Αυτό ευνοεί την ανάπτυξη του «παροντισμού», με τις ευρωπαϊκές κοινωνίες να έχουν απωλέσει την ικανότητα για προβολή στο μέλλον και να έχουν αποκτήσει μια εμμονή σχέση με το παρελθόν, φοβούμενες να αναλάβουν δράση, να επιλέξουν και να αποφασίσουν. Όπως γράφει και ο Hartog[i],
Διαπιστώνω ότι, άπαξ και προσπεράστηκε με επείγουσες διαδικασίες η χρηματοπιστωτική κρίση του 2008, επικράτησε και επικρατεί παντού μια τρομακτική δυσκολία να δούμε παραπέρα. Αντιδρούμε μάλλον παρά δρούμε. Εξού και η καθησυχαστική αξία μιας έννοιας όπως η ανάκαμψη (ανακάμπτω σημαίνει πράγματι ότι ξεκινάω και πάλι από εκεί όπου είχα σταματήσει), η οποία συνδέεται άμεσα με τη συλλογική μας αδυναμία να δραπετεύσουμε απ’ αυτό που ονομάζεται πλέον λογική του βραχυπρόθεσμου [...] Το παρόν και μόνο, εκείνο της τυραννίας της στιγμής, το σημειωτόν ενός αέναου παρόντος.
Για να συμπληρώσει,
Ποιες λέξεις ακούμε από το 2008; Κρίση, ύφεση αλλά και μεταβολή (σε βάθος) και μάλιστα αλλαγή εποχής. Τίποτα πια δεν θα ’ναι όπως πριν, δηλώνουν ζωηρά οι μεν. Όμως η οικονομία θα ξαναπάρει μπρος (εννοείται όπως πριν!) δηλώνουν, εξίσου ζωηρά, οι άλλοι (ή οι ίδιοι), κάποια σκιρτήματα επισημαίνονται εδώ κι εκεί, η ανάκαμψη είναι προ των πυλών, βλέπουμε την έξοδο, μα όχι, η ύφεση είναι ακόμα εδώ ή επανέρχεται, ακόμα πιο απειλητική, και ούτε ή άλλως η ανεργία πρέπει να αυξηθεί (κι άλλο), και τα μόνο σχέδια που ρισκάρουμε ακόμα να κάνουμε είναι σχέδια περικοπών και απολύσεων… Στην Ευρώπη ενοχοποιούνται πλέον τα δημόσια ελλείμματα, ενώ η νομισματική κερδοσκοπία καλά κρατεί, οι φήμες διασπείρονται με λίγα κλικ και οι αγορές παίζουν γιο-γιο… Στην αμεσότητα του χρόνου των αγορών δεν μπορούν να προσαρμοστούν ούτε ο χρόνος της οικονομίας ούτε ο χρόνος της πολιτικής, ή μάλλον οι χρόνοι της πολιτικής: ο επιτακτικός χρόνος των εκλογικών αναμετρήσεων, ή εκείνος, γνωστός από αρχαιοτάτων χρόνων, που παίρνουμε για να «κερδίσουμε χρόνο» (αναβάλλοντας τη στιγμή της απόφασης), ή πάλι ο πιο πρόσφατος, κι ωστόσο όχι λιγότερο απαιτητικός, χρόνος της πολιτικής επικοινωνίας, χάριν του οποίου οι πολιτικοί ιθύνοντες πρέπει, για παράδειγμα, να «σώζουν» το ευρώ ή το χρηματοπιστωτικό σύστημα κάθε δύο μήνες, τουλάχιστον στα λόγια. Κι ακόμη βαθύτερα, οι γηραιές αντιπροσωπευτικές δημοκρατίες ανακαλύπτουν ότι δεν ξέρουν πώς να προσαρμόσουν τους τρόπους και τους ρυθμούς της λήψης αποφάσεων σ’ αυτή την τυραννία της στιγμής, χωρίς να διακινδυνεύσουν να θυσιάσουν εκείνα ακριβώς τα χαρακτηριστικά που τις καθιστούν δημοκρατίες [έμφαση δική μου].
