Το δοκίμιο «Ο εξτρεμισμός και τα είδωλά του» (που πριν λίγες ημέρες κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις «Επίκεντρο») είναι πάνω από όλα ένας αναστοχασμός πάνω στις έννοιες, τις λέξεις, τους όρους: εξτρεμισμός, ριζοσπαστισμός, άκρα δεξιά, λαϊκισμός, τζιχαντισμός, αντισημιτισμός, συνωμοσιολογία. Κατά πόσο μας βοηθούν να κατανοήσουμε την πραγματικότητα; Μήπως ορισμένες από αυτές, ίσως για διαφορετικό λόγο η κάθε μία, συσκοτίζουν το αντικείμενο που θέλουν να εξηγήσουν; Ο Πιέρ-Αντρέ Ταγκιέφ προσπαθεί, μέσα στην σημερινή συγκυρία, της Γαλλίας, αλλά και της Ευρώπης, στο πλαίσιο της παγκοσμιοποίησης, να ξαναμιλήσει για τα φαινόμενα που αυτοί οι όροι θέλουν να περιγράψουν και να εξηγήσουν. Γιατί αν δεν μπορεί να αμφισβητηθεί το γεγονός ότι η πραγματικότητα υπάρχει πέραν της ερμηνείας της, η κατανόηση και η εξήγησή της, ωστόσο, παίζουν κρίσιμο ρόλο για την αλλαγή της, για το καλύτερο όπως και για το χειρότερο. Η νοηματική απροσδιοριστία συμβάλλει, θα υποστηρίξει ο Ταγκιέφ, στο να θεωρούμε ότι οι σημερινές εξελίξεις έρχονται από το παρελθόν, ακριβέστερα, ότι είναι μία επανάληψη του παρελθόντος, ενώ πρόκειται για νέα φαινόμενα, και η όποια σχέση τους με το παρελθόν είναι πολύ πιο σύνθετη από ό,τι θα μπορούσαμε να υποθέσουμε. Oι όροι «εξτρεμισμός» ή «ριζοσπαστισμός», για παράδειγμα, δεν εξηγούν το «ακραίο», αν, τουλάχιστον, δεν προσδιορισθούν με σαφήνεια. Η σημερινή μεταβατική περίοδος, που αρκετές φορές παράγει απροσδόκητες εξελίξεις, όπως το Brexit και την νίκη του Ντόναλντ Τράμπ, επιβάλλει ιδιαίτερη προσοχή ως προς την υιοθέτηση των ερμηνευτικών σχημάτων, των ταξινομήσεων και την χρήση των εννοιών. Αν σε όλες αυτές τις δυσκολίες προστεθούν και οι πολιτικές εργαλειοποιήσεις αυτών των λέξεων-οχημάτων κατανόησης και εξήγησης, τότε μπορούμε να έχουμε μία καλή γεύση των ερευνητικών εμποδίων, τα οποία πολλαπλασιάζονται στο νέο «δημόσιο χώρο» που πλέον φαίνεται να ορίζει τις αναπαραστάσεις της κοινής γνώμης, όπως είναι αυτός των μέσων κοινωνικής δικτύωσης.
Μπορούμε να παρακολουθήσουμε ορισμένες από αυτές τις αναγκαίες απαιτητικές διανοητικές ασκήσεις στις οποίες επιδίδεται ο Ταγκιέφ, που αφορούν κρίσιμα προβλήματα της πολιτικής νεωτερικότητας, συνδυάζοντάς τες και δοκιμάζοντάς τες σε κάποια σημεία τους, από την πλευρά μας, και με την πρόσφατη ελληνική εμπειρία, κάποια σημερινά ιδεολογικο-πολιτικά φαινόμενα στην Ελλάδα.
Άκρα δεξιά και λαϊκισμός
Για τον Ταγκιέφ, η «άκρα δεξιά» παρουσιάζει την εξής ιδιομορφία: υπάρχει, αλλά δεν μπορούμε εύκολα να την ορίσουμε. Θα λέγαμε ότι συναντάμε το ίδιο πρόβλημα ορισμού της με αυτό της «εθνικής ταυτότητας»: ξέρουμε ότι υπάρχει, αλλά δεν μπορούμε να την ορίσουμε, καθότι διαρκώς αλλάζει. Σε προγραμματικό κυρίως επίπεδο, η άκρα δεξιά είναι, ταυτοχρόνως, «και», και δεξιά και αριστερά, ή, «ούτε», ούτε δεξιά, ούτε αριστερά. Δανείζεται θεματικές και από τις δύο, ας πούμε, αντίπαλες, αν και όχι εχθρικές μεταξύ τους, παρατάξεις, είναι ένα μεταπολιτικό υβρίδιο. Αν θα έπρεπε με κάτι να «μοιάζει» περισσότερο η άκρα δεξιά, αυτή είναι η άκρα αριστερά, αφού και οι δύο μοιράζονται την διάθεση ανατροπής του «συστήματος». Όπως λέει χαρακτηριστικά ο Ταγκιέφ:
Η άκρα δεξιά μοιάζει περισσότερο στην άκρα αριστερά, και αυτό, γιατί, καταρχάς, και η μια και η άλλη συγκροτούν τις δύο πιθανές ερμηνείες του επαναστατικού προτάγματος, που προϋποθέτει ταυτοχρόνως καταστροφή του παλιού συστήματος, ‘εκκαθάριση’ της κοινωνικής τάξης και κατασκευή ενός λαμπερού μέλλοντος ή μιας τέλειας κοινότητας (και μάλιστα του ‘Νέου Ανθρώπου’), έπειτα, γιατί αυτές είναι , και η μία και η άλλη, εχθροί της φιλελεύθερης δημοκρατίας.» Άκρα δεξιά και άκρα αριστερά, θα επισημάνει, επιπλέον, ο Ταγκιέφ, «έχουν έναν μεγάλο κοινό εχθρό: τη ‘νέα παγκόσμια τάξη’, κρυφή υπερδύναμη με πολλαπλά πρόσωπα, που την συναντάμε στην πλειονότητα των σημερινών συνωμοσιολογικών αφηγήσεων. Η διαβολοποίηση της ‘άγριας παγκοσμιοποίησης’ τείνει να τις κάνει να ξεχνούν τον τζιχαντισμό […].
Σε αυτό το πλαίσιο, η άκρα δεξιά δεν είναι μία υπερ-δεξιά, μια δεξιά στο τετράγωνο, δεν είναι ο κακός εαυτός της δεξιάς, δεν είναι, δηλαδή, μια ριζοσπαστικοποιημένη δεξιά, μια ριζοσπαστική δεξιά, δεν βρίσκεται συνεπώς στα δεξιά της δεξιάς, αυτή η χωρική, η γεωγραφική ταξινόμηση και η απορρέουσα από αυτήν ουσιακή κατηγοριοποίηση και εννοιολόγησή της συσκοτίζουν αφενός το φαινόμενο, αφετέρου βρίσκονται στην βάση του στιγματισμού της θεσμικής δεξιάς από τους αντιπάλους της[1]. Έτσι, η δεξιά εμφανίζεται μονίμως ύποπτη για μια ολέθρια παρέκκλιση, η αέναη επιστροφή στον «εαυτό» της, ιδιαίτερα σε περιόδους κρίσης, μετάβασης, εμφανίζεται να είναι ο εγγενής πειρασμός της.
΄Ο,τι ονομάζεται σήμερα άκρα δεξιά, λέει ο Ταγκιέφ, δεν μπορεί να εξομοιώνεται με την φασιστική κινητοποίηση του Μεσοπολέμου[2], τα σημερινά ακροδεξιά κόμματα στην Ευρώπη δεν είναι «φασιστικά», με την έννοια ότι δεν αποσκοπούν στην ανατροπή του κοινοβουλευτισμού, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι αυτά δεν είναι επικίνδυνα. Η σημερινή άκρα δεξιά είναι η έκφραση όχι μιας επιβίωσης, αλλά ένα καινούριο φαινόμενο, μια νέα ανάβλυση, είναι η ενσάρκωση του νεο-εθνικισμού, νέων εθνικιστικών κινητοποιήσεων στην Ευρώπη—και όχι μόνον—έναντι μιας «χαοτικής παγκοσμιοποίησης»[3]. Το σημερινό όνομα της ακροδεξιάς είναι ο εθνικισμός, η επανεμφάνιση του οποίου αποτελεί το κεντρικό γεγονός της σημερινής συγκυρίας. Εδώ θα πρέπει να εντοπισθεί η βασική αιτία της ακροδεξιάς αντισυστημικότητας, ακόμα και κλασικοί μαρξιστές διανοούμενοι αναγκάζονται πλέον να το αναγνωρίσουν, όπως, για παράδειγμα, ο Πέρυ Άντερσον, ο οποίος, αναφερόμενος στην αντιευρωπαϊκή εκστρατεία του βρετανικού Ukip και το Brexit, αλλά και την νίκη του Ντ. Τραμπ, θα επισημάνει την προτεραιότητα, το βάρος του εθνικισμού σε βάρος των «υλικών», των οικονομικών παραγόντων[4], που ώθησαν σε αυτές τις δύο μεγάλες αυταρχικές ανατροπές.
