Ο νέος πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών, από το νέο έτος, θα έχει να διαχειριστεί και το θέμα των ισλαμικών τρομοκρατικών οργανώσεων. Προτού δούμε τις πτυχές του θέματος, να θυμηθούμε τι έχει πει κατά την προεκλογική του καμπάνια:
Για τη Συρία:
- Στις 10 Φεβρουαρίου 2016 σε συνέντευξη για το κανάλι CBS δήλωνε: «Τι θα γίνει αν διώξουμε τον Άσαντ; Ό,τι και στην Λιβύη;
- Νωρίτερα, στις 13 Οκτωβρίου 2015, είχε δηλώσει στην εφημερίδα Guardian: «Αυτοί που υποστηρίζουμε στη Συρία είναι χειρότεροι από τον Άσαντ».
- Στις 21 Ιούλιου 2016, σε συνέντευξη στους NewYorkTimes, υποστήριζε ότι «πριν διώξουμε τον Ασσάντ πρέπει να ξεμπερδέψουμε με το Ισλαμικό Κράτος. Νομίζω ότι αυτή είναι η πραγματική απειλή εκεί».
Για το Ισλαμικό Κράτος:
- Σε προεκλογική του ομιλία στις 27 Απριλίου 2016 είπε: «έχω ένα μήνυμα για το Ισλαμικό Κράτος: οι μέρες σας είναι μετρημένες».
- Στις 13 Ιουνίου 2016 ανέφερε: «Διώξαμε τον Καντάφι και θέλουμε να διώξουμε και τον Άσαντ χωρίς να έχουμε σχέδιο για μετά. Έτσι όμως το Ισλαμικό Κράτος γίνεται πιο δυνατό από εμάς».
- Στις 15 Αυγούστου 2016, σε προεκλογική ομιλία, είπε: «πρέπει να [δουλέψουμε μαζί με] τους συμμάχους μας στην περιοχή, με το Ισραήλ, την Αίγυπτο και την Ιορδανία, αυτούς δηλαδή που αναγνωρίζουν ότι το Ισλαμικό Κράτος είναι η ιδεολογία του θανάτου».
Ποιοι θα στελεχώσουν την ομάδα του για την αντιμετώπιση της τρομοκρατίας;
Ασαφές/Άγνωστο ακόμα. Προεκλογικά, τα πρόσωπα που περιστοίχιζαν τον Tραμπ και τον συμβούλευαν σε θέματα τρομοκρατίας είχαν αμφισβητηθεί αρκετά. Ένας εξ αυτών, ο Ουάλιντ Πέιρς, λιβανεζοαμερικανός καθηγητής, πρώην σύμβουλος και του υποψηφίου για την προεδρία Μιτ Ρόμνυ το 2012, θεωρείται «ύποπτος» για σχέσεις με παραστρατιωτικές οργανώσεις κατά τον εμφύλιο του Λιβάνου την δεκαετία του 1980. Τα άλλα δυο πρόσωπα που έχουν μπει στο στόχαστρο των επικριτών του Tραμπ είναι ο Τζορτζ Κέλογκ και oΡίτσαρντ Σμιτζ, και οι δυο άμεσα σχετιζόμενοι με τν διακυβέρνηση Τζορτζ Μπους του νεότερου. Αξίζει να σημειωθεί ότι, προεκλογικά, τον Αύγουστο του 2016, πενήντα διακεκριμένα στελέχη του Ρεπουμπλικανικού κόμματος σε θέματα εθνικής ασφαλείας τόνιζαν, σε επιστολή τους στους NewYorkTimes, ότι δεν θα υποστήριζαν τον Τραμπ στις εκλογές. Η αλήθεια είναι ότι ορισμένοι εξ αυτών δεν είχαν καμιά εμπειρία σε θέματα τρομοκρατίας και ιδιαίτερα στα θέματα του Ισλαμικού Κράτους. Τις μέρες που ακολούθησαν την εκλογή Τραμπ, διάφορα δημοσιεύματα του Τύπου σημειώνουν ότι ο νέος πρόεδρος δυσκολεύεται να στελεχώσει τις θέσεις εθνικής ασφαλείας. Ένας πρώην σύμβουλος του Τζορτ Μπους, του νεότερου, oΠωλ Ροζενσβάιγκ, προέβλεψε ότι «ο Tραμπ θα βρει κάποιους για τις ανώτερες θέσεις σε θέματα ασφαλείας, αλλά θα δυσκολευτεί να βρει εκείνους που ουσιαστικά θα τρέξουν την κυβέρνηση σε καθημερινό επίπεδο».