Σύμφωνα με τον Runciman[ii], το πρόβλημα που αντιμετωπίζουν «οι σταθερές κοινωνίες στον 21ο αιώνα είναι ότι δεν ξέρουμε τι μορφή θα έχει η αποτυχία. Δεν υπάρχουν ιστορικά προηγούμενα. Δεν έχουμε παραδείγματα εύπορων, ασφαλών, επιτυχημένων κοινωνιών που να διέθεταν επίπεδα ανέσεων όπως τα δικά μας στη Δύση και παρ’ όλα αυτά να τις πήρε η κάτω βόλτα». Όχι μόνο τα προβλήματα είναι διαφορετικά από εκείνα του παρελθόντος, αλλά όλα εξαρτώνται από το αν υπάρχει χρόνος για προσαρμογή. Ειδικότερα (σσ:206-207):
Ένα από τα πιο εντυπωσιακά χαρακτηριστικά του κραχ του 2008 ήταν ότι οι πολιτικοί έπρεπε να δράσουν αμέσως, χωρίς καθυστέρηση, για να αποτρέψουν την καταστροφή. Και την απέτρεψαν παρά τρίχα – όμως δεν θα είμαστε πάντα τόσο τυχεροί. Στο μεταξύ οι επιπτώσεις του κραχ θα γίνονται αισθητές στην επόμενη γενιά ή κι ακόμα παρά πέρα… Η λιτότητα και η αποπληρωμή δημοσίων και ιδιωτικών χρεών θα συνεχιστεί για πολύ καιρό. Οι πολιτικοί διαβεβαιώνουν τους ψηφοφόρους ότι μακροπρόθεσμα θα υπάρξουν οφέλη. Αλλά η δημοκρατία λειτουργεί πάντοτε σύμφωνα με τον εκλογικό κύκλο, με προτεραιότητα βαθμιαίες και αδιάκοπες βελτιώσεις του τρόπου ζωής. Οι χρονικές κλίμακες δεν αντιστοιχούν η μία στην άλλη: οι πολιτικοί διαθέτουν μόνο μερικές ώρες για να σώσουν τον κόσμο, ενώ οι ψηφοφόροι πρέπει να περιμένουν μερικές δεκαετίες για να δουν οφέλη.
Στο πλαίσιο αυτό, όπως πολύ σωστά επισημαίνει ο ιστορικός Snyder[iii], η Ευρώπη είναι εγκλωβισμένη ανάμεσα σε δύο λογικές: τη λογική της αιωνιότητας και τη λογική του αναπόφευκτου.
Η λογική της αιωνιότητας επενδύει σε μια νοσταλγία για περασμένες εποχές που στην πραγματικότητα υπήρξαν καταστροφικές. Επιμένει στην επιστροφή της απατηλής ιδέας του κρατοκεντρισμού και τηνανάγκη προάσπισηςτωνσυνόρωνκαιτηςταυτότηταςτωνκρατών-μελών (καθαρότητατωνεθνικών πολιτισμών/ταυτοτήτων). Χαρακτηρίζεται επίσης από υπεραπλουστευτικές και συναισθηματικές αφηγήσεις που καλλιεργούν την κατασκευή «κρυφών αληθειών» πίσω από την πολιτική και οικονομική πραγματικότητα. Δηλαδή ότι, η ΕΕ είναι μια συνωμοσία «καπιταλιστών», ένας κακόβουλος παράγοντας, που «στραγγίζει» και επιδιώκει την πολιτισμική σύνθλιψη των λαών της. Η λογική αυτή, που αρνείται να κατανοήσει τις πολιτικές δυνάμεις που αλληλοδιαπλέκονται εντός της ΕΕ, και αγνοεί την ιστορική πραγματικότητα που κατέστησε εφικτό το εγχείρημα της ολοκλήρωσης, ενισχύεται από τη μετατόπιση στην κουλτούρα της επικοινωνίας, την «αφθονία» του διαδικτύου και κατά επέκταση την αποδυνάμωση του φίλτρου ελέγχου των γεγονότων.
Προσπαθώντας, όμως, κάποιος να εξηγήσει την απήχηση αυτής της λογικής, οφείλει επίσης να κατανοήσει τις βαθύτερες αλλαγές που χαρακτηρίζουν τη σημερινή πολιτική. Ο ευρωσκεπτικισμός που σήμερα βιώνει η ΕΕ δεν έχει να κάνει μόνο με τις επιπτώσεις της κρίσης χρέους στο ευρώ ή την εισροή προσφύγων. Η αυξανόμενη δυσαρέσκεια των πολιτών είναι αποτέλεσμα της εκτεταμένης απώλειας εμπιστοσύνης και πίστης προς τις κατεστημένες πολιτικές δυνάμεις των κρατών-μελών, όπως και της απόρριψης και αμφισβήτησης της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Υπάρχει μια ασυμφωνία μεταξύ του αφηγήματος της κρίσης που υιοθετούν οι κυβερνήσεις και οι πολιτικές δυνάμεις των κρατών-μελών και τα ΜΜΕ, και των ανησυχιών που εκφράζουν οι πολίτες. Ενώ για τους κυβερνώντες και τους υπεύθυνους λήψης αποφάσεων της ΕΕ οι αντιδράσεις των πολιτών είναι κυρίως αποτέλεσμα των επιπτώσεων της κρίσης χρέους, αρκετές έρευνες αποδεικνύουν ότι ο ευρωαρνητισμός ταυτίζεται και με μια ριζική και ουσιαστική κρίση της πίστης των πολιτών προς τα πολιτικά, οικονομικά και επικοινωνιακά κατεστημένα[iv].