Σε αυτές τις προσεγγίσεις, που έχουν, θα λέγαμε, τη μέριμνα του πραγματικού και ενός ελάχιστου σεβασμού της οφειλόμενης αξιολογικής ουδετερότητας έναντι των παρατηρούμενων φαινομένων, όποια και αν είναι η πολιτική ταυτότητα και οι πολιτικές προτιμήσεις αυτών που τις διατυπώνουν, ορθώνεται το αριστερίστικης προέλευσης αντι-παράδειγμα ενός Πάμπλο Ιγκλέσιας, του ηγέτη του λαϊκιστικού Podemos, ο οποίος θα σχολιάσει σχετικά με την εκλογική νίκη του Ντόναλντ Τράμπ: «Εκείνοι που λένε ότι το ρεύμα Τραμπ είναι ο δεξιός λαϊκισμός έχουν δίκιο. Υπάρχει καλύτερος τρόπος να περιγραφεί ο φασισμός από το δεξιός λαϊκισμός;»[5] Για τον Ιγκλέσιας (ο οποίος βέβαια συγχέει, σκοπίμως ή μη αδιάφορο, τον φασισμό με την παραδοσιοκρατία, την άκρα δεξιά, τον υπερ-συντηρητισμό, ακόμα και το νεο-φιλελευθερισμό), υπάρχουν «στιγμές» λαϊκισμού, η «στιγμή» Τραμπ είναι φασιστική, αυτή του Podemos«προοδευτική». Ο λαϊκισμός είναι κάτι το ουδέτερο, μπορεί να χρησιμοποιηθεί για το καλύτερο αλλά και για το χειρότερο, αυτό που διαφοροποιεί τον «προοδευτικό λαϊκισμό» είναι η αντι-πλουτοκρατική κατεύθυνση και, συνεπώς, ο υποδεικνυόμενος «εχθρός». Αυτό που μοιάζει ανάμεσα στους λαϊκισμούς Τραμπ και Podemos, θα ισχυρισθεί ο Ιγκλέσιας, δεν είναι ο λαϊκισμός τους, αλλά οι «στιγμές» τους, που είναι η στιγμή της (οικονομικής, πολιτικής, κλπ.) «κρίσης», η οποία τυγχάνει διαφορετικής εκπροσώπησης.
Αυτό το οποίο, εδώ, παραβλέπεται, είναι ότι, σύμφωνα με τον Ταγκιέφ, «το κοινό πρόγραμμα όλων των λαϊκισμών περιστρέφεται γύρω από έναν στόχο: να δώσουν την εξουσία στο λαό.» Αυτός ο «υπερ-δημοκρατισμός» τους δεν είναι «απλώς» και μόνον μία κοινή σε αριστερό και δεξιό λαϊκισμό «τροπικότητα», αλλά ενέχει, προϋποθέτει, μία εδραία αξιακή και «πολιτική» διάσταση και στους δύο αυτούς λαϊκισμούς, ανεξάρτητα από τις κατευθύνσεις τους, πράγμα που σημαίνει ότι, υπερβαίνοντάς τες, τις σφραγίζει: «Ο πολιτικός λαϊκισμός προϋποθέτει την εξύψωση του λαού, που αντιτίθεται στις ελίτ, είτε στους ξένους, ή ακόμα και στις ελίτ και τους ξένους. Η κλήση στο λαό είναι ‘κλήση ενάντια’: προτρέπει σε αντίδραση κατά των κοινωνικών κατηγοριών που κρίνονται ανησυχητικές ή απειλητικές. Αν ο λαός γίνεται αντικείμενο λατρείας, είναι γιατί θεωρείται ότι ενσαρκώνει ορισμένες αξίες (αυτές που αποδίδονται στους ‘απλούς ανθρώπους’), τις αξίες της αυθεντικότητας ή της εντιμότητας που τον διακρίνουν από τις ελίτ οι οποίες θεωρούνται νόθες και διεφθαρμένες. Ο λαός στον οποίον ο ηγέτης απευθύνει άμεση κλήση εξομοιώνεται με τις λαϊκές τάξεις, ολόκληρο το λαό ή την εθνική κοινότητα.»[6] Στην πράξη, τόσο στο παρελθόν όσο και σήμερα, ο λαϊκισμός είναι ένας εθνικολαϊκισμός, παριστάμεθα μάρτυρες, με άλλα λόγια, μικτών μορφών λαϊκισμού και εθνικισμού και, ιδιαίτερα, σήμερα, της κυριαρχίας του εθνικισμού πάνω στον λαϊκισμό. Επ’ αυτού, τόσο η απώτερη όσο και η πρόσφατη λατινοαμερικανική εμπειρία είναι ιδιαίτερα εύγλωττη (από τον περονισμό μέχρι τον τσαβισμό και τον μαδουρισμό), ακόμα όμως, ως ένα σημείο, και αυτή του Podemos, ενώ η σχετικά διαφοροποιημένη περίπτωση Μελανσόν στην Γαλλία αρχίζει και αυτή να θολώνει[7].
Πολύ συχνά, αυτό το εξαιρετικό γεγονός συσκοτίζεται με την απόδοση στους σημερινούς ακροδεξιούς σχηματισμούς του προσδιορισμού «λαϊκισμός». Για τον Ταγκιέφ, ο λαϊκισμός είναι υπαρκτό χαρακτηριστικό αυτών των ακροδεξιών κομμάτων, αλλά ο λαϊκισμός τους, στο επίπεδο που εδώ συζητάμε το πρόβλημα, είναι ένα «ύφος»[8], όχι ιδεολογία, συνεπώς δεν μπορεί, δεν πρέπει να καλύπτει τον «ιδεολογικό» πυρήνα του φαινομένου της σημερινής ακροδεξιάς κινητοποίησης, η οποία είναι, πάνω από όλα, μια εθνικιστική κινητοποίηση και, σε αυτό το πλαίσιο, αντι-παγκοσμιοποιητική και αντιευρωπαϊστική. Ο πιο ικανοποιητικός προσδιορισμός της είναι εθνικολαϊκιστική, μία ερμηνευτική κατηγορία που ο ίδιος ο Ταγκιέφ σφυρηλάτησε, καλύτερα, την επανεπεξεργάσθηκε και την προσάρμοσε, ήδη από τα μέσα της δεκαετίας του 1980, στα ευρωπαϊκά δεδομένα, δανεισμένη από την πρωτοποριακή μελέτη του Ιταλο-αργεντίνου κοινωνιολόγου Τζίνο Τζερμάνι, ο οποίος μελέτησε τον περονισμό[9]. Στον ανά χείρας τόμο, ο Ταγκιέφ επαναλαμβάνει συνοπτικά ότι αυτά τα «αντι-συστημικά» κόμματα συνδυάζουν στον δημαγωγικό τους λόγο το στοιχείο της κοινωνικής διαμαρτυρίας κατά των ελίτ με αυτό της διεκδίκησης της εθνικής ταυτότητας: αν η πρώτη στάση, η έκφραση της κοινωνικής διαμαρτυρίας, είναι αυτή, ας πούμε, του «αμιγούς λαϊκισμού» (ο «κοινωνιο-λαϊκισμός διαμαρτυρίας/καταγγελίας»), η δεύτερη, η διεκδίκηση της ταυτότητας, είναι αυτή του εθνικισμού (ο «ταυτοτικός λαϊκισμός»). Η ανάμιξή τους, στο εσωτερικό του ίδιου καταγγελτικού λόγου, εθνικοποιώντας το εγκαλούμενο κοινωνικό υποκείμενο, καθιστώντας δηλαδή τον «λαό» έναν «εθνικό λαό» (ή και «εθνοτικό λαό»), παράγει την εθνικολαϊκιστική έγκληση, η οποία, όπως μας λέει ο Ταγκιέφ, θολώνει, ακυρώνει την διάκριση αριστεράς/δεξιάς και, με την έννοια αυτή, θα λέγαμε, δεν μπορεί να υπάρξει διάκριση μεταξύ αριστερού και δεξιού λαϊκισμού. Ο λαϊκισμός είναι ένα και μοναδικό πολιτικό φαινόμενο, έστω και αν διαθέτει διαφοροποιημένες πολιτικές αφετηρίες, μία δεξιά και μία αριστερά (ακόμα και κεντρώα) προέλευση.