Oεπικρατέστερος με τα σημερινά δεδομένα υπουργός Αμύνης ή επόμενος Σύμβουλος Εθνικής Ασφαλείας είναι ο Μάικ Φλυν, Δημοκρατικός, πρώην διευθυντής της Υπηρεσίας Αμυντικών Πληροφοριών που έφυγε από το πόστο του το 2014. Το μόνο που γνωρίζουμε για τις απόψεις του Φλυν σχετικά με το Ισλάμ είναι ότι «μια γενιά τρομοκρατών μεγαλώνει στις Ηνωμένες Πολιτείες αυτή τη στιγμή» και ότι πρέπει να δημιουργηθεί στενότερη σχέση με την Ρωσία για την αντιμετώπιση του Ισλαμικού Κράτους. Σημαντικό είναι ότι ο Φλυν υποστηρίζει μαζί με τον Tραμπ ότι ο διοικητής της CENTCOM(δηλαδή της Ενοποιημένης Μονάδας Διοίκησης για τη Μέση Ανατολή, τη Βόρεια Αφρική και την Ασία), Τζόζεφ Βότελ, πρέπει να προτείνει ένα σχέδιο τριάντα ημερών εναντίον του Ισλαμικού Κράτους η να παραιτηθεί – κάτι που αν μη τι άλλο γεννά προβληματισμούς.
Πόσο καταλαβαίνει το θέμα;
Ο Τζορτζ Μπους ο νεότερος και ο Μπαράκ Ομπάμα προσπάθησαν να πιέσουν για πολιτικές ελευθερίες στη Μέση Ανατολή μέσω της άμεσης αλλαγής καθεστώτων, με απτά αποτελέσματα την άνοδο της Χαμάς στην Γάζα και την Αραβική Άνοιξη, που σε ορισμένες χώρες έφερε τα αντίθετα αποτελέσματα. Όμως ο Tραμπ, που ως υποψήφιος υποσχέθηκε να εξαλείψει την τζιχαντιστική απειλή εντός και εκτός των Ηνωμένων Πολιτειών, θεωρεί γενεσιουργό αιτία του τζιχαντισμού το ίδιο το (ριζοσπαστικό) Ισλάμ και όχι την κακή διακυβέρνηση και την έλλειψη πολιτικών ελευθεριών. Σε πρώτη φάση, δεν επιθυμεί καμία αλλαγή του statusquo, συνεπώς ο βασιλιάς της Ιορδανίας Αμπντουλά και ο Φατάχ Αλ Σίσι στην Αίγυπτο θα είναι κύριοι σύμμαχοί του στον πόλεμο εναντίον της τρομοκρατίας. Η καμπάνια του Τραμπ, επίσης, καλλιέργησε τη θεωρία ότι οι μουσουλμανικές κοινότητες στην Ευρώπη και στην Αμερική γνωρίζουν τους τρομοκράτες εκ των έσω. Αυτή είναι η μισή αλήθεια, και ισχύει μόνο για την Ευρώπη, σε χώρες της οποίας (Γαλλία, Βέλγιο κ.λπ.), όντως, η ριζοσπαστικοποίηση και η προσέγγιση γίνεται μέσω των θρησκευτικών ισλαμικών κοινοτήτων. Στις ΗΠΑ όμως, εκτός του ότι αποτελούν τη δεύτερη πιο μορφωμένη κοινότητα μετά τους Εβραίους και, ως εκπρόσωποι μιας ανθηρής μεσαίας τάξης είναι οι πλουσιότεροι μουσουλμάνοι στον κόσμο, δεν υπάρχουν (τουλάχιστον έως τώρα) στοιχεία από τα οποία να προκύπτουν ότι εκτρέφουν στους κόλπους τους τζιχαντιστές.