Αυτό μας φέρνει στη λογική του αναπόφευκτου, που επενδύει προς μια κατεύθυνση, αυτή της νεοφιλελεύθερης οικονομίας, της διευρυνόμενης παγκοσμιοποίησης και της αναπτυσσόμενης ευημερίας. Μια λογική που καταπνίγει την πολιτική αντιπαράθεση και επενδύει στο επιχείρημα ότι δεν υπάρχει εναλλακτική στη θεμελιώδη τάξη πραγμάτων. Επιμένοντας ότι η αλλαγή δεν είναι εφικτή (ή επενδύοντας στο φόβο), οι κυρίαρχες πολιτικές δυνάμεις δεν αναπτύσσουν τις κατάλληλες διαδικασίες και να δημιουργήσουν τους χώρους που θα τους επιτρέψουν να «ακούσουν καλύτερα» τις κοινωνίες που ζουν σήμερα στην ανασφάλεια και το φόβο.
Όσοι από εμάς μελέτησαν και ανέλυσαν την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση, φέρουμε ευθύνη για αυτή την εξέλιξη. Μέσα σε ένα κλίμα υπέρμετρης αισιοδοξίας για το «τέλος της ιστορίας» δοξάσαμε την υπόσχεση ότι ο οικονομικός φιλελευθερισμός και η επέκταση των υπερεθνικών δομών λήψης αποφάσεων θα επέφερε πολύ περισσότερο πλούτο για όλους και την επίλυση παγκόσμιων προβλημάτων, με αποτέλεσμα να μην αναγνωρίσουμε ότι η αντίδραση του ευρωαρνητισμού δεν καταφέρεται αόριστα ενάντια σε ένα πλημμελώς δημοκρατικό σύστημα, αλλά σε μια ΕΕ που αποκόπηκε και ενεργεί εις βάρος των λαών της.
Έτσι, και ενώ μέχρι και τη Συνθήκη της Λισσαβώνας το 2009 η ΕΕ έχει λάβει σημαντικές αποφάσεις προκειμένου να αυξήσει τη διαφάνεια, τις δημοκρατικές διαβουλεύσεις, την εκπροσώπηση και την πολιτικοποίηση της ολοκλήρωσης, σήμερα, δυστυχώς, όλο και περισσότερο ευνοεί την προσκόλλησή της σε κανόνες και λογικές που λειτουργούν εις βάρος του σκοπού της. Ολόκληρη η ΕΕ, και ειδικότερα η ΟΝΕ, έχουν θεμελιωθεί πάνω σε έναν «χάρτη πλοήγησης» που περιορίζει τη λειτουργία της στη «διδασκαλία» των κρατών-μελών για το τι σημαίνει το να έχει κανείς οικονομία της αγοράς (με τη λήψη διαρθρωτικών μέτρων που καταστρέφουν δικαιώματα κοινωνικής πρόνοιας, απασχόλησης και δημοκρατικού αυτοπροσδιορισμού μέσω μιας συζήτησης και πολιτικής για την υπερχρέωση και την ανάγκη διατήρησης ισοσκελισμένων προϋπολογισμών).
Στον θεσμικό πολιτικό χώρο, όπως επισημαίνει ο Πανταζόπουλος[v] η «μέριμνα του καλού αντικαταστάθηκε από την επιθυμία αέναης προσαρμογής στην οικονομική και χρηματιστική παγκοσμιοποίηση», και συμπληρώνει,
Παρά τον αντι-εξτρεμιστικό τους λόγο οι οπαδοί της διαρκούς προσαρμογής μπορούν να ιδωθούν ως οι εξτρεμιστές: υποστηρίζουν ότι είναι οι μόνοι που κατέχουν την αλήθεια, περιφρονούν αυτούς με τους οποίους διαφωνούν και δεν φαντάζονται καμία άλλη πολιτική … Από αυτήν την άποψη ενσαρκώνουν έναν νέο εξτρεμισμό του κέντρου. Η «προσαρμοστική» σκέψη αποτελεί τη δικαιολόγηση της αντίληψης ενός κόσμου του οποίου η πορεία είναι ακάθεκτη, αναπόφευκτη, αδιαφορώντας πλήρως για τους τελικούς σκοπούς.
