Το τελευταίο χρονικό διάστημα η Παιδεία αναδεικνύεται στον κατ’ εξοχήν τόπο προβολής προσωπικών ματαιοδοξιών. Ένας κενός περιεχομένου λόγος περί αριστείας και μη έχει επικυριαρχήσει με αποτέλεσμα οι παθογένειες να διαιωνίζονται, τα προβλήματα να μεγιστοποιούνται, οι προσωπικές στρατηγικές να εκδηλώνονται σε βάρος των μελλοντικών γενεών κλονίζοντας ακόμα περισσότερο την μεταξύ τους αλληλεγγύη. Η εκφορά του λόγου αυτού έχει τις απαρχές της στις δηλώσεις του πρώην υπουργού Παιδείας, Αριστείδη Μπαλτά. Η αναπαραγωγή του στο πολιτικό φάσμα και στα κοινωνικά δίκτυα υπήρξε αξιοσημείωτη, σε σημείο η περί του αντιθέτου απόδειξη να φτάσει να γίνει η σημαία της μείζονος αξιωματικής αντιπολίτευσης. Συνέπεια του ιδιότυπου αυτού συνθηματολογικού ανταγωνισμού είναι ένας πόλεμος χαρακωμάτων μακριά από τις ανάγκες της εποχής.
Πώς όμως αναπτύχθηκε αυτή η δυναμική; Υπήρξε σχέδιο για την εκπαίδευση; Γιατί η «αριστομανία» εξελίσσεται σε μία προβληματική ιδιόλεκτο του επιμέρους, ανίκανη να εκφράσει το όλον; Ποια είναι δημοκρατικά συνεπής στάση απέναντι στο discourse που αναπτύσσεται; Το παρόν άρθρο φιλοδοξεί να αποκρυπτογραφήσει μέρος των παραπάνω θεμάτων.
Στην περίπτωση του Αριστείδη Μπαλτά, κρίνοντας κάποιος από την προσωπική του βιογραφία, θα μπορούσε να πει ότι μίλησε ως εκφραστής μίας ελίτ που διεκδικεί για τον εαυτό της το ρόλο της αβάν-γκαρντ, ενώ συγχρόνως θέλει τους υπόλοιπους υποταγμένους στο ημίφως για να τους καθοδηγεί ευκολότερα. Συγχρόνως, χλευάζει ρίχνοντας «ρετσινιά» στην υψηλή στοχοπροσήλωση, υπό τον φόβο αντικινήτρων, που η αυταρχική, πάντα αστική εκπαίδευση, δύναται να δημιουργήσει, προωθώντας τον ανταγωνισμό, τις καινοτόμες ανεξάρτητες ιδέες και την αυτοβελτίωση. Στόχος εδώ είναι η ομοιογένεια, ο κοινοτικός εξισωτισμός, ο βάλτος του πνευματικού καταναγκασμού και μιας πειθαρχικής ταξινόμησης που θέλει τους πάντες ίδιους. Η τροπικότητα της βιοεξουσίας και της ιδρυματοποίησης εκφράστηκε ιδανικά σε κείμενο-πόρισμα όπου καταδικαζόταν η «κουλτούρα του καταναλωτικού ναρκισσισμού», λαμβάνοντας μάλιστα τη μορφή ενός «Συμβολαίου Τιμής» μία ερμηνευτικά ασφαλιστική δικλίδα εξουσιασμού.[1]
Οι πρόσφατες προτάσεις για την παιδεία που, σε συνέχεια των προηγούμενων, έχουν στόχο, μεταξύ άλλων, την κατάργηση των εξετάσεων υπό το ηθικοπλαστικό αίτημα της μη διά-κρισης και άρα του μη ελέγχου των δυνατοτήτων και της απόδοσης των μαθητών σε πραγματικό χρόνο, προοικονομεί και ενισχύει τη συνέχεια ενός συστήματος ανέργων διανοουμένων. Υπερπροστατευμένων δηλαδή ατόμων που δεν μπορούν να αντεπεξέλθουν σε συνθήκες πίεσης, αγνοώντας την πραγματικότητα. Εδώ έγκειται και η μεγαλύτερη ειρωνεία. Διότι αν υποθέσει κάποιος ότι το υπάρχον –προβληματικό σίγουρα– σύστημα εκμεταλλευόταν στο έπακρο τα άγχη, τις φιλοδοξίες και τα απωθημένα της ελληνικής οικογένειας για τα παιδιά της, εκτοξεύοντας την εκπαίδευση στο κύριο σύμβολο και μέσο της κοινωνικής ανόδου –και πράγματι, παρά τους ιστορικούς τακτισμούς και τους ανόητους σχετικισμούς, δεν γίνεται να λησμονηθεί το γεγονός ότι στην μεταπολιτευτική Ελλάδα η ταξικότητα αμβλύνθηκε σε σημαντικότατο βαθμό–, οι παραπάνω προτάσεις έρχονται εφησυχαστικά σε μία στιγμή που αφ’ ενός οι οικονομικοί πόροι είναι περιορισμένοι αφ’ ετέρου η ανεργία είναι το μείζον πρόβλημα. Για ορισμένους το πρεκαριάτο γίνεται ο κανόνας. Και εκεί που ο άλλος δεν θα έχει εργασία ή που θα βρίσκεται σε καθεστώς επισφάλειας, έρχεται το νέο σύστημα και με κανονιστικό ύφος του λέει: «Να διαβάσεις τον Καντ». Ο φτωχός αντι-τεχνοκρατισμός, ο εμπαιγμός για τις μετρήσεις και τους αριθμούς, το περιγέλασμα και η συκοφαντία για όσους πετυχαίνουν εξελίσσονται στη νέα θρησκεία εκείνων που, σε τελική ανάλυση, απεχθάνονται την κοινωνική πρόοδο.
