. Περαιτέρω, η ατομική αίτηση του κάθε απελαθέντος θα έπρεπε να έχει υποβληθεί νομότυπα στις αρμόδιες υπηρεσίες που λειτουργούν τόσο στα σημεία εισόδου της χώρας όσο και στις κατά τόπους πρεσβείες ή προξενεία του εξωτερικού, και όχι κατόπιν παράνομης εισόδου, εκτός εάν ο αιτών αποδείξει ότι του ήταν αδύνατο να υποβάλει νομότυπα το αίτημα λόγω αντικειμενικών συνθηκών. Δηλαδή, η συγκεκριμένη απόφαση όχι μόνο δεν δικαιώνει την ελληνική κυβέρνηση που αποφάσισε μονομερώς την αναστολή του καθεστώτος της διεθνούς προστασίας των προσφύγων (και τη συνακόλουθη επαναπροώθησή τους στις χώρες προέλευσης ή καταγωγής τους), αλλά απεναντίας στηρίζει ολόκληρο το σκεπτικό της (σχετικά με τον «μη ομαδικό» χαρακτήρα της απέλασης των ογδόντα αλλοδαπών) στο γεγονός ότι η Ισπανία διαθέτει και λειτουργεί ένα πλήρες και οργανωμένο καθεστώς διεθνούς προστασίας και ουδείς εκ των απελαθέντων στερήθηκε του δικαιώματος υποβολής ατομικής αίτησης για χορήγηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας στις αρμόδιες υπηρεσίες της χώρας.
Για όλους αυτούς τους λόγους, λοιπόν, η Ύπατη Αρμοστεία (ΥΑ) του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών (ΟΗΕ) για τους πρόσφυγες εξέδωσε μία αιχμηρή δήλωση, και μάλιστα ανήμερα της έκδοσης της κυβερνητικής ΠΝΠ (2/3/2020), επισημαίνοντας αυστηρά ότι «ούτε η Σύμβαση του 1951 για το Καθεστώς των Προσφύγων ούτε το προσφυγικό δίκαιο της ΕΕ παρέχουν οποιαδήποτε νομική βάση για την αναστολή της καταγραφής αιτημάτων ασύλου ...», ενώ η Εθνική Επιτροπή για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου (ΕΕΔΑ) με δήλωση της 5/3/2020 καλεί την κυβέρνηση «να άρει την απόφαση αναστολής καταγραφών αιτημάτων ασύλου και αυτόματης επιστροφής νεοεισερχομένων αλλοδαπών στα κράτη προέλευσης ή διέλευσης, και να διασφαλίσει την παροχή νόμιμης οδού πρόσβασης στο άσυλο με συντεταγμένο τρόπο».
Δ. ΤΙ ΜΕΛΛΕΙ ΓΕΝΕΣΘΑΙ;
Λίγο παραπάνω ισχυρίστηκα ότι η ελληνική κυβέρνηση εξέθεσε διεθνώς τη χώρα κατά τρόπο πρωτοφανή, διότι με την ΠΝΠ της 2/3/2020 αποφάσισε μονομερώς την αναστολή του καθεστώτος της διεθνούς προστασίας των προσφύγων (και τη συνακόλουθη επαναπροώθησή τους στις χώρες προέλευσης ή καταγωγής τους), γεγονός που παραβιάζει θεμελιώδεις κανόνες του διεθνούς δικαίου και διεθνείς συμβάσεις. Και μάλιστα όχι οποιεσδήποτε διεθνείς συμβάσεις, αλλά διεθνείς συμβάσεις του επιπέδου μίας Διεθνούς Σύμβασης της Γενεύης της 28/7/1951 και ενός Πρωτοκόλλου της Νέας Υόρκης της 31/1/1967, που διαπλάστηκαν στον απόηχο του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και έχουν εμβληματικό χαρακτήρα στο χώρο της προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Το ερώτημα που θα μπορούσε να θέσει εδώ ένας προσεκτικός αναγνώστης είναι το εξής: Σε ποιους εκτίθεται;