Όπως επισημαίνει και ο Muller[vi]μια κρίση δεν παράγει απαραίτητα λαϊκισμό και ευρωσκεπτικισμό. Οι δημοκρατίες συνεχώς αντιμετωπίζουν και δημιουργούν κρίσεις και διαθέτουν πόρους για την επίλυσή τους. Ωστόσο, η τεχνοκρατική προσέγγιση της σημερινής κρίσης είναι κρίσιμη για ό,τι συμβαίνει σήμερα στην ΕΕ. Ειδικότερα, όπως υπογραμμίζει,
Κατά έναν παράδοξο τρόπο, το ένα αντανακλά το άλλο. Οι τεχνοκράτες υποστηρίζουν ότι υπάρχει μόνο μια ορθή λύση και μια ορθή πολιτική. Ο λαϊκισμός διατείνεται ότι υπάρχει μόνο η αυθεντική βούληση του λαού. Πιο πρόσφατα λαϊκισμός και τεχνοκρατία έχουν αρχίσει να μοιράζονται και χαρακτηριστικά: η τεχνοκρατία έχει αρχίσει να ηθικολογεί («Εσείς οι Έλληνες και οι άλλοι πρέπει να πληρώσετε για τις αμαρτίες σας»), ενώ ο λαϊκισμός έχει αρχίσει να μοιάζει περισσότερο με επιχείρηση (ας θυμηθούμε τον Μπερλουσκόνι και στην Τσεχία την υπόσχεση του Babis να διοικήσει το κράτος όπως διοικεί τις επιχειρήσεις του). Και για τους τεχνοκράτες, λοιπόν, και για τους λαϊκιστές δεν υπάρχει καμία ανάγκη για δημοκρατικό διάλογο. Κατά μια έννοια, και οι δύο τους είναι παράξενα απολίτικοι. Γι’ αυτό και είναι εύλογο να υποθέσουμε ότι ο ένας ανοίγει τον δρόμο για τον άλλο, διότι ο καθένας τους νομιμοποιεί την πεποίθηση ότι δεν υπάρχει στ’ αλήθεια περιθώριο για διαφωνίες. Σε τελική ανάλυση, και ο τεχνοκράτης και ο λαϊκιστής υποστηρίζουν ότι υπάρχει μόνο μια ορθή πολιτική λύση και μόνο μια αυθεντική λαϊκή βούληση [έμφαση δική μου]
Σε έναν όλο και πιο ανοιχτό κόσμο, ωστόσο, η επιλογή δεν θα πρέπει να είναι μόνο μεταξύ δύο αντι-ιστορικών λογικών, του αναπόφευκτου και της αιωνιότητας, το τέλος της ιστορίας ή της επανόδου της ιστορίας, αλλά η επένδυση σε συλλογικούς πολιτικούς και κοινωνικούς σκοπούς έναντι της διάβρωσης της κοινωνίας από την πολιτική του φόβου. Όσο αντιλαλούν και ενισχύουν το αφήγημά τους, οι ηγέτες και οι θεσμοί της ΕΕ περιορίζουν την προοπτική εκδημοκρατισμού και βιωσιμότητας της ΕΕ. Αυτό είναι σαφές σε τρία επίπεδα:
- Στις εκθέσεις και τις προτάσεις που υποβάλλουν τα κράτη-μέλη ή τα θεσμικά όργανα της ΕΕ, η εστίαση στην αντιμετώπιση του ελλείμματος νομιμότητας συνδέεται με την αύξηση των εξουσιών του ΕΚ, τη δημιουργία υπουργού Οικονομίας της ΕΕ, την επιλογή των Επιτρόπων από τα εθνικά κοινοβούλια, την άμεση εκλογή του Προέδρου της Επιτροπής κλπ. Τέτοιες προτάσεις προσπαθούν να την εκδημοκρατίσουν μέσω θεσμικών προτάσεων που προέρχονται «από πάνω» με σκοπό να «ηρεμήσουν» οι λαϊκιστές. Η αναζωογόνηση της ΕΕ, ωστόσο, απαιτεί συναίνεση και δημοκρατικό διάλογο και όχι μόνο επικέντρωση σε θεσμικές καινοτομίες.
- Στη θέση ότι η οικονομική ανάκαμψη θα διαλύσει τις ανησυχίες για το έλλειμμα νομιμότητας της ΕΕ. Η άποψη της Γερμανίας για αύξηση του ελέγχου των προϋπολογισμών της ΕΕ από τις (βόρειες) κυβερνήσεις είναι ενδεικτικός. Ενδεικτική είναι επίσης η θέση εκείνων που επιμένουν ότι η αντικατάσταση του νεοφιλελευθερισμού είναι επείγουσα ανάγκη, και είναι επικεντρωμένη στην αντιπαράθεση και στη «δαιμονολογία» αντί στο να τροφοδοτεί το σύστημα με θετικές προτάσεις μέσω αντιπροσωπευτικών θεσμών[vii].
