Σύνδεση συνδρομητών

Πολιτική βία

Κυριακή, 27 Μαϊος 2018 10:17
Σεπτέμβριος 1989. Ο πρωθυπουργός Κωνσταντίνος Μητσοτάκης, μετά τη λιτή ομιλία του ύστερα από τη δολοφονία του Παύλου Μπακογιάννη, με την οποία ζήτησε από όλες τις πολιτικές δυνάμεις να προστατεύσουν τη δημοκρατία και τους θεσμούς της, δέχεται τα συλλυπητήρια του αρχηγού της αξιωματικής αντιπολίτευσης, Ανδρέα Παπανδρέου. Λίγο πριν, τον Μητσοτάκη είχαν χειροκροτήσει με θέρμη οι ιστορικοί ηγέτες της Αριστεράς, Χαρίλαος Φλωράκης και Λεωνίδας Κύρκος.
YouTube
Σεπτέμβριος 1989. Ο πρωθυπουργός Κωνσταντίνος Μητσοτάκης, μετά τη λιτή ομιλία του ύστερα από τη δολοφονία του Παύλου Μπακογιάννη, με την οποία ζήτησε από όλες τις πολιτικές δυνάμεις να προστατεύσουν τη δημοκρατία και τους θεσμούς της, δέχεται τα συλλυπητήρια του αρχηγού της αξιωματικής αντιπολίτευσης, Ανδρέα Παπανδρέου. Λίγο πριν, τον Μητσοτάκη είχαν χειροκροτήσει με θέρμη οι ιστορικοί ηγέτες της Αριστεράς, Χαρίλαος Φλωράκης και Λεωνίδας Κύρκος.

Σήμερα, είναι γεγονός ότι η πολιτική βία έχει νομιμοποιηθεί πλήρως στο κοινωνικό σώμα. Η μεν ακροαριστερή βία έχει την πολιτική κάλυψη του ΣΥΡΙΖΑ (αλλά και της ΛΑΕ, της Πλεύσης Ελευθερίας κ.λπ.), η δε ακροδεξιά βία έχει την πολιτική κάλυψη των ΑΝΕΛ και της Χρυσής Αυγής (και όχι μόνον). Σκέψεις με αφορμή την επίθεση κατά του δημάρχου Θεσσαλονίκης, Γιάννη Μπουτάρη.

Από την μεταπολίτευση μέχρι την δεκαετία του 2000, η πολιτική βία υπήρξε καταδικαστέα από όλα τα κοινοβουλευτικά κόμματα. Η εποχή του μετεμφυλιακού κράτους (και παρακράτους) της Δεξιάς, που είχε ρημάξει τους αριστερούς και τους συνοδοιπόρους τους, φαινόταν πως είχε παρέλθει οριστικά. Η νομιμοποίηση του ΚΚΕ από την πρώτη μεταπολιτευτική κυβέρνηση επέδρασε καταλυτικά στο κοινωνικό σώμα και αποτελούσε το πρώτο γενναίο βήμα προς την εθνική συμφιλίωση, η οποία ολοκληρώθηκε ουσιαστικά με την άνοδο του ΠΑΣΟΚ στην εξουσία. Μπορεί να υπήρχαν πολιτικά πάθη, πολλές φορές έντονα, αλλά πάντως αυτά περιορίστηκαν εντός των θεμιτών πολιτικών ορίων. Κανένα κοινοβουλευτικό κόμμα δεν διανοήθηκε ποτέ να προτρέψει τους ψηφοφόρους του σε άσκηση βίας κατά των πολιτικών του αντιπάλων.

