Όταν ο Ιμμάνουελ Καντ δημοσιεύει το κείμενό του «Απάντηση σε μια Ερώτηση: Τί είναι ο Διαφωτισμός;», χρονολογημένο στις 30 Σεπτεμβρίου του 1784, είχε ήδη προ τριετίας κυκλοφορήσει η πρώτη έκδοση της Κριτικής του Καθαρού Λόγου. Είναι εκεί που ο Γερμανός φιλόσοφος προσπαθεί να δομήσει ένα σύστημα γνώσης το οποίο έχει ως κέντρο του το λόγο, ένα λόγο όμως που γνωρίζει τα όρια της γνώσης και τα όριά του, τα όρια της γνώσης και της γνώσης του. Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα η δύναμη του λόγου, μέσα στα όρια που ο Καντ του θέτει, να είναι απεριόριστη, ένα πραγματικό εργαλείο που ανυψώνει τον άνθρωπο και τον βγάζει από την ανωριμότητα την οποία ο ίδιος επιβάλει στον εαυτό του.
Δεν είναι λοιπόν τυχαίο ότι η απάντηση του Καντ στο ερώτημα του Γιόχαν Ζόλνερ «Τι είναι ο Διαφωτισμός;» ξεκινά με ακριβώς αυτήν την θέση:
Διαφωτισμός είναι η έξοδος του ανθρώπου από την αυθυπαίτια ανωριμότητά του.[1]
Και αυτή η έξοδος είναι αποτέλεσμα της χρήσης του λόγου.
Αυτό που έχει ακόμα μεγαλύτερο ενδιαφέρον στο κείμενο του Καντ για τον Διαφωτισμό είναι ότι ο λόγος για τον Γερμανό φιλόσοφο δεν αποτελεί μονόλογο αλλά διάλογο. Όπως ο ίδιος αναφέρει, ο Διαφωτισμός είναι μια σταδιακή έξοδος από την ανωριμότητα που μπορεί να επιτευχθεί μονάχα συλλογικά, να δομηθεί μέσα στη δημόσια σφαίρα με τη δημόσια χρήση του λόγου και τη δημόσια κριτική. Και μέσα στη δημόσια σφαίρα, και εξαιτίας της, ο λόγος πολλαπλασιάζεται και η ανωριμότητα ως κατάσταση μένει ξωπίσω μας.
Βέβαια υπάρχουν και όρια. Όχι όμως στη δημόσια κριτική αλλά στη δημόσια πράξη. Η βασική θέση του Καντ στο Τι είναι ο Διαφωτισμός; θεωρεί ότι ο καθείς μπορεί να ασκεί δημόσια κριτική στον οποιονδήποτε και για το οτιδήποτε, αρκεί να υπακούει στους νόμους και στους κανόνες που διέπουν την κοινωνία στην οποία συν-υπάρχει. Θα λέγαμε πως για τον Καντ και οι δύο άξονες της παραπάνω θέσης είναι θεμελιώδεις για τον Διαφωτισμό. Αφ’ ενός η δημόσια κριτική δεν πρέπει να έχει όρια ούτε στο αντικείμενό της ούτε στη δριμύτητά της, αλλιώς ο Διαφωτισμός δεν υφίσταται. Αφ’ ετέρου η κριτική συμπορεύεται με την υπακοή στους νόμους. Η λογική του Καντ είναι ότι, μέσω της δημόσιας κριτικής, το κοινωνικό σύνολο σταδιακά εξελίσσεται – ενώ η υπακοή στους νόμους το διαφυλάσσει από τη διάλυσή του. Γιατί αν αντιστεκόμαστε στην εφαρμογή κάθε νόμου με τον οποίο διαφωνούμε, είτε ως ιδιώτες είτε ως μέλη μικρότερων ή μεγαλύτερων ομάδων, το κράτος θα οδηγηθεί σε μία κατάσταση όπως την περιέγραψε ο Χομπς: όλοι θα μάχονται εναντίον όλων,
Κάτι παραπάνω από 200 χρόνια μετά τον Καντ, η Ελλάδα βιώνει μια βίαιη ανωριμότητα. Ο δημόσιος λόγος σήμερα ακολουθεί ένα σκληρό αντι-διαφωτιστικό παράδειγμα που καταφέρνει και πολλαπλασιάζεται μεταστατικά μέσα στη δημόσια σφαίρα πνίγοντας λόγο και διάλογο. Η κυβέρνηση καλεί με πράξεις και με λόγια, τόσο ιδιώτες όσο και μικρο-ομάδες πολιτικών μπαχαλάκηδων, να παραβαίνουν τους νόμους, ενώ η ίδια αρνείται πεισματικά την κριτική προσπαθώντας μάλιστα να φιμώσει κάθε φωνή που της ασκεί κριτική δημόσια. Ουσιαστικά, προσπαθεί συστηματικά να υποβαθμίσει και τελικά να καταστρέψει τη δημόσια σφαίρα, ένα κεκτημένο τουλάχιστον δύο αιώνων.
Αυτό το καταφέρνει με δύο τρόπους. Ο ένας είναι να περιορίσει τη δυνατότητα άσκησης κριτικής, προσπαθώντας για παράδειγμα να μειώσει τον αριθμό των τηλεοπτικών αδειών ή να κλείσει με τον έναν ή τον άλλο τρόπο ΜΜΕ που διαφωνούν με τα πεπραγμένα της. Ο άλλος, που συμβαίνει συστηματικότερα και σε καθημερινή βάση, είναι η απόλυτη υποβάθμιση της δημόσιας σφαίρας όπου ο λόγος αντικαθίσταται με το παράλογο και τα επιχειρήματα με άναρθρες κραυγές περί «βοθροκάναλων της διαπλοκής», περί «τζαμπατζοκάναλων», περί «γερμανοτσολιάδων» κ.ο.κ. Αυτές οι δομές αποτελούν παραδείγματα σκληρής βίας και μόνο κατά τι διαφέρουν από το χαστούκι του Κασιδιάρη. Και διαφέρουν ελάχιστα διότι, όπως εκείνος, έτσι και αυτοί καταφέρνουν με τραμπουκισμούς να διακόψουν κάθε συζήτηση, να την εξοβελίσουν με σκοπό να μην υπάρξει πια συζήτηση, να μην υπάρξει συζήτηση ποτέ ξανά. Με σκοπό να μην υπάρξει άλλο πια τίποτα παρά μόνον αυτοί.
Και δεν φταίει ο Μαρξ γι’ αυτό, ούτε ο Αντόρνο ούτε ο Ζίζεκ. Γιατί όλοι τους κατέθεσαν τις διαφωνίες τους ως μέρος ενός δημόσιου διαλόγου. Φταίει που οι δικοί μας ακολουθούν τη μόνη διαλεκτική που ξέρουν. Τη διαλεκτική του σκοταδισμού.
[1]Από τη μετάφραση του Θανάση Γκιούρα για το τμήμα Πολιτικής Επιστήμης του Πανεπιστημίου Κρήτης, Ρέθυμνο 2004.