Η παραπάνω αριστοτελική θεώρηση σχετικά με τη ρητορική επιχειρηματολογία δεν καθιστά συλλήβδην το ρητορικό λόγο ολισθαίνοντα στη δημαγωγία. Ως εκ τούτου, ο πολιτικός λόγος, ένας λόγος ρητορικός, εμφανίζεται να καθορίζεται από τον ομιλητή του ανάλογα με το προσδωκόμενο αποτέλεσμα. Πολύ συχνά τα όσα εκφέρει δεν πηγάζουν από την ιδιαίτερη θέση του πολιτικού προσώπου, αλλά από το σκόπιμο υπολογισμό της κοινής γνώμης, καθιστώντας τον με αυτόν τον τρόπο ένα λόγο συγκαταβατικό και υποστηρικτικό στις ψυχολογικές ανάγκες του ακροατηρίου. Υπάρχουν, όμως, και οι περιπτώσεις εκείνες στις οποίες ο πολιτικός ηγέτης καλείται να επιστρατεύσει τη ρητορική του δεινότητα για να πείσει για το αληθές και το συμφέρον των πολιτών του, μακρία από κολακείες και διάθεση δημαγωγικής χειραγώγησης, αδιαφορώντας πλήρως για το πολιτικό του κόστος.
Τα αποτελέσματα των δύο εθνικών εκλογών του προπερασμένου χρονου επιβεβαίωσαν περίτρανα τη ρητορική δεινότητα των σημερινών κυβερνόντων, εγκαινιάζοντας ένα νέο κεφάλαιο στην πολιτική ζωή του τόπου. Οι προεκλογικές ρητορικές εξαγγελίες του Σύριζα κατάφεραν να πείσουν τους Έλληνες ψηφοφόρους να δουν σε αυτόν μια άφθαρτη και άμεμπτη πολιτική δύναμη, η οποία ήταν η μόνη δυνατή να αντιληφθεί τις δυσκολίες τους, να αφουγκραστεί τις ανάγκες τους και να διεκδικήσει μαζί τους το δικαίωμα στην ελπίδα. Τους καλούσε μάλιστα, και αυτό αποδείχτηκε το πιο οδυνηρά προφητικό, να «διεκδικήσουν το ανέφικτο». Η συναισθηματική διέγερση χρησιμοποιήθηκε ως εργαλείο πειθούς και το ανέφικτο, ως διεκδικούμενο έπαθλο, πέτυχε τελικά να ορίζει την ελληνική καθημερινότητα σε κάθε πολιτική της έκφανση.
Στον αντίποδα της ριζοσπαστικής αριστεράς, οι προεκλογικές εξαγγελίες της ριζοσπαστικής δεξιάς των ΑΝΕλ δομούνταν στη βάση ενός εθνικιστικού υπερπατριωτισμού, ο οποίος, για να επιβιώσει και κυρίως να θεμελιωθεί στη συνείδηση του εκλογικού σώματος, αναζητούσε παντού φανερούς και κρυφούς εσωτερικούς και εξωτερικούς εχθρούς. Ο πολιτικός λόγος των αυτόκλητων αυτών σωτήρων του Έθνους κατέφευγε διαρκώς στο ηρωικό και ένδοξο παρελθόν για να αντλήσει λύσεις για το σύγχρονο δημοσιονομικό πρόβλημα της χώρας. Στοχεύοντας στη συγκινησιακή παρόρμιση προέτρεπε στο φανατισμό και απέτρεπε κάθε λογική σκέψη, προκειμένου να επιτύχει τη συσπείρωση των «αδούλωτων» Ελλήνων και την αποκατάσταση της καθημαγμένης εθνικής τους υπερηφάνειας.
Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι στον πολιτικό λόγο είναι πολλές φορές εξαιρετικά δύσκολο να διακρίνει κανείς αν αυτό που επιχειρείται είναι η καθοδήγηση ή η εκμετάλλευση. Ο πολιτικός λόγος, όμως, του παρόντος κυβερνητικού συνασπισμού είχε, πολλούς μήνες πριν τον Ιανουάριο του 2015, όλα εκείνα τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα που τον κατέτασσαν με ασφάλεια στη δεύτερη κατηγορία. Δημιουργία εικόνων, χρήση μεταφορών και κατ’ αναλογία συλλογισμών χρησιμοποιήθηκαν ευρύτατα για να ευαγγελιστούν την πολυπόθητη επαναδιαπραγμάτευση των ιεραρχούμενων αξιών στην πολιτική ζωή του τόπου. Στη συγκεκριμένη περίπτωση μάλιστα ο εντυπωσιακός τρόπος χειρισμού του λόγου και η μεγαλειώδης ρητορεία κατάφεραν να αναδείξουν την πολιτική πρόταση μιας συγκεκριμένης ομάδας σε πολιτικό ιδανικό.