Κατά την πρώτη περίοδο της μεταπολίτευσης, η πολιτική βία προερχόταν –κυρίως– από διάφορες ολιγομελείς συσσωματώσεις που ανήκαν στον χώρο της Aκροαριστεράς, οι οποίες αυτοπροσδιορίζονταν ως λαϊκές, αναρχικές, αντιεξουσιαστικές, ριζοσπαστικές ή επαναστατικές. Οι οργανώσεις αυτές αυτοαναγορεύονταν σε εκφραστές της απόλυτης αλήθειας και προέβαιναν συστηματικά σε εγκληματικές πράξεις προκειμένου να τιμωρήσουν τους (κατά την κρίση τους) καπιταλιστές που έπιναν το αίμα του ελληνικού λαού. Μετά την κατάρρευση του Τείχους του Βερολίνου και την διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης (1989-1991), όταν η Ελλάδα έγινε για πρώτη φορά χώρα υποδοχής μεταναστών από τις χώρες του πρώην ανατολικού μπλοκ, η κατάσταση χειροτέρευσε. Πλάι στις ολιγομελείς συσσωματώσεις που ανήκαν στο χώρο της Aκροαριστεράς, οι οποίες συνέχιζαν ακάθεκτες την δράση τους, εμφανίστηκαν άλλες ολιγομελείς συσσωματώσεις που ανήκαν στον χώρο της Aκροδεξιάς, με έντονα φασιστικά, ναζιστικά, εθνικιστικά, ρατσιστικά και ξενοφοβικά χαρακτηριστικά. Οι οργανώσεις αυτές αυτοαναγορεύονταν σε προστάτες του ελληνικού αίματος και προέβαιναν συστηματικά σε εγκληματικές πράξεις προκειμένου να τιμωρήσουν τους (κατά την κρίση τους) επιμολυντές που απειλούσαν την καθαρότητα του ελληνικού λαού.

Σε όλες τις παραπάνω περιπτώσεις, παρά το γεγονός ότι οι εγκληματικές πράξεις που προέρχονταν από τα άκρα του πολιτικού φάσματος είχαν πολλές φορές τη σιωπηλή (ή όχι και τόσο σιωπηλή) αποδοχή ενός σημαντικού τμήματος της κοινής γνώμης, ωστόσο ποτέ δεν είχαν την πολιτική κάλυψη των κοινοβουλευτικών κομμάτων της εποχής. Εμβληματική παραμένει πάντα η εικόνα των ιστορικών ηγετών του Συνασπισμού της Αριστεράς και της Προόδου, Χαρίλαου Φλωράκη και Λεωνίδα Κύρκου, οι οποίοι, μετά τη δολοφονία του Παύλου Μπακογιάννη, χειροκροτούσαν τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη που δήλωνε συγκινημένος στην Βουλή των Ελλήνων (26/9/1989):

Πρέπει όμως, αυτήν την ώρα της μεγάλης δοκιμασίας, να σταθούμε όλοι μας όρθιοι. Να προστατεύσουμε την δημοκρατία και τους θεσμούς της. Σε ό,τι με αφορά, εγώ μια ευχή έχω να εκφράσω: να ’ναι το αίμα του Παύλου Μπακογιάννη το τελευταίο αίμα που χύνεται άδικα σ’ αυτόν τον τόπο.

Ήταν μία από τις πολλές φορές που ο πολιτικός κόσμος της χώρας έσωζε την συνείδηση της κοινωνίας.

Η κατάσταση άρχισε να αλλάζει σταδιακά τη δεκαετία του 2000. Κατά τη διάρκεια της δίκης των φερομένων ως μελών της εγκληματικής οργάνωσης ΕΟ 17 Νοέμβρη, ηγετικά στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ κατέθεταν ως μάρτυρες υπεράσπισης όχι εάν οι κατηγορούμενοι ήταν ή δεν ήταν μέλη της εγκληματικής οργάνωσης ούτε εάν οι κατηγορούμενοι προέβησαν ή δεν προέβησαν στις εγκληματικές πράξεις για τις οποίες κατηγορούνταν, αλλά ότι επρόκειτο για μία «δίκη φρονημάτων» και ότι οι κατηγορούμενοι ήταν «γνήσιοι λαϊκοί αγωνιστές με ευγενή πολιτικά κίνητρα». Κατά τη διάρκεια των γεγονότων που ακολούθησαν τη δολοφονία του Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου, τον Δεκέμβριο 2008, όταν ο αρμόδιος υπουργός Προκόπης Παυλόπουλος αποφάσισε να εκχωρήσει το μονοπώλιο της κρατικής βίας στον όχλο και η Αθήνα καιγόταν επί μέρες (πράξη για την οποία ανταμείφθηκε πλουσιοπάροχα αργότερα), ο ΣΥΡΙΖΑ υπερασπιζόταν με πάθος τους εξεγερμένους διαδηλωτές που προέβαιναν σε πρωτοφανείς καταστροφές στο κέντρο της πρωτεύουσας. Σε πρόσφατη ανακοίνωσή του, μάλιστα, ο ΣΥΡΙΖΑ ανέφερε ότι «ο Δεκέμβρης του 2008 υπήρξε μια νεανική κραυγή για δημοκρατία, κοινωνική δικαιοσύνη, αλληλεγγύη, για μια καλύτερη ζωή χωρίς φόβο» (6/12/2017), ως εάν ζούσαμε μέχρι τότε σε κάποια χώρα χωρίς δημοκρατία και υπό καθεστώς φόβου, όπως π.χ. στη Βενεζουέλα του Μαδούρο ή στην Κούβα του Κάστρο.