- Στο επιχείρημα ότι η ΕΕ πρέπει να υιοθετήσει ένα σύνολο «αξιών» που θα διευκολύνει τη νομιμοποίηση της διαδικασίας ολοκλήρωσης. Η θέση αυτή συνδέεται, επίσης, με προτάσεις που θέλουν να εμβαθύνουν και να ενισχύσουν περαιτέρω τα υπερεθνικά θεσμικά όργανα της ΕΕ, καθώς αυτό θα συνέβαλε στην οικοδόμηση μιας ευρωπαϊκής «ταυτότητας». Με άλλα λόγια, ένα ευρωπαϊκό «κράτος» που θα λειτουργεί με βάση τον ανταγωνισμό μεταξύ των ευρωπαϊκών πολιτικών κομμάτων σκοπός των οποίων θα είναι να κερδίσουν τον έλεγχο του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και της Επιτροπής η οποία κατανοείται ως η μοναδική ευρωπαϊκή κυβέρνηση. Μπορεί κάποιος να κατανοήσει την ανάγκη ενός κοινού ευρωπαϊκού δήμου, αλλά αξίες, όπως η ειρήνη, η δικαιοσύνη, η συμφιλίωση και η δημοκρατία, θα μπορούσε να πει κανείς, ότι δεν είναι μόνο γενικές αλλά και όχι ιδιαίτερα «ευρωπαϊκές». Τα εθνικά κράτη δεν μπορούν να καταργηθούν με την υπογραφή ενός κειμένου ή μιας συνθήκης, ούτε είναι δυνατόν, όπως αναφέρθηκε και παραπάνω, να μετατραπούν οι πολίτες τους σε έναν ευρωπαϊκό «λαό» διαχωρισμένο μόνο από τις πολιτικές του πεποιθήσεις (αριστερά ή δεξιά).
Προς αντιμετώπιση της σημερινής κατάστασης, απαιτείται η συμμετοχή των Ευρωπαίων πολιτών στις προκλήσεις του πραγματικού κόσμου. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν απαιτείται βαθύτερη θεσμική ολοκλήρωση. Ίσως, όμως, είναι επιθυμητό η ΕΕ να κάνει ένα βήμα πίσω και να σκεφτεί πώς μπορεί να ενθαρρυνθεί ένας πληρέστερος δημοκρατικός διάλογος προτού υιοθετηθούν τα επόμενα βήματα της ολοκλήρωσης. Κάνοντας ένα τέτοιο βήμα πίσω μπορεί στη συνέχεια να συμβάλλει στην παγίωση των θεμελίων στα οποία στηρίζεται η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση….
Τα κράτη-μέλη έχουν πετύχει έναν εκπληκτικό βαθμό οικονομικής ενοποίησης. Έχουν υπογράψει χιλιάδες σελίδες κανονισμών σε τομείς που καλύπτουν τα πάντα, από την επιστημονική πολιτική, μέχρι την προστασία των καταναλωτών, την καταπολέμηση των διακρίσεων ανάμεσα στα δύο φύλα, τις γονικές παροχές και τα ανθρώπινα δικαιώματα. Επίσης, και αντίθετα από τους κλασικούς διεθνείς οργανισμούς, έχουν δημιουργήσει και ένα Κοινοβούλιο που εκλέγεται από τους πολίτες των κρατών-μελών με άμεση ψηφοφορία και είναι εξοπλισμένο με ευρείες αρμοδιότητες συναπόφασης και ελέγχου. Η διατήρηση αυτών των κεκτημένων αποτελεί το ζητούμενο και ο εκδημοκρατισμός της ΕΕ δεν μπορεί παρά να συντελεστεί μέσα από ένα σύνολο εμπεδωμένων νορμών/αξιών και ευρύτερων διαβουλευτικών διαδικασιών που επανακαθορίζουν τις προτεραιότητες και τις πολιτικές που εφαρμόζονται στο όνομα της ΕΕ.
Αυτό, συνεπάγεται (α) αναγνώριση της «διεθνικής διακρατικής δημοκρατικής αλληλεξάρτησης» της Ευρώπης, (β) ενίσχυση της λειτουργικής ευρωπαϊκής υπερδομής με «εθνική δημοκρατική νομιμότητα», και (γ) εδραίωση τόσο της ευρωπαϊκής όσο και της εθνικής εξουσίας στην «τοπική δημοκρατική νομιμότητα». Η «διεθνική δημοκρατική αλληλεξάρτηση» απαιτεί την ανάγκη εκδημοκρατισμού της περίπλοκης και βαθιάς αλληλοσυνδεσιμότητας τόσο των κρατών-μελών όσο και των Ευρωπαίων πολιτών πέραν των εθνικών συνόρων, όπως επίσης και αναγνώριση του γεγονότος ότι οι δημοκρατίες και όχι μόνο οι οικονομίες αλληλεξαρτώνται και πρέπει να αντιμετωπίζονται υπό αυτή την οπτική. Η «εθνική δημοκρατική νομιμότητα» απαιτεί αποδοχή των εθνικών δημοκρατικών διαδικασιών λογοδοσίας από τους υπερεθνικούς θεσμούς λήψης αποφάσεων. Η «τοπική δημοκρατική νομιμότητα» στην εθνική και ευρωπαϊκή πολιτική απαιτεί τη συμμετοχή των πολιτών – και ιδίως εκείνων που δυσκολεύονται να εκπροσωπηθούν ή να έχουν πρόσβαση σε εθνικές ή ευρωπαϊκές πολιτικές[viii].