Αυτό που συμπεραίνεται αβίαστα από τα παραπάνω είναι ότι η πειθώ δεν προκύπτει πάντοτε ως επακόλουθο μιας αυστηρά συλλογιστικής διεργασίας. Μια επική ρητορεία που θα συνδυάζει μνήμες και πλασματικότητα είναι δυνατό, βάσει μιας λογικοφανούς διαδικασίας, να οδηγήσει σε πολιτικές και εκλογικές αποφάσεις. Αυτό ωστόσο δε σημαίνει σε καμία περίπτωση ότι τα ρητορικά σχήματα μπορούν να σταθούν ως τεκμηριωτικά επιχειρήματα. Προκαλούν σαφώς τον εντυπωσιασμό αλλά σε καμία περίπτωση δε διαθέτουν αποδεικτική βάση, γεγονός που επιβεβαιώθηκε περίτρανα στην ελληνική πραγματικότητα. Εκείνο, όμως, που είναι το πιο σημαντικό και επικίνδυνο, όταν συμβαίνουν τέτοιες προσπάθειες χειρισμού του πολιτικού ακροατηρίου, είναι ότι ασυνείδητα συγκροτείται και διαμορφώνεται ο χαρακτήρας, η αγωγή και οι αξίες, δηλαδή ένα πολυδιάστατο πλέγμα πολιτικών, ηθικών και ψυχολογικών αλληλοεπιδρόντων παραγόντων που νοηματοδοτεί το πολιτικό σύστημα μιας δημοκρατικά ευνομούμενης πολιτείας.
Σε αυτή την πολιτεία η «ορισμένη κατάσταση» των πολιτών διαδραματίζει το σπουδαιότερο ρόλο στη δημιουργία του πολιτικού περιβάλλοντός τους. Αγανακτισμένοι και οργισμένοι από τις πολιτικές πρακτικές των περασμένων ετών και των παρελθουσών κυβερνήσεων οι Έλληνες ψηφοφόροι πίστεψαν τους προεκλογικούς παλικαρισμούς, τις μεγαλόσχημες διεκδικήσεις και τις επιβλητικές υποσχέσεις των σημερινών κυβερνώντων χωρίς ποτέ να αναρωτηθούν αν όλα αυτά μπορούσαν να είναι εφικτά στην πραγματοποίησή τους. Η ελπίδα για την προφητικά εμπνευσμένη οικονομική επανάκαμψη και την εμβληματική ανάταση της εθνικής αξιοπρέπειας όριζαν τη ψυχοσύνθεση του ελληνικού εκλογικού σώματος και νοηματοδότησαν την πολιτική του κατεύθυνση. Η ορισμένη κατάστασή του τη δεδομένη χρονική στιγμή επηρεάστηκε καθοριστικά από ένα νέο πρόσωπο που αυτοπροβλήθηκε ως ο μοναδικός ηγέτης ο οποίος διέθετε όλα εκείνα τα πνευματικά και ηθικά προσόντα που απαιτούνταν τη δεδομένη χρονική στιγμή.
Η πραγματικότητα ωστόσο σκίασε ανεπιστρεπτί το υποδειγματικό του σχέδιο διάσωσης. Η ιδεώδης κατάργηση των μνημονίων, η πολυπόθητη ανάπτυξη και οι προσδοκώμενες επενδύσεις, η πάταξη του νεποτισμού και της ευνοιοκρατίας και η εθνική αναγέννηση δεν ήρθαν τελικά ποτέ. Το πολιτικό και κοινωνικό δράμα των αθετημένων υποσχέσεων, όμως, έχει πρωταγωνιστές. Η ηθική υποχρέωση και η ουσία του καθήκοντος βαρύνουν όλους εκείνους που κατασκεύσαν αξίες και σύμβολα και τα επένδυσαν με την απαιτούμενη καλλιέπεια, αναδεικνύοντάς τα σε πολιτική ιδεολογία.
Τη δεδομένη χρονική στιγμή, όμως, δεν οδηγεί πουθενά να επαναλαμβάνονται ατέρμονα οι λαθεμένοι πολιτικοί χειρισμοί της κυβέρνησης. Η «ορισμένη κατάσταση», για την οποία έκανε λόγο ο σταγειρίτης φιλόσοφος, έχει πλέον αλλάξει άρδην. Μεσούσης μιας οδυνηρής κρίσης με σοβαρές ανθρωπιστικές προεκτάσεις, εκείνο που στο εξής θα μπορούσε ίσως να οδηγήσει στην αρτιότερη διαχείριση των πραγμάτων είναι μια ειλικρινής αποδοχή των λαθών, η αναγνώριση της πραγματικότητας και η ανάληψη της πολιτικής ευθύνης. Η απώλεια της εμπιστοσύνης στο πρόσωπο του κυβερνήτη σημαίνει συγχρόνως και την ανάκληση της αξιοπιστίας του πολιτικού του λόγου, την αποκαθήλωσή του από το οραματιζόμενο πάνθεο των ηγετών και τελικά την απομυθοποίησή του. Ίσως το τελευταίο να είναι και το πιο εύκολο μιας και ο ίδιος ο όρος της «απομυθοποίησης» απαιτεί την εκ των προτέρων ύπαρξη ενός ιδεατού μύθου.