Σίγουρα όχι στην Αμερική του Τραμπ, το πρώτο μέλημα του οποίου όταν ανέλαβε την εξουσία ήταν η παντί τρόπω αποφυγή των προσφυγικών ροών του Νότου. Σίγουρα όχι στη Μεγάλη Βρετανία του Τζόνσον, ο οποίος απηχεί παρόμοιες ξενοφοβικές αντιλήψεις. Σίγουρα όχι στην Ουγγαρία του Όρμπαν και στην Πολωνία του Κατσίνσκι, οι οποίοι έχουν δηλώσει επανειλημμένα ότι δεν προτίθενται να δεχτούν ούτε έναν πρόσφυγα. Σίγουρα όχι στις υπόλοιπες χώρες του Βίσεγκραντ (Τσεχία και Σλοβακία), οι οποίες συμπλέουν με την Ουγγαρία και την Πολωνία στο προσφυγικό ζήτημα. Σίγουρα όχι στην Αυστρία του Κουρτς και σε ορισμένες ακόμη ευρωπαϊκές χώρες. Και σίγουρα όχι στη συντριπτική πλειονότητα της ελληνικής και της ευρωπαϊκής κοινής γνώμης. Ε, τότε;
Την απάντηση ίσως τη δίνει ένα tweet του Πρωθυπουργού που αναρτήθηκε στις 28/2/2020 και ώρα 16:32’ (όχι στον προσωπικό του λογαριασμό αλλά) στον θεσμικό πρωθυπουργικό λογαριασμό που τηρείται στο Twitter (PrimeMinisterGR - @PrimeministerGR), με το εξής περιεχόμενο: «Greece does not bear any responsibility for the tragic events in Syria and will not suffer the consequences of decisions taken by others. I have informed the European Union of the situation» [Η Ελλάδα δεν φέρει καμία ευθύνη για τα τραγικά γεγονότα στη Συρία και δεν θα υποστεί τις συνέπειες αποφάσεων που λήφθησαν από άλλους. Έχω ενημερώσει σχετικά την Ευρωπαϊκή Ένωση]. Σύμφωνα με αυτή τη λογική, οι πρόσφυγες που δικαιούνται διεθνούς προστασίας θα πρέπει να απευθυνθούν σε εκείνους που έλαβαν τις αποφάσεις οι οποίες τους κατέστησαν πρόσφυγες δικαιούμενους διεθνούς προστασίας. Ας πούμε, οι Μουσουλμάνοι της Βοσνίας-Ερζεγοβίνης θα έπρεπε να ζητήσουν πολιτικό άσυλο στην Σερβία του Μιλόσεβιτς. Πώς και δεν το σκέφτηκαν άραγε;
Εάν έτσι έχουν τα πράγματα, εάν πράγματι το tweet του Πρωθυπουργού είναι η απάντηση στο ερώτημα που μόλις τέθηκε, τότε πρέπει να βρούμε το θάρρος και να ζητήσουμε ταπεινά συγγνώμη από τον Τραμπ, τον Τζόνσον, τον Όρμπαν, τον Κατσίνσκι, τον Κουρτς, τον Σαλβίνι, την Λεπέν και όλους τους φίλους τους, στην πολιτική των οποίων προσχωρήσαμε θριαμβευτικά μετά βαΐων και κλάδων, αφού προηγουμένως τους λοιδορήσαμε σκαιά. Εάν όχι, τότε πρέπει να ακούσουμε προσεκτικά τα λόγια του Stéphane Hessel, ενός ανθρώπου που αγανάκτησε:
Το μήνυμα του Νέλσον Μαντέλα και του Μάρτιν Λούθερ Κινγκ είναι πάντα επίκαιρο [...] Για να το επιτύχουμε αυτό, πρέπει να βασιζόμαστε στα ανθρώπινα δικαιώματα: όποιος τα παραβιάζει πρέπει να προκαλεί την αγανάκτησή μας. Δεν μπορούμε να παζαρεύουμε τα ανθρώπινα δικαιώματα και να κάνουμε συμβιβασμούς. (Αγανακτήστε!, μετάφραση: Σώτη Τριανταφύλλου, Πατάκη, Αθήνα 2011, σ. 37-38).
Χρήστος Σιμιτός