Είναι, ακριβώς, στο σημείο αυτό που η ταγκιεφική ανάλυση μπορεί να εξηγήσει πολύ καλά, για παράδειγμα, και την πρωτοφανή ιδεολογικο-πολιτική σύγκλιση που έλαβε χώρα στην Ελλάδα, και συνεχίζει να επιβιώνει και να κυβερνά, μεταξύ της ριζοσπαστικής αριστεράς του Σύριζα και της λαϊκιστικής δεξιάς των «Ανεξάρτητων Ελλήνων» (Ανελ). Στο πλαίσιο αυτής της συμπόρευσης, η λαϊκιστική άρση της διάκρισης αριστερά/δεξιά εξειδικεύεται σε δύο ταυτοχρόνως πεδία, και σε αυτό του κοινωνιολαϊκισμού και σε εκείνο του εθνικολαϊκισμού: ο λόγος κατά των ελίτ, κατά του κατεστημένου, οι εκστρατείες κατά της «διαφθοράς» (της «διαπλοκής») λαμβάνουν χώρα εντός του εθνικιστικού πεδίου, όπου η υπεράσπιση της εθνικής κυριαρχίας έναντι, για παράδειγμα, της «Τρόϊκας» («εσωτερικού» και «εξωτερικού»), δίνει το εδραίο ιδεολογικό πλαίσιο του αριστερο-δεξιού μετώπου της συγκυβέρνησης Σύριζα-Ανελ. Με την έννοια αυτή, όπως έχουμε και αλλού τονίσει, η εν λόγω συμμαχία θα πρέπει να θεωρείται ως η πολιτική έκφραση μιας ενιαίας «ιδεολογικής» στάσης: Σύριζα και Ανελ συνιστούν ένα «ιδεολογικό κόμμα»[10] το οποίο, έχοντας ως αφετηρία την κινητοποίηση των «Αγανακτισμένων» του 2011, κατέλυσε την γνωστή, αν και αποδυναμωμένη, ως τότε πολιτική διαίρεση δεξιά/αντιδεξιά και προώθησε την διαίρεση μνημόνιο/αντιμνημόνιο. Η ιδεολογική πηγή αυτής της λαϊκιστικής διαίρεσης βρίσκεται, ακολουθώντας και στο σημείο αυτό την ταγκιεφική υπόδειξη, στην παράδοση, την εθνική παράδοση[11]. Στην επίκληση της αντιστασιακής ιστορίας του ελληνικού λαού μέσω του ΕΑΜ (περίπτωση Σύριζα), ή και μέσω της Επανάστασης του 1821 με τις γνωστές γελοιογραφικές, αν και αρκετά οικείες και συγκινησιακές στο senscommun, παραπομπές των Ανελ («θα γίνουμε Κούγκι»), ή, ακόμα, και με την υπενθύμιση, πάλι εκ μέρους των Ανελ, του ενωτικού εθνικο-αντιστασιακού παραδείγματος του Γοργοπόταμου. Η αντίσταση κατά των «ξένων», συνεπώς, αποτελεί την κοινή ιδεολογική μήτρα της αριστερο-δεξιάς συνεύρεσης, αντίσταση η οποία φέρει ατόφια μέσα της μία ολόκληρη κοσμοαντίληψη, μια μανιχαϊστική ιδεολογία: την συνωμοσιολογία τόσο ως παρανοϊκό τρόπο εξήγησης αυτού που συμβαίνει, όσο και ως απορρέουσα από αυτή μέθοδο απάντησης στις «προκλήσεις».[12] Χρονολογικά τελευταία απόδειξη αυτού του τρόπου εξήγησης και απάντησης στις προκλήσεις της πραγματικότητας, ένα πρωτοσέλιδο της εφημερίδας «Η Αυγή», το οποίο θα καταγγείλει «σχέδιο αποσταθεροποίησης από το παλιό πολιτικό σύστημα» (λίγο πριν κλείσει η συμφωνία της λεγόμενης «αξιολόγησης» με τους δανειστές), επισημαίνοντας, ταυτόχρονα, το νέο «ανένδοτο» στο οποίον έχει αποδοθεί η κυβέρνηση υπέρ της «σταθερότητας».[13]
Πάνω από όλα, και κυρίως, αυτό που πρέπει να κρατήσουμε, εδώ, από την επίκαιρη ανάλυση του Γάλλου φιλόσοφου και ιστορικού των ιδεών είναι ότι ο λαϊκισμός δεν είναι ένα, ας πούμε, αυτοφυές κοινωνικό φαινόμενο, δεν εκφράζει τον «λαό» σε μία υποτιθέμενη «φυσική» κατάσταση, δεν εκπροσωπεί μία εικαζόμενη λαϊκή αυθεντικότητα, όπως προσπαθούν να μας πείσουν οι οπαδοί του λαϊκισμού. Ο Ταγκιέφ, αναφερόμενος στις κοινωνικές κινητοποιήσεις που εναντιώνονται στο «σύστημα», θα υπογραμμίσει εμφατικά: « ‘ο λαϊκισμός’ δεν είναι το χαρακτηριστικό των λαϊκών εξεγέρσεων, αποτελεί στοιχείο της πολιτικής προσφοράς των νέων λαϊκών ηγετών, οι οποίοι έμαθαν να αιχμαλωτίζουν τα πάθη του λαού και να τα απηχούν.» Ο λαϊκισμός, με άλλα λόγια, είναι προϊόν κατασκευής από μέρους των λαϊκιστικών ελίτ, γιατί υπάρχουν και τέτοιες ελίτ, λαϊκιστικές πολιτικές ελίτ, αυτές που ο Ταγκιέφ ονομάζει «νέοι δημαγωγοί», οι οποίοι, από ό,τι φαίνεται, μας εισάγουν σε μία νέα εποχή, αυτή των «νέων δημαγωγών».
Αυτός ο λαϊκισμός (η μορφή, δηλαδή που παίρνει η δημαγωγία στην μοντέρνα εποχή), αυτός ο εθνικολαϊκισμός (που επιτίθεται στο «σύστημα» και εθνικοποιεί το κοινωνικό υποκείμενο της διαμαρτυρίας, το «λαό») είναι που μας εισάγει στην «μεταδημοκρατία», σε αυτές τις «νεο-δημοκρατίες», που δεν είναι στην πραγματικότητα παρά «δημοκτατορίες» («démocratures»), όπου το κυρίαρχο χαρακτηριστικό τους είναι ο αυταρχικός περιορισμός των πολιτικών ελευθεριών (βλ. Πολωνία, Ουγγαρία, Ρωσία, Τουρκία, και, βέβαια, η Βενεζουέλα των Τσάβες και Μαδούρο), στο φόντο μιας φορμαλιστικής λειτουργίας της δημοκρατίας, στην ουσία μιας ψευδο-δημοκρατίας. Αλλά, επίσης, και ταυτοχρόνως, η αλήθεια είναι ότι αυτή η είσοδος στις «μεταδημοκρατίες» δεν θα καθίστατο εφικτή, αν οι φιλελεύθερες-δημοκρατικές ελίτ δεν είχαν αποκοπεί από την κοινωνία, αν το δημοκρατικό πολιτικό σύστημα δεν είχε αποδυναμωθεί από την κρίση αντιπροσώπευσης, ακόμα, από μία αδιαφορία αυτών των ελίτ ενώπιον των νέων κοινωνικών προβλημάτων.[14] Αδιαφορία, η οποία ουσιαστικά προκύπτει, σύμφωνα με τον Ταγκιέφ, από τον προσηλυτισμό αυτών των ελίτ στην ιδεολογία ενός «μετα-εθνικού κόσμου», εντός του οποίου τα πολιτικά έθνη εκλαμβάνονται ως εμπόδια που πρέπει με κάθε τίμημα να ξεπεραστούν.
