Παρά τις συνεχείς και αλληλεξαρτώμενες σχέσεις μεταξύ κρατών και πολιτών της ΕΕ, τα ΜΜΕ καλύπτουν ένα πολύ μικρό ποσοστό των ευρωπαϊκών ειδήσεων και εξελίξεων. Οι ευρωπαϊκές ειδήσεις χαρακτηρίζονται από το φαινόμενο της «εσωτερικοποίησης», δηλαδή από την προσαρμογή των ειδήσεων και εξελίξεων της ΕΕ στις εθνικές αφηγήσεις, πεποιθήσεις και αγωνίες. Το θέμα είναι:
Η ΕΕ μετατρέπεται, επομένως, σε μια προσθήκη του έθνους αποτελώντας απλώς έναν ακόμα χώρο στον οποίο το τελευταίο «μιλάει στον εαυτό του» – ή έναν χώρο τον οποίο μπορεί κάθε έθνος να τον κατηγορεί όποτε κάτι πάει στραβά.
Μελετώντας κανείς τις μετρήσεις του Ευρωβαρόμετρου συμπεραίνει ότι η πλειοψηφία των πολιτών της ΕΕ, παρά τον αυξανόμενο σκεπτικισμό και την ανασφάλεια που έχουν δημιουργήσει οι πρόσφατες κρίσεις (χρέους και προσφυγικό), συνεχίζουν να πιστεύουν ότι τα κράτη τους έχουν επωφεληθεί από τη συμμετοχή τους στη διαδικασία της Ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Εκτιμούν ιδιαίτερα την ελεύθερη διακίνηση ανθρώπων, προϊόντων, υπηρεσιών και ιδεών, την εδραίωση της ειρήνης καθώς και την δυνατότητα που προσφέρεται για τη συλλογική αντιμετώπιση των παγκόσμιων προκλήσεων.
Όταν οι πολίτες, ωστόσο, καλούνται να τοποθετηθούν στο ζήτημα των θεσμών εκφράζουν μια γενικευμένη δυσαρέσκεια με τη λειτουργία της δημοκρατίας μέσα στην ΕΕ. Εξάλλου, όπως υπογραμμίζεται και από τα χαμηλά ποσοστά συμμετοχής στις εκλογές του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, οι πολίτες των κρατών-μελών αισθάνονται ότι τόσοι οι ίδιοι όσο και τα κράτη τους δεν έχουν «φωνή» στις διαδικασίες λήψης αποφάσεων της Ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης.
H αντίληψη αυτή αναπτύσσεται στη βάση μιας αλυσίδας ελλιπούς και ανεπαρκούς επικοινωνίας. Eνώ η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση έχει διαταράξει τα εσωτερικά θεσμικά σχήματα και πρότυπα των κρατών-μελών, στο εθνικό επίπεδο απουσιάζει ο δημόσιος διάλογος για την ΕΕ. Για να πιστωθούν εξ ολοκλήρου το πολιτικό όφελος του εκσυγχρονισμού, οι Κυβερνήσεις, όταν προτείνουν νόμους στα εθνικά κοινοβούλια, οι οποίοι εφαρμόζουν στην πράξη ευρωπαϊκές οδηγίες, ή όταν εκσυγχρονίζουν τις διοικητικές πρακτικές τους για να συμμορφωθούν με το ευρωπαϊκό δίκαιο, σπανίως μπαίνουν στον κόπο να εξηγήσουν ότι εκπληρώνουν έτσι τις ευρωπαϊκές υποχρεώσεις τους. Αντίθετα, αν το μέτρο δεν είναι δημοφιλές, οι κυβερνήσεις τείνουν να καταλογίζουν στις «Βρυξέλλες» την ευθύνη για μια ενέργεια, την οποία οι ίδιες ενέκριναν μέσω των υπουργών τους στο Συμβούλιο.