Τέλος, έχει αναφερθεί σχεδόν καθόλου και ουδείς γνωρίζει ποια είναι η ρογραμματική θέση του Τραμπ απέναντι στις οργανώσεις που προέρχονται από την Αφρική. Η Μπόκο Χάραμ στη Νιγηρία, λ.χ., είναι η πιο φονική οργάνωση με συστηματική δραστηριότητα από το 2015 έως σήμερα. Στο Μάλι και στη Σομαλία, επίσης, οι ανύπαρκτες κρατικές δομές αδυνατούν να παρακολουθήσουν την Αλ Κάιντα στο Μαγκρέμπ και την Αλ Σαμπάαμπ.
Θα επαναφέρει τα βασανιστήρια;
Διαφαίνεται όμως διάθεση του νεοεκλεγέντος προέδρου να επαναφέρει την πολιτική των βασανιστηρίων που είχε απαγορεύσει, επισήμως τουλάχιστον, ο Μπαράκ Ομπάμα, και να διατηρήσει τη βάση του Γκουαντάναμο όπου κρατούνται οι περισσότεροι τρομοκράτες. Το πρώτο πρόβλημα που προκύπτει εδώ είναι ότι αμερικανοί στρατιωτικοί διοικητές στο Ιράκ ανέφεραν σε καταθέσεις τους ότι πολλοί από τους μαχητές τζιχάντι φανατίζονται περισσότερο με τα βίντεο με τα βασανιστήρια· κι είναι γνωστό ότι ένας από τους δράστες της δολοφονικής εισβολής στα γραφεία της γαλλικής σατιρικής εφημερίδας CharlieHebdo είχε «εμπνευστεί» από τις εικόνες των φυλακών του Αμποί Γκράιμπ στο Ιράκ. Συνεπώς δεν είναι σίγουρο ότι η επαναφορά της πολιτικής των βασανιστηρίων θα λειτουργήσει προς τη θετική κατεύθυνση. Επιπλέον, σύμφωνα και με τις πρόσφατες δηλώσεις του πρώην διευθυντή της CIA, Μάικλ Χέιντεν, δεν μπορούν οι πράκτορες τις CIA να εφαρμόσουν τέτοιες εντολές.
Η χρήση drones;
Toπρόγραμμα για τη χρήση των drones ξεκίνησε κατά την προεδρία Μπους και ο πρόεδρος Oμπάμα το συνέχισε. Παρά τον ευρύτερο θαυμασμό που συχνά επιδεικνύεται γι’ αυτό, η αλήθεια είναι ότι είχε μεικτά αποτελέσματα: από το 2009 ώς το 2015 σκοτώθηκαν περίπου 2.500 τρομοκράτες σε 450 επιχειρήσεις με drones, ανάμεσα σε αυτούς επιφανή στελέχη της Αλ Κάιντα όπως ο Ανουάρ Αλ Αουλάκι. Όπως όμως είπε ένας ακραίος κληρικός, το 2012 στην Υεμένη, «κάθε θάνατος από droneγεννά δέκα τζιχαντιστές». Όπως και στην περίπτωση των βασανιστηρίων, τα drones πολλές φορές παρήγαγαν τα αντίθετα αποτελέσματα.
Συνεπώς;
Οι παραπάνω ερωτήσεις και απαντήσεις ασφαλώς και δεν καλύπτουν ένα τόσο σύνθετο θέμα. Ο νέος αμερικανός πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ δεν έχει, έως σήμερα, αναλάβει δημόσιο αξίωμα, κάτι που, ιδίως στο επίπεδο της εξωτερικής πολιτικής, εγείρει σοβαρά ερωτήματα για την ικανότητα και την αποτελεσματικότητα των πολιτικών του. Η κατάσταση που θα κληρονομήσει από τον πρόεδρο Oμπάμα, εξάλλου, δεν είναι η καλύτερη και τα μέτωπα είναι πάρα πολλά. Δυστυχώς ή ευτυχώς, ο Trump θα έχει λίγες ευκαιρίες για να μεταστρέψει την κατάσταση.