Η λανθάνουσα λογική είναι ότι ιστορικοί λόγοι διατηρούν τη διδασκαλία της Ορθοδοξίας σε πρώτο πλάνο, αλλά αυτή θα βαίνει σταδιακά μειούμενη, αφού η έμφαση είναι στη διδασκαλία του θρησκευτικού φαινομένου ως κοινωνικού φαινομένου και η διαμόρφωση συνειδήσεων που θα ζήσουν σε ένα πολυπολιτισμικό περιβάλλον, όχι η διαμόρφωση του φρονήματος των μαθητών ως μελλοντικών ορθόδοξων πιστών. Πρόκειται για μία ανατροπή που προκάλεσε και προκαλεί αντιδράσεις και επίσης διαμορφώνει ένα δίλημμα για την εκδυτικισθείσα μεσαία τάξη, που καλείται να κάνει μία λεπτή άσκηση ισορροπίας ανάμεσα σε μια μεταρρύθμιση σύμφωνη με την αντίληψή της για το ουδετερόθρησκο κράτος , έστω κι αν προέρχεται από μία αριστερή κυβέρνηση, και σε ό,τι έχει απομείνει από τη συμμαχία της με την Ορθόδοξη Εκκλησία από τότε που οι μορφωμένες και ευκατάστατες τάξεις της χώρας έβλεπαν την τελευταία ως ανάχωμα απέναντι στον κομμουνιστικό κίνδυνο.
Σε μία άλλη αλλά απολύτως σχετική θεματολογία, ο θάνατος του Αλέξανδρου Βέλιου έφερε στην επιφάνεια το ζήτημα της νομιμοποίησης της ευθανασίας. Για άλλη μια φορά η προσωπική περιπέτεια και ο θάνατος ενός διάσημου ανέδειξε στον δημόσιο διάλογο ένα θέμα που απασχολεί πολλούς αλλά ταυτόχρονα καλύπτεται από σιωπή – όπως ο θάνατος του Μηνά Χατζησάββα είχε αναδείξει στην επικαιρότητα ταυτόχρονα το ζήτημα της καύσης των νεκρών και του συμφώνου συμβίωσης των ομοφύλων.
Ο Αριστείδης Χατζής, αναπληρωτής καθηγητής Φιλοσοφίας Δικαίου και Θεωρίας Θεσμών στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, σε σχετικό άρθρο του (Η Καθημερινή, 11 Σεπτεμβρίου 2016) γράφει με ευθύτητα και ειλικρίνεια:
[Η] περίπτωση του Βέλιου ήταν απλή. Μόνο παράλογη μπορεί να χαρακτηριστεί η περιπέτεια που τον αναγκάσαμε να υποστεί. Όμως, επιπλέον, η απειλή τιμωρίας για τον γιατρό που θα τον βοηθούσε είναι και ανήθικη. Είναι ανήθικη γιατί προσβάλλει βάναυσα την προσωπική αυτονομία του ασθενούς καθώς του επιβάλλει, όπως στον Βέλιο, μια ηθική (τη θρησκευτική ηθική, που θεωρεί την αυτοκτονία και την ευθανασία αμάρτημα), την οποία ο ίδιος δεν δεχόταν. Γιατί, κακά τα ψέματα, αυτός είναι ο πραγματικός λόγος για τον οποίον η ιατρικώς υποβοηθούμενη αυτοκτονία απαγορεύεται σχεδόν σε ολόκληρο τον κόσμο (με ελάχιστες εξαιρέσεις, Βέλγιο, Καναδάς, Λουξεμβούργο, ορισμένες Πολιτείες των ΗΠΑ), όταν έχουν δοθεί επαρκείς πρακτικές απαντήσεις για κάθε ενδοιασμό. Ακόμα και σε χώρες που η εκκλησία δεν είναι τόσο ισχυρή όσο στην Ελλάδα, η απαγόρευση οφείλεται σε βαθιά εδραιωμένες αντιλήψεις κοινωνικής ηθικής που δύσκολα αλλάζουν. Και που δυστυχώς οδηγούν τις κοινωνίες αλλά και τους νομοθέτες να απαγορεύουν οτιδήποτε δεν κατανοούν ή δεν συμμερίζονται.