Τα ΜΜΕ έχουν διαδραματίσει σημαντικό ρόλο στη διεύρυνση του επικοινωνιακού ελλείμματος. Καλύπτουν μικρό μέρος της ειδησεογραφίας ΚΑΙ δεν έχουν ανταποκριθεί στον μετασχηματισμό της πολιτικής που έχει επιφέρει η διαδικασία της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Δεν έχουν αναπτύξει λογικές και πρακτικές που θα ενθάρρυναν τη δημιουργία μιας «ευρωπαϊκής οπτικής». Τα ΜΜΕ μιας χώρας τείνουν να εμφανίσουν σαν ορθές τις εθνικές απόψεις και σαν λανθασμένες εκείνες των άλλων κρατών μελών. Όταν βρεθεί μια συμβιβαστική λύση στα πλαίσια της διαδικασίας συναπόφασης του Συμβουλίου και του Κοινοβουλίου (όπως συμβαίνει στην πλειοψηφία των προτάσεων της Επιτροπής μετά από πολλές συζητήσεις και τροποποιήσεις που επιφέρουν τα όργανα) και θεσπιστεί ένα ευρωπαϊκό μέτρο (κανονισμός, οδηγία ή απόφαση), τα ίδια ΜΜΕ τείνουν να την αγνοήσουν ή να την παρουσιάσουν με ψιλά γράμματα. Λίγα είναι τα ευρωπαϊκά θέματα που γίνονται μεγάλοι τίτλοι των εφημερίδων και ακόμη λιγότερα εκείνα που φθάνουν μέχρι την τηλεόραση. Tο χειρότερο είναι ότι οι κρίσεις και οι πρόσκαιρες αποτυχίες αποτελούν τις πιο συχνές ειδήσεις για το ευρωπαϊκό γίγνεσθαι, γιατί είναι πιο εντυπωσιακές από τις περίπλοκες αποφάσεις, που επιτυγχάνονται σχεδόν καθημερινά μετά από υπομονετικές και συχνά πολυετείς διαπραγματεύσεις και που επηρεάζουν τη ζωή και την εργασία των πολιτών συχνά περισσότερο απ' ότι οι νόμοι που ψηφίζονται από τα εθνικά κοινοβούλια. Η κατανόηση και κάλυψη της ΕΕ, υποστηρίζεται, είναι «δύσκολη», «τεχνοκρατική», «πολύπλοκη», «δυσνόητη» και «απαγορευμένη» για τους αναγνώστες/ακροατές και τηλεθεατές που επιθυμούν κάτι πιο «εύπεπτο».
Πρόκειται, όμως, για ένα ευλογοφανές επιχείρημα.
Πρώτον, η άγνοια προκαλεί αδιαφορία για τις μέχρι τώρα κατακτήσεις της Ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης και δυσπιστία για τους θεσμούς χάρη στους οποίους επιτεύχθηκαν. Με αυτόν τον τρόπο, καλλιεργείται ένα “αντι-Ευρωπαϊκό” αφήγημα που αγνοεί ότι ηευρωπαϊκήολοκλήρωσηαποτελείμέροςτηςιστορικήςλύσης που δόθηκεμετάτοδεύτερο παγκόσμιο πόλεμο, εντάσσονταςτακράτη-μέλησεδίκτυααλληλεξάρτησης καιδιασυνδέσεωνστηνοικονομία, στην πολιτική, στονπολιτισμόκαιτηνεπιστήμη/εκπαίδευση. Οισχέσειςαυτέςήτανκαιείναι προϊόνελεύθερηςεπιλογής, καιεπιλέχθηκανμεστόχοτακράτη-μέληόχιμόνοναδιασφαλίσουν πλεονεκτήματαοικονομικήςαποδοτικότητας, ασφάλειαςήτηνβελτίωσητης πολιτικό-στρατηγικής θέσηςτους, αλλάκαινααντιμετωπίσουν/επιλύσουνπροβλήματακαιεπιδράσειςτααίτιατωνοποίωνβρίσκονται πέρααπόόριατουελέγχουτους.
Δεύτερον, παραγνωρίζουν το γεγονός ότι η απομάκρυνση των πολιτών από την πολιτική δεν χαρακτηρίζει μόνο την ΕΕ, αλλά σχεδόν όλες τις αντιπροσωπευτικές δημοκρατίες, όπου ένα μεγάλο μέρος - αν όχι η πλειοψηφία των πολιτών - απέχουν από τις εθνικές εκλογές. Επιπλέον λησμονούν ότι οι Ευρωπαίοι πολίτες έχουν σχεδόν την ίδια επιρροή στη διαμόρφωση του ευρωπαϊκού δικαίου όπως και στη διαμόρφωση του εθνικού δικαίου. Έχουν μια έμμεση επιρροή, μέσω της εκλογής του κόμματος το οποίο σχηματίζει την εθνική κυβέρνηση, η οποία συμμετέχει στη λήψη των αποφάσεων από το Συμβούλιο των υπουργών. Αλλά οι πολίτες συμμετέχουν και άμεσα στη δημοκρατική διαδικασία, δια της εκλογής των βουλευτών, οι οποίοι τους εκπροσωπούν στο Eυρωπαϊκό Kοινοβούλιο, το οποίο έχει όλο και μεγαλύτερη συμμετοχή στη νομοθετική διαδικασία, χάρη σε συνεχείς βελτιώσεις που επιφέρουν οι Ευρωπαϊκές Συνθήκες.