Περί τζιχαντισμού
Η συναρπαστική ανάλυση περί τζιχαντισμού στην οποία προβαίνει ο συγγραφέας, εκκινώντας από την αναγκαία εννοιολόγησή του (το τζιχάντ αποτελεί «τον πυρήνα της συγκαιρινής ριζοσπαστικής ισλαμιστικής ιδεολογίας»), δείχνει ότι είναι εσφαλμένη η ταύτισή του με τους Ολοκληρωτισμούς, έστω και αν η συσχέτισή του με τον φασισμό στο επίπεδο της «ψυχολογίας», στον εκθειασμό της «δύναμης» έχει ένα, οριακό παρ’ όλα αυτά, νόημα. Για τον Ταγκιέφ, η αναγκαία στρατιωτική και ιδεολογική αντιμετώπιση του τρομοκρατικού φαινομένου, του βίαιου ριζοσπαστικού ισλαμισμού, από κοινού με την απαραίτητη υπεράσπιση της κοσμικότητας (ενάντια στην κανονιστική πολυπολιτισμικότητα, δηλαδή τον πολυκοινοτισμό, που αποτελεί το νέο credoαριστεριστών αλλά και ορισμένων οπαδών του σοσιαλ-φιλελευθερισμού, καθώς και του «αμιγούς» φιλελευθερισμού), δεν πρέπει να μας αποκρύπτουν ότι κάτω από αυτό το φαινόμενο βρίσκεται μία «επιστροφή» του θρησκευτικού στοιχείου, του «ιερού», το οποίο επιβίωσε παρά την δυτική απομάγευση, παρά την κυριαρχία της πολιτικής και πολιτισμικής νεωτερικότητας. Κυριαρχία, η οποία ουσιαστικά δεν κάλυψε το σύνολο του πλανήτη. Αυτή η επιστροφή, θα πρέπει να μας κάνει να αναστοχασθούμε τόσο πάνω στην μη-επιχειρησιακή προσφυγή σε περιγραφές του τύπου «ισλαμο-ναζί», νέα «βαρβαρότητα», όσο και πάνω στην ιδεολογική και πολιτισμική προσφορά της Δύσης, των δυτικών δημοκρατιών, των κερδισμένων από τον ηδονιστικό ατομικισμό, προς τους νέους της, κυρίως τους «ριζοσπαστικοποιημένους» νέους της: τα ιδεώδη που τους προσφέρει είναι ικανά να ανταγωνισθούν τις συγκινησιακές εντάσεις που προσφέρει το ένοπλο μαχητικό ισλάμ («την χαρά μέσα στο κακό»); Ταυτοχρόνως, ο Ταγκιέφ διερευνά την σχέση του τζιχάντ με το ισλάμ και, παραθέτοντας θέσεις έγκυρων ισλαμολόγων (αλλά ακόμα και του Σαλμάν Ρουσντί), αποφαίνεται ότι ο τζιχαντισμός έχει σχέση με το ισλάμ, χωρίς ωστόσο να ταυτίζεται το «ισλάμ» με την τρομοκρατία. Σε ένα ακόμα πιο πρόσφατο κείμενό του (που δεν περιέχεται στον εν λόγω τόμο), ο συγγραφέας θα καταθέσει «δεκαεπτά θέσεις» για τις περίπλοκες σχέσεις μεταξύ ισλαμισμού, αντι-ισλαμισμού και ισλαμοφοβίας[15], υποδεικνύοντας τις εργαλειοποιήσεις ενός υπαρκτού φαινομένου, του αντι-μουσουλμανικού ρατσισμού, μέσω τής, και για στρατηγικούς σκοπούς, κατάχρησης του όρου «ισλαμοφοβία», τόσο από ριζοσπαστικούς ισλαμιστικούς κύκλους, όσο και από τους συμμάχους τους, τους «ισλαμο-αριστεριστές», οι οποίοι έχουν υποκαταστήσει το παλιό προνομιακό κοινωνικό τους υποκείμενο, το προλεταριάτο, από τους μετανάστες μουσουλμανικής θρησκείας, ως τους νέους «της γης τους κολασμένους», βαφτίζοντας το ισλάμ «θρησκεία των φτωχών».
Αντισημιτισμός και συνωμοσιολογία
Αν σε όσους ασχολούνται συστηματικά με τον αντισημιτισμό είναι γνωστός ο μεταπολεμικός μετασχηματισμός του φαινομένου, αυτού του «μακροβιότερου μίσους στον κόσμο», η μετα-φυλετική του, ακριβώς, περίοδος, για τον Ταγκιέφ, προσδιορίζεται ως «νέα εβραιοφοβία»[16]. Η νέα εβραιοφοβία ουσιαστικά εκφράζεται μέσα από το μίσος για το Ισραήλ, μίσος που στην πλέον αδιάλλακτη και ιδεοτυπική του απεικόνιση καλλιεργείται και εκφέρεται από τον ριζοσπαστικό ισλαμισμό και τους συμμάχους του. Ο απόλυτος ή ριζοσπαστικός «αντι-σιωνισμός» είναι η ιδεολογική καρικατούρα μέσω της οποίας εκφράζεται με ψευδο-αντιρατσιστικό τρόπο ο αντι-εβραϊκός ρατσισμός. Στο πλαίσιο αυτό, κυρίαρχη φιγούρα του αναδεικνύεται η διεθνής κινητοποίηση BDS («BoycottDesinvestissementSanctions»), η οποία στην ουσία δεν είναι, όπως διατείνεται, μία εκστρατεία υπεράσπισης των Παλαιστινίων, αλλά μία ιδεολογικο-πολιτική επιχείρηση απονομιμοποίησης του Ισραήλ, το «ανθρωπιστικό πρόσωπο» μιας πολεμικής προπαγάνδας, που έχει την στρατηγική στόχευση της εξαφάνισής του (με ειρηνικό ή βίαιο τρόπο). Αυτή η μεταμόρφωση του αντισημιτισμού και η εμμονική επικέντρωση στην ισραηλοφοβία δεν σημαίνει ότι κλασικά στερεότυπα του αντισημιτισμού εξαφανίζονται, αλλά ότι επανέρχονται συγχρονιζόμενα στις νέες απαιτήσεις των αντιεβραϊκών παθών. Για παράδειγμα, το στερεότυπο του «τελετουργικού φόνου» αναβιώνει στην κατηγορία ότι ο ισραηλινός στρατός σε επιχειρήσεις του στην Γάζα δολοφονεί εκουσίως παλαιστινιόπουλα.[17] Κατηγορία, η οποία, όπως γνωρίζουμε, αρκετές φορές διατυπώνεται τόσο από τμήματα της άκρας δεξιάς όσο και από μερίδες της άκρας αριστεράς, ικανό μέρος της οποίας, για να μην πούμε στο σύνολό της (ακόμα όμως και ένα τμήμα της φιλελεύθερης αριστεράς, ακόμα και της φιλελεύθερης δεξιάς), θεωρεί ότι σήμερα η ισλαμοφοβία έχει υποκαταστήσει τον αντισημιτισμό. Αρνούμενη να αποδεχθεί, ακριβώς, τον μετασχηματισμό του τελευταίου μέσα από την διαβολοποίηση του «σιωνισμού» και του Ισραήλ, αποκρύβοντας, ταυτόχρονα, τον εν τοις πράγμασιν εξισλαμισμό της «παλαιστινιακής υπόθεσης» (αυτής της νέας «υπόθεσης του λαού»), η οποία τείνει να αναχθεί σε νέα, οικουμενικών διαστάσεων, «χειραφετητική υπόθεση», αποδίδοντας στους Παλαιστινίους, όπως σημειώνει ο Ταγκιέφ, χαρακτηριστικά «μεσσιανικού λαού»[18].