Αμέσως μετά την εκφορά της ωμής αυτής, ταυτοτικού προσανατολισμού, κυβερνητικής δήλωσης που περιφραστικώς αναφέρθηκε παραπάνω, η δημόσια σφαίρα κατακλύστηκε από υπερασπιστές της αριστείας. Και αν το πρώτο διάστημα οι αποκρίσεις τους ήταν δικαιολογημένες ένεκα της προκλητικότητας αυτής της αναξιοκρατικής τοποθέτησης, η έντασή τους στο πέρας του χρόνου οδηγεί σε μια επικίνδυνη ατραπό, δημιουργώντας πολλά ερωτήματα. Είναι άραγε τόσο πετυχημένοι στη ζωή τους αυτοί οι κήνσορες του νέου ορθολογισμού; Έχει ανάγκη κάποιος συνειδητοποιημένος άριστος να προβεί σε ακραίες συμπεριφορές αυτοαναφορικότητας διαφοροποιώντας τον ίδιο από τους υπόλοιπους; Μπορεί η αριστεία να γίνεται η σημαία της αντιπολίτευσης όταν μια διαχρονική ματιά στο στελεχικό δυναμικό της σε πείθει για το αντίθετο; Σε μία κοινωνία που δηλητηριωδώς διχάστηκε και χρειάζεται ένα καινό και εμπνευστικό σημείο ειρήνευσης είναι δυνατόν να υπεισέρχεται στην παγίδα της κυβέρνησης και οι σαφώς πιο συγκεκριμένες και κοντά στην πραγματικότητα προτάσεις της να λαμβάνουν τον χαρακτήρα της αριστομανίας; Τι είδους στρατηγική είναι αυτή που επαγγέλλεται την αγορά όταν, την ίδια ώρα, δεν μιλά για υποτροφίες στους πρώτους, ώστε να καταφέρουν την ολοκλήρωση της φυσιογνωμίας τους; Έλαβε χώρα ποτέ η κοινωνία της τελειότητας πέρα από δοκιμιακές ουτοπίες; Ασφαλώς και όχι.
Υπάρχει μεγάλος κίνδυνος μία πολιτική πρόταση που θα έκανε λόγο για καθεστώς αρίστων να αποκλείσει άλλους, εκείνους που δεν μπορούν. Γι’ αυτό η αντιπολίτευση οφείλει με σχολαστικότητα να αναδείξει το ευμετάβλητο της παραγωγικότητας και την ανάγκη της συνεχούς προσαρμοστικότητας, το τι θα πει αξιολόγηση, ατομική επιλογή, ελευθερία και υποχρέωση. Να βγει μπροστά εξηγώντας με δημοκρατική ευθύνη, πως η αριστεία είναι σαν τη δημοκρατία και όλα τα μεγάλα νοήματα, βρίσκονται πάντοτε κάτω από έναν διαρκή αναστοχασμό. Αγωνιζόμαστε να τα βελτιώσουμε, να τα διεκδικήσουμε, να τα προωθήσουμε, να τα προστατεύσουμε, αλλά ποτέ δεν φτάνουμε στο τέλος τους, στην ολοκλήρωσή τους. Με ευθύ τρόπο, να πείσει πως οι υστερο-νεωτερικές κοινωνίες αποτελούνται από πολλά και διαφορετικά πράγματα και ότι σε αυτές έχουν θέση τόσο οι άριστοι όσο και οι ευάλωτοι, ιδιαίτερα σε μία περίοδο αποδιάρθρωσης των βεβαιοτήτων όταν οι τελευταίοι πλήττονται και περισσότερο.
Αυτός που πραγματικά διακρίνεται και ξεχωρίζει στο κοινωνικό συμβόλαιο είναι εκείνος που έχοντας βαθιά επίγνωση των ορίων και των αντιστάσεών του αναγνωρίζει και εκτιμά την προσπάθεια της συμμετοχής, υπερβαίνοντας τους καθρέφτες του ναρκισσισμού. Θαυμάζουμε και προσπαθούμε να μοιάσουμε στους νικητές, δεν γυρνάμε όμως την πλάτη σε όσους δεν τα καταφέρνουν. Ανάμεσα στον εκπαιδευτικό Πεισιστρατισμό της μονολιθικότητας και σε μία κουραστικά επαναλαμβανόμενη ρητορική περί αριστείας –που αν δεν τροποποιηθεί κινδυνεύει να διχάσει– χρειάζεται ένας λόγος για να μας ξεσηκώσει.