Έτσι, παρά το γεγονός ότι στις Βρυξέλλες εργάζονται περίπου 1000ανταποκριτές, τα ΜΜΕ επενδύουν ακόμα σε ξεπερασμένες και στερεοτυπικές εικόνες, όπως, για παράδειγμα η συνεχής απεικόνιση ομάδων ανδρών με γκρι κοστούμια κατά τη διάρκεια υπουργικών συμβουλίων. Το αποτέλεσμα αυτής της επιφανειακής κάλυψης εκδηλώθηκε κατά της διάρκεια της κρίσης της ευρωζώνης. Οι περισσότεροι δημοσιογράφοιδεν μπορούσαν να κατανοήσουν την πολυπλοκότητα του προβλήματος Όπως αποδεικνύουν αρκετές μελέτεςοι δημοσιογράφοι, παραδέχτηκαν ότι αντιμετώπισαν την ελληνική κρίση ως μεμονωμένη περίπτωση, αδυνατώντας να δουν τις πραγματικές προεκτάσεις του ζητήματος, που έθετε στο προσκήνιο συστημικές αδυναμίες της Ευρωζώνης και ως εκ τούτου απειλούσε την ίδια τη συνοχή της.
Η πραγματικότητααυτή επιβεβαιώνει τη σημαντική απουσία της ερευνητικής/κριτικής δημοσιογραφίας για ζητήματα της ΕΕ. Με τη λογική της γρήγορης μετάδοσης εντυπωσιακών/δραματικών ειδήσεων με το μικρότερο δυνατό κόστος σε ένα ανεπαρκώς ενημερωμένο κοινό, οι δημοσιογράφοι/ΜΜΕ καλλιεργούν ή περιορίζουν τη δυνατότητα πολιτών και κινημάτων να ενεργήσουν με θετικές προτάσεις και πρωτοβουλίες, ενισχύοντας και την ασυμφωνία μεταξύ του αφηγήματος που υιοθετούν οι κυβερνήσεις των κρατών-μελών της ΕΕ, και των ανησυχιών/προσδοκιών που εκφράζουν οι πολίτες. Τόσο οι κυρίαρχες πολιτικές δυνάμεις όσο και τα ΜΜΕ, δεν αναπτύσσουν τις κατάλληλες διαδικασίες για να δημιουργήσουν τους χώρους που θα τους επιτρέψουν να «ακούσουν καλύτερα» τις ευρωπαϊκές κοινωνίες σχετικά με το παρόν και το μέλλον της ολοκλήρωσης.
Πολλές φορές, καλλιεργείται από τους πολιτικούς και τα ΜΜΕ η εντύπωση ότι η ΕΕ δεν ανήκει στην κατηγορία της «κανονικής» πολιτικής, δηλαδή της εθνικής. Οι αποφάσεις που λαμβάνονται και υλοποιούνται σε επίπεδο ΕΕ χαρακτηρίζονται διαφορετικές, λιγότερο σημαντικές ή παράξενες και περισσότερο εχθρικές απ’ αυτές που αποφασίζονται σε εθνικό επίπεδο. Η πραγματικότητα, όμως, είναι πολύ διαφορετική.
Πρώτον, κάθε ενέργεια της ΕΕ στηρίζεται σε Συνθήκες που έχουν διαπραγματευτεί σε διακυβερνητικό επίπεδο και έχουν εγκριθεί εκούσια και με δημοκρατικές διαδικασίες από όλα τα κράτη-μέλη (από τα εθνικά κοινοβούλια ή με δημοψηφίσματα). Στις Συνθήκες προσδιορίζονται οι στόχοι της ΕΕ, οι ρόλοι των θεσμών και οι διαδικασίες λήψης αποφάσεων.