Έτσι, η νέα εβραιοφοβία, παίρνοντας τα χαρακτηριστικά ενός «ριζοσπαστικού αντισιωνισμού», συμπυκνώνεται στην κατηγορία ότι «αυτοί», οι «Εβραίοι», είναι «κυρίαρχοι» στην Δύση, εξουσιάζουν, κατέχουν τις ΗΠΑ, είναι «ρατσιστές» στην Μ. Ανατολή, συμπεριφέρονται ως «ναζί» έναντι των Παλαιστινίων, «συνωμοτούν» παντού, σε όλον τον κόσμο, για τον «έλεγχο του κόσμου». Η πολύ πρόσφατη αναζωπύρωση των αντιεβραϊκών παθών, της εβραιοφοβίας, τόσο στην Ευρώπη, αφού βέβαια έχουν προηγηθεί οι δολοφονίες των Εβραίων μαθητών στην Τουλούζη (2012), η επίθεση στο εβραϊκό μουσείο των Βρυξελλών, αλλά και στο εβραϊκό σούπερ-μάρκετ στο Παρίσι (αμέσως μετά την επίθεση στο CharlieHebdo), όσο και στις ΗΠΑ (αλλά και στην Ελλάδα μέσω και των βεβηλώσεων μνημείων αφιερωμένων στο Ολοκαύτωμα, αλλά και παλαιότερα, χωρίς ποτέ να συλλαμβάνονται), διαψεύδει τους ιδιοτελείς, στις περισσότερες περιπτώσεις, ισχυρισμούς περί του «τέλους του αντισημιτισμού», καλώντας μας, όπως σχετικά σημειώνει ο Ταγκιέφ, σε μία πιο απαιτητική ανάλυση των αιτίων ενός φαινομένου με πλανητική διάσταση. Και, σε κάθε περίπτωση, όπως εμφατικά σημειώνει ο συγγραφέας, αν είναι ο φόβος αυτός που υπερισχύει στον αντι-μουσουλμανικό ρατσισμό, την ισλαμοφοβία, στην εβραιοφοβία, αυτό που υπερισχύει είναι το μίσος κατά του Ισραήλ και, μέσω αυτού, κατά των Εβραίων, όλων των Εβραίων θεωρούμενων ως «σιωνιστών». Το Ισραήλ αποτελεί αντικείμενο συστηματικής, απροϋπόθετης, μονομερούς, αποδομητικής κριτικής, ο εθνικισμός του δαιμονοπείται («παγκόσμια σιωνιστική συνωμοσία») και απορρίπτεται, ακόμα και εν ονόματι ενός μετα-εθνικού ιδεώδους (του τύπου: είμαστε σε μια διαδικασία υπέρβασης των κρατών-εθνών, και ο σιωνισμός συνιστά «αρχαϊσμό»), την ίδια στιγμή που εξυμνείται ο παλαιστινιακός εθνικισμός «στη βάση των νορμών των ‘ρομαντικών εθνών’, αυτών του εθνικο-απελευθερωτικού εθνικισμού που εγκωμιάζει την εθνική ανεξαρτησία και κυριαρχία.»[19]
Στο πλαίσιο αυτής της πλανητικής διάστασης της σημερινής εβραιοφοβίας, δηλαδή της σχετικής υπέρβασης των επιμέρους εθνικών ιδιομορφιών που συμβάλλουν στην ανάπτυξή της, ο Ταγκιέφ θα επισημάνει, ακριβώς, το ειδικό βάρος της ισλαμιστικής και «αντισιωνιστικής» προπαγάνδας και πρακτικής, οι οποίες ενσωματώνουν και επικαιροποιούν την ίδια την ουσία των αντιεβραϊκών παθών. Ας επιτραπεί, στο σημείο αυτό, να παραθέσουμε ατόφιο το σχετικά σύντομο «συμπέρασμα» του τελευταίου (αμετάφραστου στην ελληνική γλώσσα) βιβλίου του Ταγκιέφ για τον σημερινό αντισημιτισμό, το οποίο, κατά τη γνώμη μας, εντοπίζει και συνοψίζει με εκπληκτικό και ερμηνευτικά αξεπέραστο μέχρι στιγμής τρόπο τον θεολογικο-πολιτικό πυρήνα των εβραιόφοβων παθών συσχετίζοντάς τα άμεσα με μία δαιμονολογική εβραιόφοβη συνωμοσιολογία:
Ο ορισμός [του αντισημιτισμού] που δόθηκε από τον Σαρτρ διατηρεί την ευστοχία του: ‘Ο αντισημιτισμός είναι μια μανιχαϊκή και πρωτόγονη κοσμοαντίληψη όπου το μίσος κατά του Εβραίου καταλαμβάνει τη θέση του μεγάλου εξηγητικού μύθου’. Όλο όμως και συχνότερα, στην μανιχαϊκή αντίθεση όπως αυτή επαναλαμβάνεται από την ‘αντισιωνιστική’ ρητορική, ο ‘σιωνισμός’ παίρνει τη θέση του ‘Εβραίου’. Είναι σημαντικό να νοηματοδοτηθεί επακριβώς η έκφραση ‘ριζοσπαστικός’ ή ‘απόλυτος αντισιωνισμός’. Ο ριζοσπαστικός αντισιωνισμός τοποθετείται στην καρδιά της ‘νέας εβραιοφοβίας’, παγκοσμιοποιημένης και ιδεολογικά μετα-αντισημιτικής [σημ. : με την έννοια της μετα-φυλετικής]. Το μεγάλο, πλανητικής έκτασης, εβραιόφοβο κύμα που παρατηρείται σήμερα έχει πρωταρχικό μοχλό μία αντι-ισλραηλινή βουλγκάτα η οποία, επεξεργασμένη τόσο από τη σοβιετική όσο και από την αραβο-μουσουλμανική προπαγάνδα των δεκαετιών 1950 και 1960, διαδόθηκε γρήγορα από τα τέλη της δεκαετίας του 1960. Αυτή η παγκοσμιοποίηση έλαβε χώρα αμέσως μετά τον πόλεμο των Έξι Ημερών (Ιούνιος 1967), στη βάση μιας ριζοσπαστικής μορφής αντισιωνισμού, ο οποίος απέρριπτε ρητά το δικαίωμα στην ύπαρξη του Ισραήλ, που καταγγελλόταν και γινόταν αντικείμενο διαβολοποίησης ως ‘ρατσιστικό’ και πολεμοχαρές κράτος, εξομοιούμενο ειδικότερα με το σύστημα απαρτχάϊντ της πρώην Νοτιο-αφρικανικής Δημοκρατίας, ακόμα και ως ναζιστικό κράτος. Αυτός ο δαιμονολογικός αντισιωνισμός εκδηλώνεται σε μινιμαλιστικό επίπεδο μέσω συστηματικά αντι-ισραηλινών θέσεων: ο συστηματικός τους χαρακτήρας αποτελεί τον ορατότερο δείκτη του απόλυτου αντισιωνισμού. Χαρακτηρίζοντάς τον απόλυτο ή ριζοσπαστικό, τονίζουμε την απουσία κάθε προϋπόθεσης, κάθε ορίου και κάθε μέτρου στο μίσος κατά του Ισραήλ, ως κράτους-έθνους όπου πραγματώθηκε το σιωνιστικό πρόταγμα. Αυτό το ουσιοκρατικό και πλανητικό μίσος αποτελεί ένα διαβατήριο για τον αφανισμό του εβραϊκού κράτους. Επομένως, δεν πρόκειται για μία κριτική εξέταση της μιας ή της άλλης πολιτικής του Ισραήλ, αλλά για μια καταδίκη σε θάνατο που εξαπολύεται κατά του εβραϊκού κράτους. Αν οι Εβραίοι ή οι ‘σιωνιστές’ μπορούν να αποτελούν το αντικείμενο ενός απόλυτου μίσους, αυτό οφείλεται στο ότι εκλαμβάνονται ως ‘τέκνα του διαβόλου’, μία επινόηση της χριστιανικής κουλτούρας που διαδόθηκε παγκοσμίως. Ανάμεσα στις πλέον επικαλούμενες και αενάως αναπροσαρμοζόμενες δαιμονολογικές δεισιδαιμονίες χριστιανικής προέλευσης, συναντάμε την αναπαράσταση των Εβραίων ως μελών μιας σέκτας ή μιας παγκόσμιας λίγκας που προετοιμάζουν μυστικά την κατάκτηση, την κυριαρχία, την εκμετάλλευση ή την καταστροφή της μη εβραϊκής ανθρωπότητας. Κάθε αντιεβραϊκή ομάδα ερμηνεύει και προσαρμόζει, με εθνοτικοκεντρικό τρόπο, τον μύθο της μεγάλης παγκόσμιας συνωμοσίας, προσδιορίζοντας ως στόχο της το μέρος εκείνο που αυτή [η ομάδα] κρίνει ως την πλέον ανθρώπινη της ανθρωπότητας (την χριστιανοσύνη για τους χριστιανούς, τον ισλαμικό κόσμο για τους μουσουλμάνους). Ο ιστορικός Νόρμαν Κον (NormanCohn), στον πρόλογό του (που χρονολογείται από τον Αύγουστο του 1966) στην πρώτη έκδοση του σημαντικού βιβλίου του για ‘Τα Πρωτόκολλα των Σοφών της Σιών’ και τις μετενσαρκώσεις του μύθου της ‘διεθνούς εβραϊκής συνωμοσίας’, πρόσφερε μία πολύ διαφωτιστική γενική υπόθεση για τις απαρχές και την διαρκή δόμηση του ευρωπαϊκού αντισημιτισμού: ‘Έτσι, κατά τη γνώμη μου, ο πλέον οξύς αντισημιτισμός [thedeadliestformofantisemitism], αυτός ο οποίος καταλήγει σε σφαγές και στην γενοκτονική επιχείρηση, δεν έχει μεγάλη σχέση με πραγματικές συγκρούσεις συμφερόντων μεταξύ ζώντων ατόμων, ούτε ακόμα με την ρατσιστική προκατάληψη [racialprejudice] ως τέτοια. Πυρήνας του είναι ότι οι Εβραίοι—όλοι οι Εβραίοι, και παντού—αποτελούν αναπόσπαστο μέρος μιας συνωμοσίας αποφασισμένης να καταστρέψει και έπειτα να κυριαρχήσει στην υπόλοιπη ανθρωπότητα. Και αυτή η πίστη είναι απλώς μία εκσυγχρονισμένη και εκκοσμικευμένη παραλλαγή των μεσαιωνικών λαϊκών αναπαραστάσεων, σύμφωνα με τις οποίες οι Εβραίοι ήταν μία λίγκα μάγων που χρησιμοποιήθηκαν από το Σατανά για την πνευματική και φυσική καταστροφή της χριστιανοσύνης’.
