Η συζήτηση σχετικά με το πώς να αλλάξουμε τον κόσμο γύρω μας συνολικότερα και σε βάθος, αυτό που μετά το γαλλικό παράδειγμα παγιώθηκε με τον όρο «Επανάσταση», δεν είναι ίδιον του 19ου αιώνα και του Καρλ Μαρξ. Πιο συγκεκριμένα, ταυτόχρονα με τη Γαλλική Επανάσταση, η συζήτηση μεταφέρεται στη Βρετανία και αποκτά χαρακτήρα τόσο γενικό, για το ρόλο της Επανάστασης ως πολιτική λύση, όσο και συγκεκριμένο, για το ρόλο της Επανάστασης ως πολιτική λύση στην Βρετανία ειδικότερα. Ο Έντμουντ Μπερκ, στο έργο του Στοχασμοί για την Επανάσταση στη Γαλλία, αναπτύσσει μια σειρά επιχειρημάτων για την αδυναμία εφαρμογής των επαναστατικών αρχών στην Βρετανία αλλά και για την αποτυχία τους στη Γαλλία, χωρίς ακόμα η Επανάσταση να έχει οδηγηθεί στη δικτατορία του τρόμου. Ένα βασικό επιχείρημα του Μπερκ είναι ότι τα έθνη έχουν μια συνέχεια αρχών, παραδόσεων, πεποιθήσεων αλλά και προκαταλήψεων, τα οποία κατά τoν ίδιο πρέπει να διατηρούνται καθώς αποτελούν μια «δεύτερη φύση». Έτσι, για τον Μπερκ, η Επανάσταση στη Γαλλία είχε δύο βασικά προβλήματα. Το πρώτο είναι ότι επαναδομεί εξ ολοκλήρου την κοινωνία καταστρέφοντας όποια συνέχεια με το παρελθόν, ενώ ταυτόχρονα αντικαθιστά τη «δεύτερη φύση» των προκαταλήψεων με κάτι τελείως επίπλαστο και άρα μη φυσικό: τη λογική, η οποία χρησιμοποιεί ως μέσο διάδοσης τη θεωρία. Η «δεύτερη φύση» του Μπερκ είναι για τον ίδιο δοκιμασμένη εμπειρικά και λειτουργεί[1] ενώ η θεωρία είναι μονάχα λόγια που δεν λαμβάνουν υπ’ όψη τους την οργανική συνέχεια του έθνους.
Στον αντίποδα, στη Βρετανία βρίσκονται η Μαίρη Γουόλστονκραφτ, ο Γουίλλιαμ Γκόντγουιν και ο Τόμας Πέιν. Η συζήτηση, όπως κυρίως διαμορφώνεται μεταξύ Γκόντγουιν στην Πολιτική Δικαιοσύνη και Πέιν στα Δικαιώματα του Ανθρώπου, έχει να κάνει με το δικαίωμα των ανθρώπων να σκέφτονται λογικά και να μπορούν να αποφασίζουν μόνοι τους πώς θα κυβερνηθούν. Χαρακτηριστικά, ο Πέιν υποστηρίζει ότι δεν γίνεται τα πολιτικά δικαιώματα των νεκρών, δηλαδή το πώς οι πρόγονοι αποφάσισαν να κυβερνηθούν, να αντικαθιστούν τα δικαιώματα των ζωντανών. Από την άλλη, ο Γκόντγουιν υποστηρίζει ότι ο άνθρωπος έχει από τη φύση του τη δυνατότητα της αυτοβελτίωσης και έτσι κάθε γενιά θα μπορεί δυνητικά να είναι καλύτερη από την προηγούμενη, αναφέροντας ότι αργά ή γρήγορα οι όποιες πολιτικές και μη παραδόσεις αναγκαστικά θα πρέπει να αντικατασταθούν διότι μέσω της λογικής οι άνθρωποι θα τις απορρίψουν. Έτσι θα λέγαμε ότι σε γενικές γραμμές, και όπως οι άγγλοι πολιτικοί φιλόσοφοι σύγχρονοι της Επανάστασης το έθεσαν, το ζήτημα που τίθεται μετά την Επανάσταση έχει να κάνει με την έννοια της συνέχειας. Ως συντηρητικός ο Μπέρκ βλέπει ότι οι αρχές του έθνους είναι ζήτημα συνέχειας ενώ ως προοδευτικοί οι Γκόντγουιν και Πέιν υποστηρίζουν ότι η χρήση του λόγου θα φέρει αναγκαστικά μιαν ασυνέχεια σπάζοντας τα όποια δεσμά με τα οποία το παρελθόν κυριαρχεί στο παρόν. Από αυτήν την οπτική το ζήτημα μεταξύ συντήρησης και προόδου γίνεται ένα ζήτημα συνέχειας ή ασυνέχειας στη δομή του έθνους/κράτους[2]