Προς το παρόν, η συζήτηση παραμένει αποσυνδεδεμένη από τη λογική αυτή. Την ίδια στιγμή, οι πολιτικές εξελίξεις και δυναμικές, και ειδικότερα αυτές που αφορούν τη σχέση πολιτών, κοινωνιών και κρατών, έχουν υποστεί ουσιαστικές μεταβολές. Ενώ οι πολιτικοί και οι διαμορφωτές αποφάσεων επιμένουν σε θεσμικές και ελεγχόμενες από «τα πάνω» μεταρρυθμίσεις, οι εξελίξεις αποδεικνύουν ότι η μεταβολή των σημερινών προβλημάτων και ο εκδημοκρατισμός της ΕΕ δεν θα πρέπει να στηριχτεί μόνο στη μεταρρύθμιση των οργάνων, όσο επεξεργασμένες και αν είναι, αλλά σε ποικίλους και οριζόντιους διαύλους μέσω των οποίων οι Ευρωπαίοι πολίτες, οι κυβερνήσεις και η ΕΕ θα μπορούν να επικοινωνούν αποτελεσματικότερα και ποιοτικότερα. Η πρόκληση είναι να διασφαλιστεί ότι οι Ευρωπαίοι πολίτες δεν θα επιλέγουν να εκφράζουν τη δικαιολογημένη τους απογοήτευση κατά τρόπο αντιπολιτικό, αλλά κατά τρόπο που θα τροφοδοτεί τη δημοκρατία και τη βιωσιμότητα της ΕΕ.[ix]
Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχουν ή ότι δεν έχουν δημιουργηθεί και δραστηριοποιηθεί κινήματα και κόμματα που υποστηρίζουν τη συνέχεια της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης και την ανάγκη εκδημοκρατισμού της διαδικασίας[x]. Μέχρι στιγμής, όμως, η πολιτικοποίηση της συζήτησης για το μέλλον της ΕΕ καθοδηγήθηκε και διαμορφώθηκε κυρίως από ευρωαρνητικά κινήματα ή κόμματα για τα οποία η Ευρώπη είναι «αόρατη», «δεν υπάρχει», με αποτέλεσμα η όλη συζήτηση να χαρακτηρίζεται από μια απορριπτική διάθεση και απέχθεια για τις ρυθμιστικές και υπερεθνικές αποφάσεις και αρμοδιότητες της ΕΕ. Επίσης, όσο οι πολιτικοί και οι θεσμοί της ΕΕ υιοθετούν μια αφηρημένη αφήγηση για την κρίση, την αφήγηση του αναπόφευκτου, που οφείλεται σε μη ελεγχόμενους παράγοντες της αγοράς ή συμπεριφορές ορισμένων κρατών-μελών, αποκλείουν ή περιορίζουν τη δυνατότητα πολιτών και κινημάτων να ενεργήσουν με θετικές προτάσεις και πρωτοβουλίες.
O λαϊκιστικός ευρωαρνητισμός προκύπτει από υποβόσκουσες πολιτικές, οικονομικές, κοινωνικές και τεχνολογικές αλλαγές που δεν μπορούν να αντιστραφούν ή να αντιμετωπιστούν από τη μια στιγμή στην άλλη. Ενδέχεται, μάλιστα, να γίνουν και πιο εμφανείς. Που σημαίνει ότι ο ευρωαρνητισμός θα παραμείνει ένας σταθερός πόλος της ευρωπαϊκής πολιτικής ζωής για μεγάλο διάστημα. Οι ευρωπαϊκές κοινωνίες που χαρακτηρίζονται από υψηλά επίπεδα πόλωσης μπορούν εύκολα να επηρεαστούν ακόμα περισσότερο από τις υπεραπλουστευτικές διαιρετικές και διχοτομικές λογικές των λαϊκιστών. Ο λαϊκιστικός ευρωαρνητισμός αποτελεί εδραιωμένη τάση που χρήζει περισσότερης ανάλυσης και ουσιαστικής αντιμετώπισης από τα πολιτικά συστήματα τα κράτη-μέλη και τους θεσμούς της ΕΕ[xi]. Με ανοίγματα στους πολίτες και την κοινωνία πολιτών και τη συμμετοχή τους στην επίλυση κρίσιμων ζητημάτων του σήμερα. Το ζητούμενο, όμως, δεν θα πρέπει να περιοριστεί μόνο σε επίπεδο αντιλήψεων. Απαιτείται και ουσία που θα ενισχύσει και το επίπεδο της εμπιστοσύνης.