Αυτή η υπόθεση, θεμελιωμένη στην θεωρία της εκκοσμίκευσης των θρησκευτικών πίστεων και των θεολογικών εννοιών, εισάγει, μέσα στα ιδρυτικά κίνητρα κάθε εβραιόφοβου φορέα, τον ‘παρανοϊκό φόβο μιας παγκόσμιας εβραϊκής συνωμοσίας’. Σε αυτή την προοπτική, μπορούμε να θεωρήσουμε ότι η δαιμονοποίηση του Εβραίου, επινόηση του μεσαιωνικού χριστιανισμού, επανέρχεται σήμερα στον κόσμο διαμέσου της ισλαμιστικής και ‘αντισιωνιστικής’ προπαγάνδας, όποιος και αν είναι ο πολιτικός χρωματισμός της.[20]
Δύο σχετικά πρόσφατες έρευνες που διεξήχθησαν για τον αντισημιτισμό στην Ελλάδα (2014 και 2015), και τα πορίσματα των οποίων μόλις δημοσιεύθηκαν, δείχνουν με αναντίρρητο τρόπο όχι μόνον το υψηλό ποσοστό της εβραιοφοβίας στην χώρα (που προσεγγίζει το 70%), αλλά και την στενή διαπλοκή που υπάρχει ανάμεσα σε μια εθνοτικο-θρησκευτική πρόσληψη της ελληνικής εθνικής ταυτότητας και την αντισημιτική συνωμοσιολογία.[21] Επικυρώνοντας, με άλλα λόγια, την ανωτέρω υπόθεση του Ταγκιέφ για τον συνωμοσιολογικής τάξης θεολογικο-πολιτικό πυρήνα της εβραιοφοβίας, αυτές οι έρευνες δείχνουν την τοπική παραλλαγή του γενικού σήμερα συνωμοσιολογικού εβραιόφοβου κανόνα, εντός του οποίου, όπως αυτές εμπειρικά διαπιστώνουν, ο αντι-ισραηλισμός, η ναζιστικοποίηση του εβραϊκού κράτους, ο (επιλεκτικός) φιλοπαλαιστινισμός κατέχουν εξέχουσα θέση.
Να ξανασκεφθούμε τον «εχθρό»
Τα κείμενα που έχουν συγκεντρωθεί σε αυτόν τον τόμο, κείμενα τα οποία έχουν γραφεί το τελευταίο χρονικό διάστημα (τα περισσότερα μεταξύ Δεκεμβρίου 2016-Ιανουαρίου 2017), μας δίνουν τη δυνατότητα να σκεφθούμε τις βασικότερες εκδοχές του σημερινού εξτρεμιστικού φαινομένου, μέσα από μία βαθιά ανάλυση ως προς τα αίτιά τους, τις περιπλοκές τους, εμμένοντας ιδιαίτερα στην σαφή εννοιολόγηση των εξεταζόμενων κάθε φορά φαινομένων. Όπως, ακόμα ένα παράδειγμα (μετά από αυτά του λαϊκισμού, της άκρας δεξιάς, του τζιχαντισμού και της νέας εβραιοφοβίας), την έννοια του εξτρεμισμού, τον οποίο ο Ταγκιέφ θα τον ορίσει ως «τροπή του πνεύματος και έναν τρόπο του δραν ή του αντιδράν, ας πούμε ένα ύφος σκέψης και δράσης». Ένας εξτρεμισμός, ο οποίος, ωστόσο, όπως διεισδυτικά αναλύει ο συγγραφέας, τείνει προς την «απο-εξτρεμοποίησή» του, με την έννοια, και σε ό,τι αφορά τον λαϊκισμό (δεξιό και αριστερό), αυτός, υπό την μορφή της «αντι-συστημικότητας», βρίσκεται στο «κέντρο» πολιτικών επιλογών μεγάλων τμημάτων των ευρωπαϊκών (και όχι μόνο) κοινωνιών∙ οι περιπτώσεις του Brexit (και του Τράμπ), τα υψηλά εκλογικά ποσοστά κομμάτων όπως του γαλλικού «Εθνικού Μετώπου» ή του αυστριακού FPÖ, του «Κινήματος» του Γκρίλο στην Ιταλία, καθώς και οι αριστεροί σχηματισμοί Podemos και Σύριζα, επικυρώνουν αυτή την παράδοξη «κανονικοποίηση» του εθνικολαϊκιστικού «εξτρεμισμού», της εξέγερσης κατά των ιθυνουσών ελίτ, αυτής της περίεργης ενδοσυστημικής αντισυστημικότητας, όπως την έχουμε αποκαλέσει αλλού. Αυτές οι ελίτ, υπό την ομηρία παρελθουσών επιλογών τους, αλλά και ενώπιον επιλογών που πρέπει να συνεχίζουν να κάνουν, εν μέσω μιας «χαοτικής παγκοσμιοποίησης», επιλογές των οποίων τα αποτελέσματα δεν ελέγχουν, διεκδικούν το δικό τους «κέντρο», ας πούμε, τη συναινετική κανονικότητα. Περίοδος αβεβαιότητας, σύγχυσης, όπου αυτός ο συνωστισμός στο «κέντρο», που στην περίπτωση του τζιχανισμού, για παράδειγμα, εκφράζεται μέσα από μία επικίνδυνη ρουτινοποίηση της τρομοκρατικής βίας (του τύπου: «να μάθουμε να ζούμε με την βία», πράγμα που προκαλεί μία αυξανόμενη συναίνεση σε αντι-φιλελεύθερες πολιτικές «ασφάλειας», όπως επισημαίνει ο Ταγκιέφ), επιβάλλει να αρχίσουμε να ξανασκεφτόμαστε πολιτικά. Πράγμα που σημαίνει: να ξανασκεφθούμε τον «εχθρό», άρα, να τον ορίσουμε, αποκαθιστώντας, έτσι, το νόημα της πολιτικής, του πολιτικού στοιχείου, όχι για να απαντήσουμε με πολεμικό τρόπο σε «φαντάσματα», ούτε για να αναπαράγουμε επικίνδυνους μύθους, αλλά για να παραχθούν συναινέσεις, που είναι προϊόντα της υπαρκτής πραγματικότητας και όχι ηθικολογικές ιδεοληψίες. Όπως, ακριβώς, το έχει επισημάνει ο Ουμπέρτο Έκο, τα λόγια του οποίου παραθέτει ο Ταγκιέφ στον ανά χείρας τόμο: «Η πολιτική δράση δεν μπορεί να αποφύγει τον εχθρό, που πρέπει να τον ταυτοποιεί και να τον κατασκευάζει πριν τον χρησιμοποιήσει για πολιτικούς σκοπούς. Όπως σημειώνει ο Ουμπέρτο Έκο, ‘το να έχεις εχθρό είναι σημαντικό για να έχεις ταυτότητα, αλλά και για να αντιμετωπίζεις ένα εμπόδιο, να αναμετράς το αξιολογικό σου σύστημα και να δείχνεις την μεγαλοψυχία σου’. Το πολιτικό φαντασιακό των σημερινών δημοκρατιών δεν ξεφεύγει από τη ρουτίνα και τη στασιμότητα παρά με την προϋπόθεση ότι αναγνωρίζει εχθρούς, ή, ακριβέστερα, ταυτοποιεί φημισμένους θανάσιμους εχθρούς για τη δημοκρατική ιδέα και αναμετράται με αυτούς. Πράγμα το οποίο, σε καμία περίπτωση, δεν αποκλείει το στόχο της εξομάλυνσής τους ώστε αυτοί να ενσωματωθούν, σύμφωνα με την κανονιστική ισχύ του δημοκρατικού οπτιμισμού, ο οποίος απορρίπτει τη θέση του μη-αναγώγιμου, του ριζικού κακού. Αυτή είναι η αισιόδοξη στρατηγική της ‘απο-ριζοσπαστικοποίησης’, η οποία, υποθέτοντας ότι τα ‘ριζοσπαστικοποιημένα’ άτομα μπορούν να επανέλθουν στον χώρο των δημοκρατικών αξιών και νορμών, θα μπορούσε να τύχει εφαρμογής, σε επίπεδο αρχής, για κάθε μορφή εξτρεμισμού».