Δεύτερον, η ΕΕ δεν είναι ένα ομόσπονδο κράτος όπως οι ΗΠΑ, γιατί τα κράτη-μέλη που την αποτελούν εξακολουθούν να είναι ανεξάρτητα, κυρίαρχα έθνη. Επίσης, δεν είναι ούτε απλώς ένας διακυβερνητικός οργανισμός όπως τα Ηνωμένα Έθνη, γιατί οι χώρες μέλη της συνενώνουν μέρος των εθνικών κυριαρχιών τους και έτσι αποκτούν μεγαλύτερη συλλογική δύναμη και επιρροή απ' ό,τι αν ενεργούσαν μεμονωμένα. Τα κράτη μέλη ασκούν την εθνική κυριαρχία τους από κοινού, λαμβάνοντας συλλογικά αποφάσεις μέσω κοινών θεσμικών οργάνων. Σε θεσμικό επίπεδο, γνωστό και ως ‘θεσμικό τρίγωνο’,
Τρίτον, οι Συνθήκες προσδιορίζουν τους τομείς πολιτικής για τους οποίους μπορεί να αποφασίζει η ΕΕ. Οι αρμοδιότητες της ΕΕ διακρίνονται σε τρεις κατηγορίες:
Η ΕΕ είναι μοναδική στον κόσμο. Είναι ένας συνδυασμός δύο πολιτικών συστημάτων, του διακυβερνητικού και του υπερεθνικού. Η διάκριση αυτή είναι κρίσιμη. Δεν υπάρχει κάποια ‘μυστήρια’ ΕΕ που αποφασίζει ‘κρυφά’ από τα κράτη-μέλη.
Η μη-κατανόηση των διαδικασιών αυτών καλλιεργεί και ενισχύει μια κρίση εμπιστοσύνης και νομιμοποίησης ως προς την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση - και ειδικότερα σήμερα όπου η πολυδιάστατη πολιτική, οικονομική και κοινωνική κρίση έχει διογκώσει το ευρωσκεπτικισμό και την πρόσληψη του εθνικού συμφέροντος ενάντια στο ευρωπαϊκό. Είναι σημαντικό, λοιπόν, οι πολίτες των κρατών-μελών να κατανοούν την επίδραση που έχουν ο θεσμοί λήψης αποφάσεων της ΕΕ στις ζωές τους - να γνωρίζουν τι είναι και πως λειτουργεί και τι «κάνει», τι δεν είναι και τι δεν «κάνει» ποιος/οι θεσμός/θεσμοί και γιατί στις Βρυξέλλες είναι υπεύθυνος/οι για τη χάραξη και υλοποίηση πολιτικών. Αυτό σημαίνει ότι τα ΜΜΕ οφείλουν:
Η ΕΕ είναι σημαντική. Αυτό δεν είναι προσωπική άποψη, είναι γεγονός. Η ΕΕ αντιπροσωπεύει ένα υπερεθνικό πολιτικό σύστημα στο οποίο τα ΜΜΕ, που έχουν κυρίως διαμορφωθεί και αναπτυχθεί με εθνικές αφηγήσεις και λογικές για τη λειτουργία της πολιτικής, της δημοκρατίας και τον δημόσιο διάλογο, πρέπει να ενσωματώσουν στην πρακτική τους. Ως ένα (νέο) σύστημα εξουσίας, λήψης αποφάσεων και πολιτικών και διαπραγμάτευσης σε υπερεθνικό επίπεδο, η ΕΕ προσφέρει έναν νέο και ευρύτερο ορίζοντα στη δημοσιογραφία, έξω από τα εθνικά πλαίσια. Εφόσον αυτό που χαρακτηρίζει την Ε.Ε. είναι οι αλληλεξαρτώμενες σχέσεις μεταξύ κρατών και πολιτών, τότε οι δημοσιογράφοι/ΜΜΕ θα πρέπει να επενδύσουν στον λόγο της ευρωπαϊκής «οπτικής» και να διερευνήσουν πώς οι άνθρωποι και οι ενέργειές τους, οι πρακτικές τους, τα προβλήματά τους, οι συνθήκες ζωής τους συσχετίζονται σε διαφορετικά μέρη της Ευρώπης. Η ευρωπαϊκή «οπτική» δεν αποσκοπεί στη δημιουργία μιας πανευρωπαϊκής ηθικής και πολιτισμικής ομογενοποίησης, αλλά σε ένα μοντέλο πολιτικής και επικοινωνίας που διασυνδέει τους ανθρώπους και τις πρακτικές τους εντός της Ε.Ε. – που αναδεικνύει την αλληλεξάρτηση μεταξύ κρατών-μελών, ευρωπαϊκών υπερεθνικών θεσμών, πολιτών και της κοινωνίας πολιτών.