[...] Γ.Κ.: Αυτό που έκανε τότε το Κολλέγιο ήταν πρωτοποριακό. Γυρνούσε μια επιτροπή καθηγητών σε σχολεία της επαρχίας. Έκανε τοπικούς διαγωνισμούς και έπαιρνε τους καλύτερους, τους οποίους φρόντιζε οικονομικά καθ’ όλη τη διάρκεια των σπουδών τους, στα πάντα. Οπότε συνυπήρχαν τα παιδιά των εφοπλιστών του Λονδίνου, που είχαν τα παιδιά τους εσώκλειστα στο Κολλέγιο, με φτωχόπαιδα, που μπορεί να ήταν ακόμη κι από χωριά που δεν είχαν ηλεκτρικό ρεύμα – παράδειγμα ο Στεβής από ένα χωριό της Χίου, δεν ξέρω αν το 1963 είχε πάει ηλεκτρικό ρεύμα στο χωριό του. Έτσι γινόταν και με παιδιά της μεσαίας τάξης, όπως εγώ, που ο πατέρας μου ήταν καπετάνιος. Όλο αυτό είχε μια σημασία. Επειδή το σχολείο λειτουργούσε αξιοκρατικά και επειδή αυτοί που είχαν έρθει με σκληρό διαγωνισμό ήταν έξυπνοι και καλοί μαθητές, αυτομάτως κέρδιζαν τον σεβασμό – και έτσι εξουδετερωνόταν η όποια ταξική διαφορά.
Η.Κ.: Σε αυτό το περιβάλλον πολιτικοποιηθήκατε;
Στ.Τσ.: Ναι. Όμως η δικτατορία ήταν τρομερό πράγμα...
Η.Κ.: Εκφραζόσασταν ελεύθερα στο κολλέγιο;
Στ.Τσ.: Αυτό που, κατά τη γνώμη μου, έκανε την διαφορά ήταν ότι επρόκειτο για ένα σχολείο που σε έβαζε να σκεφτείς. Αυτά που έπαιζαν ρόλο για να είναι κάποιος αγαπητός ή να έχει κύρος ήταν η εξυπνάδα, η συγκρότηση του καθενός, όχι άλλα πράγματα. Όμως, προσωπικά, με τη δικτατορία και με τη διάχυτη αίσθηση ότι για όλα φταίγανε οι Αμερικάνοι, έφυγα από το Κολλέγιο και δεν ξαναπάτησα. Ίσως πάω τώρα, μου τηλεφώνησαν τις προάλλες να πάω εκεί να κάνω μια διάλεξη. Ε, αυτά με το Κολλέγιο. Με πολλούς από το Κολλέγιο ήμασταν στον αντιδικτατορικό αγώνα. Θα βγάλει ένα βιβλίο τώρα ο Σωτήρης Βαλντέν. Τους έχει όλους.
Η περιπέτεια του Πολυτεχνείου
Η.Κ.: Ήσουν οργανωμένος στο ΚΚΕ εσωτερικού και στον Ρήγα Φεραίο. Μέσα στη δικτατορία, τι αντίληψη είχατε για το καθεστώς;
Στ.Τσ.: Ότι ήταν ύψιστο κακό. Ότι ήταν το ύψιστο κακό, γι’ αυτό αγωνιστήκαμε να πέσει. Η δικτατορία ήτανε, πώς να το πω, εγγενές κακό. Δεν χωρούσε συζήτηση επ’ αυτού.
Η.Κ.: Υπήρχε στρατηγική για το μετά; Πώς θα συμβάλατε στην οικοδόμηση της δημοκρατίας αν έπεφτε η δικτατορία...
Στ.Τσ.: Νομίζω, αυτό δεν υπήρχε. Εμείς, τότε, λέγαμε ότι θέλουμε, μετά, μια κυβέρνηση από όλα τα κόμματα, που θα διαχειριζόταν ουσιαστικά τη δημοκρατία.
Γ.Κ.: Τη μετάβαση.