Σε ένα από τα τελευταία του βιβλία για την άνοδο της εθνικολαϊκιστικής δεξιάς στην Ευρώπη, ο Ταγκιέφ, επικεντρωνόμενος στην κυρίαρχη εθνικιστική διάσταση της φυσιογνωμίας της, θα την συνδέσει ευθέως με το πολιτικό έλλειμμα της ευρωπαϊκής ενοποίησης, επισημαίνοντας χαρακτηριστικά: «Το πρόσφατο εθνικιστικό κύμα στην Ευρώπη αποκαλύπτει μία αδυναμία η οποία για μεγάλο διάστημα παρέμενε αόρατη από την ευρωπαϊκή κατασκευή, που ήταν επικεντρωμένη σε διαδικασιακά ζητήματα σε βάρος του πολιτικού. [Αυτό το κύμα] υποδεικνύει κάτι σαν επιστροφή της πολιτικής με απρόβλεπτο τρόπο».[22] Αυτός ο απρόβλεπτος, ο διαστροφικός τρόπος επιστροφής του πολιτικού, μέσω ενός αντιπολιτικού «εξτρεμισμού», ενός βολονταρισμού, ενός ντεσιζιονισμού, όπως τον έχουμε, από την πλευρά μας, αποκαλέσει[23], είναι οι αυταπάτες του εθνικολαϊκισμού (δεξιού και αριστερού), και δεν θεραπεύεται παρά ίσως με μία επίκαιρη αποκατάσταση της ίδιας της πολιτικής. Παρ’ όλα αυτά, το κρισιμότερο, και αναπάντητο για την ώρα, ερώτημα, εν μέσω ανάβλυσης του νεο-εθνικισμού, είναι τούτο: «(…) αν η προσήλωση των πολιτών στην άϋλη κληρονομιά που φτιάχνει την συλλογική τους ‘ταυτότητα’ μπορεί να συμφιλιωθεί με τις απαιτήσεις της παγκοσμιοποίησης, οι οποίες, χωρίς να είναι υπεράνω πάσης υποψίας, δεν πρέπει να μετασχηματίζονται σε κατηγορικές προσταγές, αλλά σε αντικείμενα κριτικού στοχασμού και, αν είναι δυνατόν, σε παροτρύνσεις να φαντασθούμε νέες δημοκρατικές μορφές. Στο μεταξύ, δεν πρέπει να εγκαταλείπεται το έθνος στους ξενόφοβους εθνικιστές. Δεν τους ανήκει, όπως δεν τους ανήκει και ο πατριωτισμός…».[24] Το μείζον αυτό πρόβλημα, σε μια επιτελεστική του, ας πούμε, παραλλαγή, θα μπορούσαμε να το διατυπώσουμε και ως εξής: η αποκατάσταση του πολιτικού, πάντα μέσα σε ένα πλαίσιο δημοκρατικού-φιλελεύθερου ανταγωνισμού, είναι απαράβατη προϋπόθεση της οποίας η εκπλήρωση θα μπορούσε να συμβάλλει αποφασιστικά στην απο-ουσιοποίηση των εθνικιστικών αναφορών, των ουσιακών προσλήψεων της «ταυτότητας» και της «εθνικής κυριαρχίας», δηλαδή στην «απο-ριζοσπαστικοποίηση» του σημερινού εθνικιστικού κύματος.
- Το ανωτέρω κείμενο συνθέτει και αναπτύσσει ρισμένα σημεία των ομιλιών που έγιναν στην Θεσσαλονίκη (21/3/2017) και την Αθήνα (6/4/2017), στις δημόσιες παρουσιάσεις του βιβλίου του Pierre-André Taguieff, Ο εξτρεμισμός και τα είδωλά του. Επίκαιρες σκέψεις για τον τζιχαντισμό, την άκρα δεξιά, τον αντισημιτισμό, τον λαϊκισμό και τη συνωμοσιολογία, Θεσσαλονίκη, Επίκεντρο, 2017.
[1] Για τις εν γένει επιχειρήσεις «δαιμονοποίησης» στο πλαίσιο του πολιτικού ανταγωνισμού και εκφασισμού του αντιπάλου (reductionadhitlerum), βλ. Pierre-André Taguieff, Le diable en politique. Réflexions sur l’ antilepénisme or dinaire, Παρίσι, CNRS Éditions, 2014.
[2] Και σε αυτό ειδικά το σημείο γνωρίζουμε ότι συμφωνεί το μεγαλύτερο μέρος της επιστημονικής βιβλιογραφίας, ανεξαρτήτως, ως ένα σημείο τουλάχιστον, της (περισσότερο ή λιγότερο) εικαζόμενης πολιτικής θέσης των ερευνητών. Ο γνωστός μαρξιστής (τροτσκιστής) ιστορικός Πέρυ Άντερσον θα κάνει λόγο, αναφερόμενος στα εν λόγω ακροδεξιά κόμματα, για «αντισυστημικά κινήματα της δεξιάς», βλ. Perry Anderson, «Bouillonement antisystème», Le Monde Diplomatique, Μάρτιος 2017, σ 1, 10-11. Επίσης, ενδεικτική είναι και η ουσιαστική άρνηση του σημαντικού ιστορικού του μεσοπολεμικού φασισμού και του δοσιλογικού καθεστώτος του Βισύ Ρόμπερτ Πάξτον να χαρακτηρίσει το εγχείρημα το Ντόναλντ Τραμπ ως «φασιστικό», παρά ορισμένες μεταξύ τους «ομοιότητες» που εντοπίζει, βλ. Robert Paxton, «Trump est un ploutocrate, pas un idéologue», Le Monde, 7/3/2017, σ. 22.
[3] Για μία συνολικότερη θεώρηση αυτού του νεο-εθνικισμού, ο οποίος, εκφραζόμενος μέσα από αυταρχικά «αντι-συστημικά» κόμματα/κινήματα, εμφανίζεται στην βάση ταυτοτικών και εθνικο-κυριαρχικών χαρακτηριστικών βλ. Pierre-André Taguieff, La revanche du nationalisme. Néopopulistes et xénophobes à l’ assaut de l’ Europe, Παρίσι, PUF, 2015.
[4] Perry Anderson, «Bouillonement antisystème», ο.π.
[5] Pablo Iglesias, «Un fasciste a gagné», στηνιστοσελίδατης Mediapart (11/11/2016), https://blogs.mediapart.fr/ivan-villa/blog/111116/trump-et-le-moment-populiste-par-pablo-iglesias
[6] Pierre-André Taguieff, Ο νέος εθνικολαϊκισμός, Πρόλογος: Ανδρέας Πανταζόπουλος, Μετάφραση-επιμέλεια: Αναστασία Ηλιαδέλη-Ανδρέας Πανταζόπουλος, Θεσσαλονίκη, Επίκεντρο, 2013, σ. 70 (οι υπογραμμίσεις δικές μου).