Ιστορικά, ο Συνασπισμός της Αριστεράς και της Προόδου (ΣΥΝ) που ιδρύθηκε το 1989 και διασπάστηκε το 1991, ο οποίος μετεξελίχθηκε αργότερα σε Συνασπισμό της Αριστεράς, των Κινημάτων και της Οικολογίας (ΣΥΝ), εξέφραζε πάντοτε το πολιτικό ρεύμα της ανανεωτικής Αριστεράς (ευρωαριστεράς) που εκφραζόταν παλαιότερα από το ΚΚΕ Εσωτ. που μετεξελίχθηκε σε Ελληνική Αριστερά (ΕΑΡ). Τηρούσε έναν αταλάντευτο φιλοευρωπαϊκό προσανατολισμό, σεβόταν απαρέγκλιτα τους δημοκρατικούς θεσμούς και ήταν συνεπής φορέας των αξιών του πολιτικού φιλελευθερισμού, του κράτους δικαίου, της διάκρισης των εξουσιών, της ανεξαρτησίας της δικαιοσύνης, της ελευθερίας της έκφρασης κ.λπ. Κατά τη δεκαετία του 2000, όμως, αυτό έπαψε σταδιακά να ισχύει. Η διεύρυνσή του με διάφορες σταλινικές, τροτσκιστικές, μαοϊκές κ.λπ. κινήσεις και η μετεξέλιξή του σε Συνασπισμό Ριζοσπαστικής Αριστεράς (ΣΥΡΙΖΑ) είχε ως αποτέλεσμα την ιδεολογική του μετατόπιση από το χώρο της ανανεωτικής Αριστεράς στον χώρο της κινηματικής (αντισυστημικής) Αριστεράς. Ο ΣΥΡΙΖΑ άρχισε να χαϊδεύει τα αυτιά των πάσης φύσεως ακροαριστερών κινήσεων που ονειρεύονταν «ένοπλες πάλεις» και «αντάρτικα πόλεων», ενώ ταυτόχρονα έκλεινε το μάτι με νόημα σε όσους ασκούσαν βία με αριστερό πρόσημο. Το πολιτικό ρεύμα της ανανεωτικής Αριστεράς έπαψε πλέον να εκφράζεται από τον ΣΥΡΙΖΑ και άρχισε να ασφυκτιά μέσα σε ένα κόμμα όπου συνυπήρχαν από σταλινικοί μέχρι τροτσκιστές και μαοϊκοί, γεγονός που οδήγησε το 2010 στην απόσχισή του και στη δημιουργία της Δημοκρατικής Αριστεράς (ΔΗΜΑΡ).

Ωστόσο, η νομιμοποίηση της πολιτικής βίας δεν είχε συντελεστεί ακόμη σε όλο της το εύρος. Αυτή συνετελέσθη λίγο αργότερα, με την απροκάλυπτη ώσμωση μεταξύ ΣΥΡΙΖΑ, ΑΝΕΛ και Χρυσής Αυγής στην (Άνω και Κάτω) Πλατεία Συντάγματος, κατά τη διάρκεια των συγκεντρώσεων των «αγανακτισμένων» πολιτών. Τότε, ΣΥΡΙΖΑ, ΑΝΕΛ και Χρυσή Αυγή, δρώντας από κοινού και εκ συμφώνου, σε αγαστή συνεργασία μεταξύ τους, έστηναν κρεμάλες, απειλούσαν με νέο Γουδί, εκφωνούσαν κηρύγματα μίσους, προπηλάκιζαν τους υπουργούς της κυβέρνησης, στοχοποιούσαν τους πολιτικούς τους αντιπάλους ως δωσίλογους, προσκυνημένους, γερμανοτσολιάδες και προδότες, κατήγγελλαν κοινοβουλευτικά πραξικοπήματα, καλούσαν τον ελληνικό λαό σε εξέγερση και σε γενικευμένη ανυπακοή κατά των νόμων που ψηφίζονταν από τη Βουλή των Ελλήνων, απαξίωναν τη δημοκρατία και τους θεσμούς της, διέλυαν τον κοινωνικό ιστό και προκαλούσαν συνθήκες πρωτοφανούς χάους. Και όλα αυτά γιατί; Διότι οι προδοτικές κυβερνήσεις εκείνης της περιόδου εφάρμοζαν την ίδια ακριβώς πολιτική που εφαρμόζει η σημερινή υπερήφανη κυβέρνηση των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ! Μάλιστα, η απροκάλυπτη ώσμωση μεταξύ ΣΥΡΙΖΑ, ΑΝΕΛ και Χρυσής Αυγής έφτασε σε τέτοιο σημείο αγαστής συνεργασίας μεταξύ τους ώστε, όχι μόνον απέφερε το διεθνώς πρωτότυπο κυβερνητικό σχήμα των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ (για το οποίο παραμιλάει όλη η Ευρώπη), αλλά επιπροσθέτως η πρόεδρος της Βουλής Ζωή Κωνσταντοπούλου έθεσε με δική της πρωτοβουλία θέμα ακυρότητας των νόμων που ψηφίστηκαν χωρίς την παρουσία των προφυλακισμένων βουλευτών της Χρυσής Αυγής και διαφώνησε τόσο με την αναστολή της χρηματοδότησης της Χρυσής Αυγής όσο και με την άρση της ασυλίας των βουλευτών της για τις εγκληματικές πράξεις που φέρονται να έχουν διαπράξει.