Τι μας ενδιαφέρει σήμερα όμως όλο αυτό; Το ενδιαφέρον του παρόντος ζητήματος έχει να κάνει ακόμα μια φορά με το κυβερνών κόμμα. Ο ΣΥΡΙΖΑ αυτοπαρουσιάζεται ως κόμμα προοδευτικό και η ρητορική του βασίστηκε, τα χρόνια της κρίσης, κυρίως πάνω στη σύγκρουση με το παρελθόν. Όμως ο λόγος του, σε αντίθεση με το λόγο όπως τον εννοούσαν ο Γκόντγουιν και ο Πέιν, είναι στην πραγματικότητα άλογος. Κι αυτό διότι η σύγκρουση με το παρελθόν δεν επιχειρείται μέσα στο πλαίσιο μιας συζήτησης όπου μέσω παράθεσης επιχειρημάτων το «παλιό» παρουσιάζεται ότι δεν λειτουργεί και έτσι προτείνεται το «νέο» το οποίο για λόγους συγκεκριμένους πιθανώς να λειτουργήσει. Αντιθέτως, ο ΣΥΡΙΖΑ αντιλαμβάνεται πως μονάχα η σύγκρουση αυτή καθεαυτή επαρκεί για να του δώσει προοδευτικό χαρακτήρα. Αυτό που είναι ακόμα χειρότερο όμως είναι ότι έχει καταφέρει να μεταφέρει αυτή τη λογική και σε μία μερίδα της κοινωνίας που θεωρεί πως, εφ’ όσον συγκρούεται με κάτι που θεωρείται «παλιό», τότε αμέσως μεταμορφώνεται σε κάτι το προοδευτικό. Αυτό που είναι όμως ακόμα χειρότερο είναι ότι η λογική της σύγκρουσης, όπως παγιώθηκε επί ΣΥΡΙΖΑ, εξοστράκισε την ανάγκη επιχειρημάτων. Έτσι, για παράδειγμα, στη συνέντευξή της, η σύζυγος του πρωθυπουργού, Μπέτυ Μπαζιάνα, δεν μας αναφέρει γιατί ο ΣΥΡΙΖΑ δεν κέρδισε την εξουσία, ποιοι την έχουν, πώς, γιατί ο ΣΥΡΙΖΑ δεν μπορεί να την επανακτήσει παρ’ όλο που κέρδισε τις εκλογές. Το μόνο που καταφέρνει να δομήσει είναι ένα γενικευμένο «εμείς-αυτοί» το οποίο φέρνει στο προσκήνιο την έννοια της σύγκρουσης, αλλά δεν παραθέτει το πώς το «εμείς» θα παραχωρήσει τα δικαιώματα που «αυτοί» καταπάτησαν. Ούτε μπαίνει καν στην διαδικασία να μας ενημερώσει γιατί, ενώ η αντιπολίτευση κατηγορεί τον πρωθυπουργό ότι εξαπάτησε τον ελληνικό λαό, η σύντροφος του πρωθυπουργού πιστεύει ότι «ο Τσίπρας δεν πρόδωσε, δεν εξαπάτησε, δεν είπε ψέματα». Τα στάτους του αναπληρωτή υπουργού Υγείας Παύλου Πολάκη, η συνέντευξη της κυρίας Μπαζιάνα, οι τηλεοπτικές δηλώσεις του βουλευτή ΣΥΡΙΖΑ Μεσσηνίας Πέτρου Κωνσταντινέα ότι είναι «λαϊκό παιδί» συνθέτουν ένα παζλ όπου ο λόγος αντικαθίσταται συστηματικά από το άλογο, το ανυπόστατο, το αυθαίρετο, ακριβώς γιατί είναι ατεκμηρίωτο, και εφ’ όσον αυτό συγκρούεται με κάτι –τη «μίζενς», τον «Κούλη», τα «βοθροκάναλα» κ.λπ.– είναι για τον ΣΥΡΙΖΑ, τους οπαδούς και τους φίλους του προοδευτικό.