Αυτό απαιτεί:
- Ανάπτυξη ενός νέου λόγου που δεν χαρακτηρίζεται από την επιμονή των κρατών-μελών στις εθνικές λογικές, αλλά χαρακτηρίζεται από μια ευρωπαϊκή «οπτική»: αναγνώριση των προβλημάτων και των αλλαγών που συμβαίνουν σε ευρωπαϊκό επίπεδο, αλλά και ανάλυση του τρόπου με τον οποίο συμβάλλουν στην αναδιαμόρφωση της αποστολής των εσωτερικών και περιφερειακών/διεθνών εξελίξεων.
- Τη διαμόρφωση και υιοθέτηση πλουραλιστικής και διαβουλευτικής δυναμικής. Η ολοκλήρωση πρέπει να βασίζεται σε διακοινωνικές και όχι μόνο σε διακυβερνητικές διαπραγματεύσεις και συμφωνίες.
- Τη διαμόρφωση μιας στρατηγικής διαλεκτικής επικοινωνίας για τη χάραξη πολιτικής. Δεδομένου ότι η επικοινωνία επικεντρώνεται κυρίως στη σφυρηλάτηση πολιτισμικών και εκπαιδευτικών δεσμών και σχέσεων, και στην προώθηση συγκεκριμένων αξιών, αλλά όχι πολιτικών, η ΕΕ οφείλει να την επαναπροσδιορίζει κατά δύο κρίσιμους τρόπους. Πρώτον, να την κατευθύνει στην ενασχόληση με τα πιο σημαντικά εσωτερικά και εξωτερικά ζητήματα και, δεύτερον, προς την ανάληψη και αξιοποίηση διαλεκτικών διαδικασιών, με στόχο να (α) ενθαρρύνει και να ενισχύσει τη συμμετοχή της κοινωνίας πολιτών αναφορικά με τα κυρίαρχα, θεμελιωδώς πολιτικά, ζητήματα της σημερινής εποχής (περιβάλλον, ανάπτυξη, παγκόσμια διακυβέρνηση, τρομοκρατία κ.ά.) και να (β) ενισχύσει τόσο τη νομιμοποίηση και αποδοχή, όσο και την αποτελεσματικότητα της ΕΕ και των κρατών-μελών της στη διαχείριση των σημερινών προβλημάτων.
Σύμφωνα με τον Βούλγαρη[xii],
Οι άνθρωποι μαθαίνουν από την Ιστορία. Και η ευρωπαϊκή ενοποίηση έχει τις προϋποθέσεις και τη δυναμική να επιβιώσει, ακόμα και αν περάσει μια περίοδο σύγχυσης και αστάθειας. Με άλλα λόγια, η Ευρώπη, ως «δεδομένη κατάσταση» ή ακόμα και σαν «αναγκαίο κακό», αποτελεί μέρος των μελλοντικών λύσεων, παρά βάρος από το οποίο οι πολίτες και τα κράτη-μέλη ζητούν να απαλλαγούν.
Για να συμπληρώσει ότι
Η αντοχή της «υπαρκτής Ευρώπης» δεν οφείλεται μόνο στο υψηλό και απροσδιόριστο οικονομικό κόστος της ενδεχόμενης διάλυσης. Πηγάζει από το ότι είναι βιωμένη και αυτονόητη συνθήκη της καθημερινής ζωής των ευρωπαίων πολιτών. Οι επάλληλες κρίσεις δεν προκαλούν μόνο αποκλίσεις και εθνοκρατικές αναδιπλώσεις. Αυξάνουν τη συνείδηση της αλληλεξάρτησης, της κοινότητας των προβλημάτων, και την αδυναμία των μεμονωμένων λύσεων από τα ευρωπαϊκά κράτη, τα οποία στην παγκόσμια κλίμακα, είναι μικρής ή μεσαίας ισχύος. Πολλοί υποστηρίζουν ότι οι κίνδυνοι διάλυσης πηγάζουν από το ότι η ΕΕ δεν έχει τις προϋποθέσεις να αντιμετωπίσει ταυτόχρονα περισσότερες της μίας κρίσεις. Είναι ένα αυθαίρετο επιχείρημα, εξίσου πειστικό με το αντίθετό του, ότι δηλαδή η πολυπλοκότητα και η δραματικότητα των προβλημάτων θα αναβαθμίσει τις ικανότητες επίλυσής τους. Το σίγουρο είναι ότι για να το κάνει αυτό η ΕΕ θα χρειαστεί να αναμορφώσει τις προτεραιότητές της και τις ιεραρχήσεις των στόχων... Σε κάθε περίπτωση, τα προβλήματα αυτά δεν αντιμετωπίζονται με την οικονομίστικη μέθοδο ενοποίησης. Και η αναδίπλωση στα εθνικά κράτη θα είχε σίγουρα μεγαλύτερο κόστος και τελείως αβέβαια αποτελέσματα.