Σήμερα, είναι γεγονός ότι η πολιτική βία έχει νομιμοποιηθεί πλήρως στο κοινωνικό σώμα. Η μεν ακροαριστερή βία έχει την πολιτική κάλυψη του ΣΥΡΙΖΑ (αλλά και της ΛΑΕ, της Πλεύσης Ελευθερίας κ.λπ.), η δε ακροδεξιά βία έχει την πολιτική κάλυψη των ΑΝΕΛ και της Χρυσής Αυγής (και όχι μόνον). Προ ημερών (19/5/2018), κάποιοι δράστες επιτέθηκαν, ξυλοκόπησαν, εξύβρισαν και τραυμάτισαν το δήμαρχο Θεσσαλονίκης Γιάννη Μπουτάρη επειδή διαφωνούσαν με τις απόψεις του. Εν συνεχεία, ο πρωθυπουργός προέβη στην ακόλουθη ανάρτηση στην επίσημη πρωθυπουργική σελίδα του Twitter: «Αυτοί που επιτέθηκαν στον Δήμαρχο Θεσσαλονίκης, Γιάννη Μπουτάρη, δεν είναι ούτε αγανακτισμένοι πολίτες, ούτε συγκεντρωμένο πλήθος. Είναι απλά ακροδεξιοί τραμπούκοι που πρέπει να βρεθούν άμεσα αντιμέτωποι με τις συνέπειες των πράξεών τους», υπονοώντας εμμέσως πλην σαφώς πως, εάν είχαν επιτεθεί αγανακτισμένοι πολίτες ή συγκεντρωμένο πλήθος, τότε όλα θα ήταν καλά και όμορφα και δεν θα χρειαζόταν να λογοδοτήσουν για τις πράξεις τους. Βεβαίως, οι δράστες δεν έμειναν χωρίς πολιτική κάλυψη, αφού διάφοροι αυτόκλητοι παράγοντες της Ακροδεξιάς (Χρυσή Αυγή, Παναγιώτης Ψωμιάδης, Γιώργος Καρατζαφέρης, Κυριάκος Βελόπουλος, Φαήλος Κρανιδιώτης κ.λπ.) έσπευσαν να την προσφέρουν απλόχερα.

Ήγγικεν η ώρα, λοιπόν, να θυμηθούμε τα λόγια του Τίμοθυ Σνάιντερ:

Ξεχωρίστε από το πλήθος. Κάποιος πρέπει να το κάνει. Κάποιος πρέπει να υψώσει το ανάστημά του. Είναι εύκολο να ακολουθούμε τη μάζα. Ενδέχεται να αισθανθούμε παράξενα αν κάνουμε ή αν πούμε κάτι διαφορετικό. Όμως χωρίς αυτήν την αμηχανία, αυτήν την εσωτερική αναστάτωση, δεν υπάρχει ελευθερία...» (Απέναντι στην τυραννία - 20 μαθήματα από τον 20ό αιώνα, μετάφραση: Κατερίνα Σχινά, Παπαδόπουλος, Αθήνα 2017, σελίδα 45).

Προσθήκη σχολίου

Όλα τα πεδία είναι υποχρεωτικά. Ο κώδικας HTML δεν επιτρέπεται.