Στ.Τσ.: Τη μετάβαση, ναι. Αλλά όχι μόνο τη μετάβαση. Χρειαζόταν μια κυβέρνηση να φτιάξει ένα πλαίσιο. Σε αυτές τις προσπάθειες, που γίνονταν κυρίως στο εξωτερικό, εμείς πάντα ήμασταν υπέρ. Αυτός που τις σαμποτάριζε ήταν ο Ανδρέας Παπανδρέου.
Η.Κ.: Δοσοληψίες με την αστυνομία είχες;
Στ.Τσ.: Δεν είχα ποτέ. Μόνο όταν με πιάσανε.
Η.Κ.: Πότε σε πιάσανε;
Στ.Τσ.: Στην ημερομηνία πάντα κάνω λάθος. Πρέπει να ήτανε τον Αύγουστο, αρχές Αυγούστου του 1973. Ήμασταν σπίτι, τρώγαμε με φίλους. Ήρθανε αστυνομικοί και επειδή βρήκαν την πόρτα ανοιχτή ανέβηκαν επάνω και μας διέκοψαν το φαγητό.
Γ.Κ.: Έγκλημα θανάσιμο για τον Τσακυράκη. Να του διακόψουν το φαγητό!
Η.Κ.: Έφαγες ξύλο;
Στ.Τσ.: Ξύλο; Μπα! Μετά ήταν η ώρα της ΕΑΤ-ΕΣΑ, όπου ως γνωστόν δεν ακουμπούσαν κανέναν. (γελούν). Ο πατέρας μου είχε πλάκα: «Γιατί σε πήραν;» «Ε» , λέω, «κατά λάθος». «Επειδή είσαι φίλος του Μπίστη». «Ε, γι’ αυτό».
Η.Κ.: Άλλα στο Πολυτεχνείο ήσουνα μέσα...
Στ.Τσ.: Φυσικά ήμουνα μέσα. Δεν ήμουν απλώς μέσα στο Πολυτεχνείο. Στο Πολυτεχνείο ήμουνα ο υπεύθυνος του Ρήγα. Είχα φτάσει από το στρατό, διότι ήμουνα στρατευμένος, μετά τη σύλληψή μου με έστειλαν να κάνω θητεία. Όταν έφτασα εδώ και πήγα στην οργάνωση, τους άκουγα να λένε κάτι ανάλογα με ό,τι λέει σταθερά το ΚΚΕ, ότι την κατάληψη έχουν κάνει οι αριστεριστές, ότι πρόκειται για μια περίεργη εξέγερση. Εγώ τους είπα: «είστε με τα καλά σας; Έχουμε τέτοιο γεγονός και θα μου λέτε, μου ξου ψου; Όλοι μέσα! Όλος ο Ρήγας μέσα στο Πολυτεχνείο». Και όντως, όλοι ήταν μέσα. Γι’ αυτό άλλωστε η αντιπροσώπευσή μας στις επιτροπές ήταν δυσανάλογη με τις δυνάμεις μας. Η ΚΝΕ δεν συμμετείχε. Το ΠΑΣΟΚ δεν υπήρχε. Στο Πολυτεχνείο, λοιπόν, βρέθηκαν οι αριστεριστές και εμείς.
Γ.Κ.: Δεν μιλάς για αυτά τα γεγονότα, συνήθως.
Στ.Τσ.: Ναι, και ίσως γι’ αυτό έχουν... ξεχάσει (μιλάει γελώντας) μερικοί την παρουσία μου. Πάντως, εκείνες τις μέρες στο Πολυτεχνείο δεν κοιμήθηκα καθόλου. Τρεις μέρες και τρεις νύχτες. Το βράδυ που βγήκαμε και πήγαμε σε ένα διαμέρισμα, έπεσα κάτω και κοιμήθηκα σαν ξερός. Πρέπει να ροχάλιζα δυνατά. Ήταν και μια κοπέλα μαζί μας, η οποάι αργότερα είπε: «τέτοια κτηνωδία δεν έχουμε ξαναδεί, να βγαίνεις από το Πολυτεχνείο με τα τανκς τριγύρω, να σε χτυπούν οι ασφαλίτες και εσύ μετά να πηγαίνεις και να κοιμάσαι». Ε, βέβαια, να κοιμάμαι. Τόσες ήταν οι δυνάμεις μου. Τι να κάνουμε. [...]