Εν τέλει αυτό είναι ό,τι κληροδοτεί ο ΣΥΡΙΖΑ στην ελληνική πολιτική σκηνή: μια συνέχεια με την κουλτούρα του άλογου, την οποία ανέσυρε κακήν κακώς από το περιθώριο αλλά ακόμα και από την περιφέρεια των (πρώην πλέον) κομμάτων εξουσίας, και τη νομιμοποίησε ηθικά στο σύνολό της. Κατάφερε λοιπόν όχι μόνο να ταυτίσει την κουλτούρα αυτή με την έννοια του προοδευτισμού και της Αριστεράς, αλλά και να προσθέσει στην κουλτούρα αυτή τις επιθέσεις στη Δικαιοσύνη, τους τραμπουκισμούς εναντίον δημοσιογράφων και ΜΜΕ, τους τσαμπουκάδες εντός και εκτός Βουλής, τους νέους μιντιάρχες που ξεδιάντροπα δηλώνουν την πίστη τους στο κόμμα, τους εντεταλμένους δημοσιογράφους που δουλεύουν για το κόμμα κ.ο.κ. Καμιά πρόοδος λοιπόν, ίσα ίσα μια βαθιά συντήρηση και μια νεκρική ακινησία που ώρες ώρες μοιάζει με τα χρόνια που η Ελλάδα ήταν στο γύψο.
Αυτό είναι η πρόοδός τους: μια πρόοδος στο γύψο.
[1]Έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον ότι όποτε ασκείται δριμεία κριτική στον καπιταλισμό δίνεται από τους υπέρμαχούς του η αντίστοιχη απάντηση, πιθανώς εμπνευσμένη από τον Μπερκ: «Η βασική διαφορά μεταξύ του καπιταλισμού και του σοσιαλισμού είναι η εξής: ο καπιταλισμός λειτουργεί» (εδώ). Χωρίς να υπάρχει εκ μέρους μου καμία διάθεση υπεράσπισης των κομμουνιστικών καθεστώτων του 20ού αιώνα, είναι επιτακτικό να σκεφτούμε επιτέλους σοβαρά για ποιους λειτουργεί ο καπιταλισμός, πότε, με ποιον τρόπο και τι μπορούμε να κάνουμε όταν δεν λειτουργεί, αν και ο MarkJ. Perryμιλάει για σοσιαλισμό πιθανώς αναφερόμενος σε χώρες όχι κομμουνιστικές αλλά σε χώρες με ένα στοιχειώδες κοινωνικό κράτος, δωρεάν δημόσια τριτοβάθμια εκπαίδευση, κρατικό σύστημα υγείας κ.λπ., σε χώρες όπως η Φινλανδία ας πούμε. Εξ άλλου τα παραδείγματα προς μίμηση που φέρνει ο «ακροαριστερός» σοσιαλιστής Μπέρνι Σάντερς είναι παραδείγματα σκανδιναβικών χωρών.
[2]Ο Μπερκ είχε το φόβο ότι η επαναστατική κυβέρνηση δεν θα μπορέσει να συνεχίσει να ξεπληρώνει τα δάνεια της Γαλλίας, δημιουργώντας έτσι μιαν ακόμα ασυνέχεια στον τρόπο λειτουργίας του κράτους.