[7] Για την περίπτωση του Podemos βλ. Ανδρέας Πανταζόπουλος, Ο αριστερός εθνικολαϊκισμός. Από την αντιπολίτευση στην εξουσία, Θεσσαλονίκη, Επίκεντρο, 2016, σ. 101-113 (ιδιαίτερα σ. 18, 21). Σε ό,τι αφορά την περίπτωση Μελανσόν, αν και είναι ένα εξελισσόμενο φαινόμενο, με την έννοια ότι η φυσιογνωμία της πρωτοβουλίας υφίσταται μεταμορφώσεις, εν μέρει τουλάχιστον, εν μέσω των προσεχών προεδρικών εκλογών (του Απριλίου-Μαϊου 2017), μπορούμε να παρατηρήσουμε την μείωση των φιλο-μεταναστευτικών του αναφορών, καθώς και μία δειλή ρεπουμπλικανική στροφή του.
[8] Βλ. αναλυτικά Pierre-André Taguieff, L’ Illusion populiste. Essai sur les démagogies de l’ âge démocratique, Παρίσι, Flammarion, 2007. Η λειτουργία του λαϊκισμού ως «ιδεολογίας», σύμφωνα με τον Ταγκιέφ, είναι υπαρκτή και προκύπτει κυρίως όταν αυτός συναντά την «παράδοση» (σ. 190-193).
[9] Βλ. Gino Germani, Authoritarianism, Fascism, and National-Populism, Νιού Μπρανζβάϊκ, Νιού Τζέρσεϋ, Transaction Books, 1978, σ. 113-120. Ο Ταγκιέφ, ξεκινώντας ήδη από τα μέσα της δεκαετίας του 1980 να αντιμετωπίζει υπό αυτό το εθνικολαϊκιστικό πρίσμα το γαλλικό FrontNationalτου Ζαν-Μαρί Λε Πεν, θα καταθέσει την πρώτη σχετική ολοκληρωμένη τυπολογική του ερμηνεία το 1997 (στα ελληνικά θα μεταφρασθεί το 2008), βλ. Πιέρ-Αντρέ Ταγκυέφ, «Ο λαϊκισμός και η πολιτική επιστήμη. Από την εννοιολογική πλάνη στα πραγματικά προβλήματα», Μετάφραση: Γιάννης Μπαλαμπανίδης, Νέα Εστία, τχ. 1816, Νοέμβριος 2008, σ. 795-848. Βλ. επίσης, Pierre-André Taguieff, Ο νέος εθνικολαϊκισμός, ο.π. Την επανεπεξεργασμένη από τον Ταγκιέφ κατηγορία περί εθνικολαϊκισμού χρησιμοποιήσαμε για πρώτη φορά για να προσεγγίσουμε στην Ελλάδα την περίπτωση του ΠΑΣΟΚ, βλ. Ανδρέας Πανταζόπουλος, «Για το λαό και το έθνος». Η στιγμή Ανδρέα Παπανδρέου 1965-1989, Αθήνα, Πόλις, 2001.
[10] Ανδρέας Πανταζόπουλος, Ο αριστερός εθνικολαϊκισμός. Από την αντιπολίτευση στην εξουσία, ο.π., σ. 101-113 (σ. 110).
[11] Pierre-André Taguieff, L’ Illusion populiste, ο.π.
[12] Ανδρέας Πανταζόπουλος, Ο αριστερός εθνικολαϊκισμός…, ο.π. Επίσης, Ανδρέας Πανταζόπουλος, Ο αριστερός εθνικολαϊκισμός 2008-2013. Από την «εξέγερση» του Δεκέμβρη, τους «Αγανακτισμένους» και τις εκλογές του 2012 μέχρι το νέο κυπριακό ζήτημα, Θεσσαλονίκη, Επίκεντρο, 2013.
[13] Για την ιδεολογικο-πολιτική λειτουργία των συνωμοσιολογικών εξηγήσεων, εκτός από το οικείο κεφάλαιο του ανά χείρας τόμου, βλ. και Pierre-André Taguieff, Συνωμοσιολογική σκέψη και «θεωρίες της συνωμοσίας», Πρόλογος: Ανδρέας Πανταζόπουλος, Μετάφραση-επιμέλεια-επίμετρο: Αναστασία Ηλιαδέλη, Θεσσαλονίκη, Επίκεντρο, 2015.
[14] Βλ. και Pierre-André Taguieff, «Η εξέγερση κατά των ελίτ: το νέο λαϊκιστικό κύμα», στην ιστοσελίδα της μηνιαίας επιθεώρησης TheBooks’ Journal (12/6/2016, Μετάφραση: Ανδρέας Πανταζόπουλος), http://booksjournal.gr/slideshow/item/2168-%CE%B7-%CE%B5%CE%BE%CE%AD%CE%B3%CE%B5%CF%81%CF%83%CE%B7-%CE%BA%CE%B1%CF%84%CE%AC-%CF%84%CF%89%CE%BD-%CE%B5%CE%BB%CE%AF%CF%84-%CF%84%CE%BF-%CE%BD%CE%AD%CE%BF-%CE%BB%CE%B1%CF%8A%CE%BA%CE%B9%CF%83%CF%84%CE%B9%CE%BA%CF%8C-%CE%BA%CF%8D%CE%BC%CE%B1.
[15] Βλ. Pierre-André Taguieff, «Δεκαεπτά θέσεις για τον ισλαμισμό, τον αντι-ισλαμισμό και την ισλαμοφοβία», στην ιστοσελίδα της μηνιαίας επιθεώρησης TheBooks’ Journal (30/3/2017, μετάφραση: Ανδρέας Πανταζόπουλος), http://booksjournal.gr/slideshow/item/2552-17-theseis-gia-ton-islamismo-kai-thn-islamofobia
[16] Πιο αναλυτικά, Πιέρ-Αντρέ Ταγκυέφ, Τι είναι αντισημιτισμός;, Μετάφραση: Αναστασία Ηλιαδέλη-Ανδρέας Πανταζόπουλος, Αθήνα, Εστία, 2011.
[17] Βλ. και Pierre-André Taguieff, Une France antijuive? Regards sur la nouvelle configuration judéophobe, Παρίσι, CNRS Éditions, 2015, σ. 90.
[18] Όπως θα σημειώσει αλλού ο Ταγκιέφ, αυτός ο λυτρωτικός φιλοπαλαιστινισμός, που στην πράξη ισοδυναμεί με αντισιωνισμό της εξόντωσης, έχει με τον γλαφυρότερο ίσως τρόπο εικονογραφηθεί από τα ακόλουθα λόγια του Ζαν Ζενέ, για τον οποίον «η παλαιστινιακή επανάσταση» δεν ήταν «μια συνηθισμένη μάχη για μια κλεμμένη γη, ήταν ένας αγώνας μεταφυσικός». Και ο Ταγκιέφ με καίριο τρόπο θα σχολιάσει: «Ο συγγραφέας δεν ήξερε ότι συναντούσε αυθορμήτως ένα μοτίβο του ναζιστικού αντισημιτισμού, που διατυπώθηκε από τον Άλφρεντ Ρόζενμπεργκ τον Οκτώβριο του 1924, στο επίμετρο του βιβλίου του με τίτλο ‘Τα Πρωτόκολλα των Σοφών της Σιών και η παγκόσμια εβραϊκή πολιτική’(1923): ‘Στην ιστορία μας, ο Εβραίος ορθώνεται ως ο μεταφυσικός μας αντίπαλος’», βλ. Pierre-André Taguieff, Une France antijuive?, ο.π., σ. 95 (οι υπογραμμίσεις δικές μου).
[19] Βλ. αναλυτικότερα, Pierre-André Taguieff, Israël et la Question Juive, Les Provinciales, 2011, σ. 173-181 (σ. 179).
[20] Pierre-André Taguieff, L’ Antisémitisme, Παρίσι, PUF (σειρά: Que sais-je?), 2015, σ. 115-117.
[21] Γιώργος Αντωνίου, Σπύρος Κοσμίδης, Ηλίας Ντίνας, Λεόν Σαλτιέλ, Αντισημιτισμός στην Ελλάδα σήμερα. Εκφάνσεις, αίτια και αντιμετώπιση του φαινομένου, Θεσσαλονίκη, Heinrich Böll Stiftung, 2017 (https://gr.boell.org/el/2017/03/02/o-antisimitismos-stin-ellada-simera)
[22] Pierre-André Taguieff, La revanche du nationalisme, ο.π., σ. 229.
[23] Ανδρέας Πανταζόπουλος, Ο αριστερός εθνικολαϊκισμός. Από την αντιπολίτευση στην εξουσία, ο.π., σ. 11-52.
[24] Pierre-André Taguieff, La revanche du nationalisme, ο.π., σ. 236.