Το ερώτημα που ετέθη ενώπιον των Ιταλών αφορούσε την δυνατότητα πραγματοποίησης μιας ευρύτατης συνταγματικής μεταρρύθμισης με επίκεντρο τις σχέσεις Βουλής-Γερουσίας στο ιταλικό πολιτικό σύστημα. Ο Ματέο Ρέντσι σε μια προσπάθεια άσκησης πίεσης στο εκλογικό σώμα μετέτρεψε την ψήφο στο δημοψήφισμα σε ψήφο εμπιστοσύνης προς την Κυβέρνηση. Τελικά οι σχέσεις Βουλής- Γερουσίας θα παραμείνουν οι ίδιες ακριβώς όπως και χθες αλλά σήμερα «η Ευρώπη κλυδωνίζεται», «η Ευρώπη διαλύεται». Ένα ερώτημα αμιγώς εθνικό μεταφράστηκε από όλους τους αναλυτές ως αν οι Ιταλοί να είχαν ψηφίσει στο ερώτημα «θέλετε να παραμείνουμε στην Ευρωπαϊκή Ένωση»; Κατά κάποιον τρόπο τα ερωτήματα στα δημοψηφίσματα είναι σαν αυτά τα ύπουλα ενδοοικογενειακά ερωτήματα ελέγχου: «Αγάπη μου πάχυνα;». Αν ο σύζυγος πέσει στην παγίδα και απαντήσει ειλικρινά, η απάντηση δεν θα σημαίνει πως το ταίρι του πήρε κάποια κιλά αλλά ότι την απατά, δεν τη θέλει πια, η σχέση περνάει κρίση και θέλει να χωρίσουν.
Δεν θα ανακαλύψουμε την πυρίτιδα αν πούμε ότι οι λαοί δεν σκέφτονται ορθολογικά. Μια ερμηνεία όμως που θα απέδιδε όλη την ευθύνη διατάραξης της ομαλότητας στην απαιδευσιά του κόσμου θα ήταν καθησυχαστική μόνο για τον ύπνο των ελίτ και των ευρωπαϊκών ηγεσιών. Οι ίδιοι οι ιταλοί ψηφοφόροι παρέβλεψαν την ουσία του ερωτήματος και απάντησαν αρνητικά, καταψήφισαν τον κόσμο όπως βαδίζει, αρνήθηκαν μικροαλλαγές συντήρησης στην καθημερινότητά τους. Έχει γραφτεί ότι οι ψηφοφόροι ψηφίζουν σταθερά αντισυστημικά, όποιο και αν είναι το ερώτημα. Δεν θέλουν αυτό που έχουν, όποιο και αν είναι το άλλο που θα το αντικαταστήσει. Η ανάγνωση αυτή έχει μερίδιο αλήθειας αλλά νομίζω δεν εξαντλεί όλες τις δυνατές τιμές αληθείας που εμπεριέχει η εμμονική καταψήφιση του ισχύοντος συστήματος.
Η απάντηση που δίδεται στην κρίση περιλαμβάνει ορισμένα μπαλώματα στις ανοιχτές πληγές, μεταρρυθμίσεις βελτίωσης του statusquo, αργές και μακροχρόνιες αλλαγές οι οποίες, σύμφωνα με τις μελέτες που τις υποστηρίζουν, θα αποφέρουν λίγους καρπούς ύστερα από μερικές δεκαετίες. Στο μεταξύ οι εκλογές διεξάγονται στο σήμερα. Κανείς ψηφοφόρος δεν θα πειστεί να ψηφίσει το 2017 με τον τρόπο που του υποδεικνύεται ως ορθολογικός για να βελτιωθεί η ζωή του το 2030.
Η έλλειψη ελπίδας και οράματος κατευθύνει πλέον ενσυνείδητα την εκλογική συμπεριφορά. Αυτό δεν σημαίνει ωστόσο ότι υπάρχει κατά λογική αναγκαιότητα στροφή απομάκρυνσης από τις αρχές του δυτικού πολιτισμού, από το διεθνιστικό όραμα και αντικατάστασή τους από τα εθνικιστικά πρότυπα απομονωτισμού και ευρω-διάσπασης. Πρόκειται για λογικό άλμα. Στην παρούσα συγκυρία, το αντιπαράδειγμα στο σύστημα φέρει πράγματι αυτά τα χαρακτηριστικά. Αν όμως υπήρχε ένα βιώσιμο αντιπαράδειγμα, αρθρωμένο πάνω στις ευρωπαϊκές αξίες, ρηξικέλευθο και δραστικό, ίσως να προσέλκυε εξ ίσου ή και περισσότερο μαζικά. Στον ευρωπαϊκό λόγο οφείλει να αρθρωθεί ευρωπαϊκός αντίλογος. Η Ευρώπη πρέπει να χτίσει ένα αντιπαράδειγμα στο δικό της παράδειγμα που θα δίνει άμεσα προοπτική σε πλατιές μάζες. Ακόμα και αν δεν μοιάζουν ορθολογικά κάποια ρίσκα, θα πρέπει ο ανορθολογισμός των λαών να καταγραφεί ως παράμετρος σχεδιασμού και δράσης. Η Ευρώπη πρέπει άμεσα να αφήσει την επιλογή πλεύσης στην ήσυχη πλευρά του ποταμού και να εμπνεύσει νέα οράματα με μεγάλες και ριζικές μεταβολές. Κοινή εθνική άμυνα, κοινή οικονομική πολιτική ή ακόμα και διευθέτηση των χρεών των κρατών μελών μέσα από διεθνή συλλογική συνδιάσκεψη θα σηματοδοτούσαν μια νέα αρχή. Ένα νέο όραμα.
Η απάντηση ότι ενδεχομένως μοιραζόμαστε το ίδιο όραμα αλλά δεν θα μοιραστούμε και τα λεφτά μας φαντάζει πλέον αρκετά κοντόφθαλμη. Σε λίγο καιρό οι ελίτ και οι ηγεσίες θα ικανοποιούνται επειδή οι δημοσκοπήσεις θα προβλέπουν επιτέλους με ασφάλεια τα εκλογικά αποτελέσματα, όπως έγινε στην Ιταλία. Θα πανηγυρίζουν δηλαδή επειδή θα προβλέπουν επιτυχώς την ανατροπή τους.