Στο ίδιο φύλλο της ίδιας εφημερίδας, ακριβώς δίπλα, ο μητροπολίτης Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου Ιερόθεος, με ανάλογη ευθύτητα και ειλικρίνεια, γράφει στην τελευταία παράγραφο του δικού του άρθρου:
Επομένως, η ευθανασία, κυρίως η ενεργητική, είναι μια τεχνικοποίηση του θανάτου, μια ιδιοποίηση και διαχείριση της ζωής και του θανάτου, που δεν υπάγεται στην αρμοδιότητα του ανθρώπου, αλλά αποτελεί δικαίωμα του Θεού που του έδωσε τη ζωή.
Το αγεφύρωτο χάσμα που χωρίζει τις δύο απόψεις δεν νομίζω ότι θα μπορούσε να καταστεί σαφέστερο. Ωστόσο και αναφορικά με το μάθημα των θρησκευτικών, οι αποκλίνουσες απόψεις είναι επί της ουσίας αγεφύρωτες. Είτε αντιλαμβάνεται κανείς τη θρησκεία γενικά, άρα και την Ορθοδοξία ειδικότερα ως έκφανση και κομμάτι της ανθρώπινης εμπειρίας σε παγκόσμια κλίμακα και τη διδάσκει ανάλογα στο ελληνικό δημόσιο σχολείο, ως συνιστώσα μιας ανθρωπιστικής παιδείας που στοχεύει στη διαμόρφωση στάσης ζωής η οποία επιτρέπει τη συμβίωση με αλλόθρησκους, αγνωστικιστές και άθεους, είτε υιοθετεί μια παραδοσιοκρατική και ομολογιακή στάση ανάλογη ή περίπου ανάλογη με αυτή που περιγράφεται με σαφήνεια στο παρακάτω κείμενο του Ηρακλή Ρεράκη, καθηγητή Παιδαγωγικής - Χριστιανικής Παιδαγωγικής της Θεολογικής Σχολής του ΑΠΘ (Ορθόδοξη Αλήθεια, 3 Φεβρουαρίου 2016):
Ο μαθητής ωφελείται να γνωρίσει , κυρίως και πρωταρχικά, τα της δικής του χριστιανικής ταυτότητας και παραδόσεως, για να ξέρει τι θα πράξει σχετικά με το πνευματικό μέλλον του. Είναι ωφέλιμο να μαθαίνει υπεύθυνα στο σχολείο του ότι ο Χριστός είναι για όλους η οδός, η αλήθεια, η ζωή, το φως, ο σωτήρας, ο νικητής του θανάτου και χορηγός της αιώνιας ζωής. Είναι επίσης ωφέλιμο να μάθει ότι μπορεί να φτάσει στα ανώτερα πνευματικά στάδια του φωτισμού και της θεώσεως και να μετέχει στην αιώνια ζωή μόνο στην περίπτωση που εδώ και τώρα –σε αυτή τη ζωή, αφού μετά θάνατον δεν υπάρχει δυνατότητα μετάνοιας– γίνει συνειδητό μέλος του σώματος του Χριστού και διανύσει το στάδιο της αθλήσεως των αρετών, της ασκήσεως, της θεραπείας και της καθάρσεως των παθών. […] Αυτά όλα έχει καθήκον να διδάσκει το ελληνικό σχολείο στους μαθητές και κανένα δικαίωμα να τα αλλοιώνει ή να τα καταργεί.
Πιθανώς λοιπόν οι λεγόμενοι «σκληροί» της Ιεραρχίας να είναι πιο τίμιοι ως προς τις προθέσεις τους ως προς το τι οφείλει να πράξει ένα κράτος το οποίο ακόμα αντιλαμβάνονται ως ελληνορθόδοξο. Το ζήτημα είναι αν μεταξύ αυτών και όσων εμφορούνται από μία ανθρωπιστική πολιτικά φιλελεύθερη κοσμοθεωρία μπορεί να υπάρξει κάποιας μορφής διάλογος και όχι απλώς παράθεση εκατέρωθεν θέσεων. Αμφίβολο.