Είναι σύνηθες η προσπάθεια αντιμετώπισης συγκεκριμένων προβλημάτων να οδηγεί στην ανάδυση συγκεκριμένων λύσεων και πρακτικών, καθώς και ιδεών, πεποιθήσεων και υποθέσεων εργασίας που σχηματίζουν το υπόβαθρο και πλαίσιο που κατευθύνει τον τρόπο ενατένισης του κόσμου και επίλυσης των προβλημάτων στο διηνεκές. Το σύνολο των ιδεών αυτών που συνδέονται λογικά μεταξύ τους αποκαλούμε παράδειγμα. Η κατάσταση αυτή, αν και εύλογη πολλές φορές οδηγεί στο παράδοξο να επιχειρούμε να αντιμετωπίσουμε σύγχρονες προκλήσεις με πρότερα σχήματα, και καταλήγει συχνά σε ιδεολογικές αγκυλώσεις. Τούτο ισχύει, για παράδειγμα, στην κατευθυντήρια γραμμή της πολιτικής και της οικονομίας, στην απροβλημάτιστη παραδοχή δηλαδή ότι η μεγέθυνση της οικονομίας αποτελεί πανάκεια και ότι η απουσία της ισοδυναμεί με μια διαρκή προβληματική κατάσταση. Ενώ η μεγέθυνση της οικονομίας αποτελούσε δικαιολογημένα στόχο των ευρωπαϊκών κοινωνιών μετά το 1945, σήμερα αποτυγχάνει να επιλύσει τα προβλήματα της φτώχειας, των ανισοτήτων και της ανεργίας, αφετέρου δημιουργεί μείζονες οικολογικές ζημίες που βλάπτουν την ανθρώπινη ευημερία και μειώνουν, σε αρκετές περιπτώσεις, την ευρωστία της οικονομίας. Επίσης, σε έναν παγκοσμιοποιημένο κόσμο, όπως αποδεικνύει η πρόσφατη εμπειρία, πέρα από τα προβλήματα που δημιουργούνται από την ελεύθερη διακίνηση κεφαλαίων και προϊόντων, υπάρχουν βαθύτερες και μεγαλύτερες κρίσεις, όπως η μετανάστευση και η τρομοκρατία[xiii]. Απαιτείται, λοιπόν, η διαμόρφωση μιας στρατηγικής που απο-εγκλωβίζει την Ευρωπαϊκή Ένωση, που ανοίγει δρόμους για μια «ευρωφιλική» αλλά μη τεχνοκρατική, μη λαϊκιστική λογική.
[i] FrançoisHartog (2014) Καθεστώτα Ιστορικότητας. Παροντισμός και Εμπειρίες του Χρόνου. Εκδόσεις Αλεξάνδρεια, σ. 10-11.
[ii] Runciman, David (2016) Πολιτική: Μια μικρή ιστορία. Εκδόσεις Πατάκης.
[iii] T. Snyder (2017) Απέναντι στην Τυραννία. 20 μαθήματα από τον 20ο αιώνα. Αθήνα, Παπαδόπουλος, σ. 105-111.
[iv]Kaldor, M. (ed.) 2015 Subterranean Politics in Europe. Basingstoke, PalgraveMacmillan
[v] Α. Πανταζόπουλος (2017) Ο εξτρεμισμός και τα είδωλά του. Θεσσαλονίκη: Επίκεντρο, σς.63-64.
[vi] J. W. Muller (2017) Τι είναι ο λαϊκισμός; Αθήνα, Πόλις, σσ.152-154.
[vii] Σεβαστάκης, N. (2016) Φαντάσματα του καιρού μας. Αριστερά, Κριτική, Φιλελεύθερη Δημοκρατία. Εκδόσεις Πόλις.
[viii]Kalypso Nicolaidis & Richard Youngs (2014) Europe’s democracy trilemma, International Affairs, 90(6): 1408-1409.
[ix]Βλ. ειδική έκδοση του Journal of European Public Policy Τhe Representative Turn in EU Studies, 2013 20(2), ειδικότερα Sandra Kröger & David Friedrich, Introduction: The Representative Turn in EU Studies, σ. 155-70.
[x]M. Pianta (2013) Democracy Lost: The Financial Crisis in Europe and the Role of Civil Society, Journal of Civil Society 9(2):148-161.
[xi]Mary Kaldor & Sabine Selchow (2012) The ‘Bubbling Up’ of Subterranean Politics in Europe, Working Paper, Civil Society and Human Security Research Unit London School of Economics and Political Science.
[xii] Γ. Βούλγαρης (2016) Θα διαλυθεί η ΕΕ; Μεταρρύθμιση, 4 Μαρτίου http://metarithmisi.gr/θα-διαλυθεί-η-ευρωπαϊκή-ένωση/
[xiii] Φίλιππος Προέδρου (2014) Ανάπτυξη και Ευημερία στον 21ο αιώνα. Θεσσαλονίκη, iWrite.