Από το γραφείο του Προέδρου διαβάζουμε στην ειδησεογραφία ότι εκδόθηκε η εξής ανακοίνωση
Εν όψει του κλίματος, το οποίο επιχειρείται να διαμορφωθεί τις τελευταίες, ιδίως, ημέρες από δημόσιες τοποθετήσεις και εκδηλώσεις ως προς την έκβαση της διασκέψεως της Ολομελείας του Συμβουλίου της Επικρατείας για τις εκκρεμείς ενώπιον του Δικαστηρίου υποθέσεις των τηλεοπτικών αδειών, ο Πρόεδρος του Συμβουλίου της Επικρατείας έκρινε ότι πρέπει να ματαιωθεί η προγραμματισθείσα (από 13/9/2016) για σήμερα διάσκεψη επί των υποθέσεων αυτών.
Η ανακοίνωση προξενεί σωρεία ερωτημάτων.
- Το κλίμα ήταν γνωστό από πριν, όποιο και αν είναι αυτό. Γιατί λοιπόν δεν ματαιώθηκε εξαρχής η διάσκεψη σε άλλη ημερομηνία; Γιατί έπρεπε να ξεκινήσει και μετά από μιας ώρας συζήτηση να ματαιωθεί; Δεν άλλαξε κάτι στο «κλίμα» μέσα σε αυτή τη μιας ώρας διάσκεψη. Αν ο Πρόεδρος του Συμβουλίου της Επικρατείας θεωρούσε πράγματι ότι η ημερομηνία διάσκεψης της 30ής Σεπτεμβρίου ήταν πρόωρη και ακατάλληλη για να συζητηθεί το θέμα των τηλεοπτικών αδειών τότε κακώς δεν όρισε άλλη ημερομηνία ευθύς εξαρχής. Αντιθέτως, η κινηματογραφική όπως εξελίχθηκε διακοπή, προσέλκυσε ακόμα περισσότερο το δημοσιογραφικό ενδιαφέρον επιτείνοντας τη δημιουργία αρνητικού δημοσίου κλίματος.
- Αν ο λόγος ματαίωσης της διάσκεψης είναι μόνον οι δημόσιες τοποθετήσεις και εκδηλώσεις, τότε πότε ακριβώς θα διεξαχθεί η ματαιωθείσα διάσκεψη; Δεν υπάρχει ούτε μια περίπτωση στο εκατομμύριο να κοπάσει το ενδιαφέρον για το θέμα των τηλεοπτικών αδειών. Το Δικαστήριο, εκ της φύσεως του ως οιονεί συνταγματικό δικαστήριο, κρίνει στην προκειμένη περίπτωση ένα ζήτημα που απασχολεί την πολιτική ζωή και βρίσκεται στο επικέντρο του ενδιαφέροντος. Αυτό δεν πρόκειται να αλλάξει αλλά, αντιθέτως, όσο σέρνεται η οριστική επίλυσή του, τόσο δυναμιτίζεται το κλίμα στη δημόσια ζωή. Το βάρος αυτό οφείλει να το αποδεχθεί το Δικαστήριο και να προχωρήσει απερίσπαστο στην έκδοση απόφασης. Τα πολιτικά κόμματα από την άλλη δεν μπορούν να σιωπούν παραβλέποντας τις πολιτικές διαστάσεις του θέματος επειδή αυτό παρουσιάζει και ορισσμένες νομικές πτυχές. Ούτε βεβαίως είναι δυνατόν να αναβάλλεται διαρκώς η έκδοση απόφασης προκειμένου να πάψουν όλοι να ασχολούνται με το θέμα των καναλιών. Η Δικαιοσύνη πρέπει να αποδίδεται σε χρόνο επίκαιρο, αλλιώς δεν είναι δικαιοσύνη αλλά ιστορία. Οι Δικαστές του ΣτΕ οφείλουν να αρθούν στο ύψος των περιστάσεων και να εκδώσουν απόφαση.
- Εδώ όμως προκαλείται μια πρόσθετη υπόνοια η οποία είναι αδύνατον να μην εγερθεί ακόμα και στον πλέον καλοπροαίρετο κοινωνό της Δικαιοσύνης. Μια υπόνοια που έρχεται να προστεθεί σε μια αλληλουχία «περίεργων» καταγγελιών από δικαστικούς λειτουργούς για παρεμβάσεις στο έργο τους από την πλευρά της εκτελεστικής εξουσίας. Η υπόθεση της κ. Τσατάνη και τα καταγγελόμενα για απειλές από τον κ. Παπαγγελόπουλο παραμένουν προς διερεύνηση. Μια υπόνοια που έρχεται να προστεθεί ως αυτόθροη καχυποψία μετά την προκλητική βεβαιότητα του πρωθυπουργού για το αποτέλεσμα της δίκης, ο οποίος δεν καταλείπει ούτε μία πιθανότητα στο εκατομμύριο να ακυρωθεί ο διαγωνισμός.
Στο σημείο αυτό χρειάζεται να γίνει μια αυστηρή διευκρίνιση. Αν υπάρχουν κρυφές παρεμβάσεις, πιέσεις, εξωθεσμικές απόπειρες επηρεασμού της κρίσης των δικαστών, οι λειτουργοί της δικαιοσύνης υπέχουν διπλή υποχρέωση. Από την μια πρέπει να παραβλέψουν την οποιαδήποτε πίεση και να αποφασίσουν σύμφωνα με το Σύνταγμα και τη συνείδησή τους. Από την άλλη, πρέπει να καταγγείλουν αρμοδίως την ενδεχόμενη απόπειρα παράνομου επηρεασμού τους για να τιμωρηθούν ποινικά οι υπεύθυνοι. Η υποχρέωση αυτή είναι νομική τους υποχρέωση και δεν επαφίεται στην ηθική τους προαίρεση.
Αν τίποτα από όλα αυτά δεν συμβαίνει, τότε πρέπει να υπάρξει οριστική απόφαση άμεσα. Χωρίς αναβολές που δηλητηριάζουν με υπόνοιες την Ελληνική Δημοκρατία.