Στη Δίκη του Κάφκα, ο πρωταγωνιστής, ο μοιραίος Γιόζεφ Κ, ανήμερα των τριακοστών γενεθλίων του, συλλαμβάνεται απροσδόκητα, οδηγείται ενώπιον των ανακριτών του και του αποδίδονται κατηγορίες. Και ο μαραθώνιος εφιάλτης ξεκινά. Ο πρωταγωνιστής παλεύει να αποδείξει την αθωότητά του, όμως η δίκη διαρκεί σε χρόνο, τραβάει πολύ, διαιωνίζεται. Μέρες, μήνες, χρόνια. Ο αγώνας να πείσει για την αθωότητά του τον εξουθενώνει οικονομικά, ψυχικά και κοινωνικά. Έχει υποστεί την ποινή πριν καν δικαστεί, πριν ακουσθεί η ετυμηγορία. Το ιδιαίτερο, το μυστηριώδες παράδοξο στην όλη υπόθεση είναι ότι ο Γιόζεφ Κ δεν ξέρει γιατί ακριβώς τον κατηγορούν. Αν και λαμβάνει κάποιες εξηγήσεις, η κατηγορία παραμένει ρευστή. Στην αρχή του έργου διαμαρτύρεται για την αοριστία αλλά σιγά σιγά μπαίνει στο πετσί του ρόλου του κατηγορούμενου χωρίς να το καταλάβει. Επιτίθεται ή απολογείται σαν να ξέρει τι του προσάπτουν. Όμως δεν ξέρει. Πρέπει να δώσει λόγο για μια παράλειψη στην τράπεζα που δουλεύει ή για τη στάση του απέναντι στους ανθρώπους;
Εσχάτως παρακολουθούμε μια ανελέητη στοχοποίηση προσώπων που κατέχουν ισχυρή θέση στο σύστημα διακυβέρνησης της χώρας, η οποία περιλαμβάνει από εκδότες και καναλάρχες έως πολιτικούς, τραπεζίτες και εισαγγελείς. Ψυχάρης, Αλαφούζος, Γεωργίου, Τσατάνη, Ντογιάκος έχουν μπει στο μικροσκόπιο μιας διαρκούς, εξονυχιστικής και εξοντωτικής έρευνας. Δίκες κλείνουν και ξανανοίγουν. Ο Γεωργίου ξαναδικάζεται ενώ για τον Ψυχάρη, με ασυνήθιστη σπουδή για υπόθεση πλημμελειοδικείου, ασκήθηκε αναίρεση από την ίδια την Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου.
Γιατί όμως κατηγορούνται; Αν ρωτήσετε την κα Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου θα σας πει ότι οι διώξεις δεν είναι ασφαλώς πολιτικές, διώκονται ο ένας για πλαστογραφία, ο άλλος για ανακριβές πόθεν έσχες, ο τρίτος ελέγχεται μόνο πειθαρχικώς. Αδικήματα εκ φύσεως ανίκανα να βάλουν κάποιον φυλακή, αφού στις περισσότερες περιπτώσεις πρόκειται για πλημμελήματα τιμωρούμενα με πρόστιμο ή με χαμηλές ποινές που σηκώνουν αναστολή ή εξαγορά. Γιατί λοιπόν τόσος ντόρος;
Αν ρωτήσετε σε κάποιο καφενείο θα σας πουν την αληθή κατηγορία: «Γιατί αυτοί είναι το Σύστημα, αυτοί που μας έφεραν ώς εδώ». Η κατηγορία αυτή έχει εμπεδωθεί τεχνηέντως στη συνείδηση του κόσμου από το νέο σύστημα εξουσίας. Το καινούργιο σύστημα δείχνει αμείλικτο πρόσωπο απέναντι στο παλιό. Οι αδιάφορες ποινικές διώξεις για μικροαδικήματα, πολλές από τις οποίες θα καταπέσουν στα ακροατήρια, δεν έχουν κανένα δικαστικό ενδιαφέρον. Τι μένει όμως; Η κοινωνική εξουθένωση των διωκομένων, το μαύρισμα, η αόριστη κατηγορία που τους κυνηγά. Τις προάλλες στην Βουλή ο Αλαφούζος, σε ακρόαση ενώπιον αόριστης κοινοβουλευτικής επιτροπής για τα κανάλια, απολογούνταν για την πολιτική στάση που κράτησε ο ΣΚΑΙ στο δημοψήφισμα. Χωρίς να το καταλάβουν, οι ιδιοκτήτες των σταθμών σύρθηκαν στο ρόλο του κατηγορούμενου.
Λογοδοτούν σε κάθε εξωθεσμικό, πρόχειρο, αυτόκλητο «δικαστήριο» για το σύνολο των πεπραγμένων τους. Ένα καλοστημένο καφκικό δράμα. Εκτός της εν εξελίξει δίκης/έρευνας χτίζεται και ένα ολόκληρο εξωδικαστικό πανηγύρι, δηλώσεις πολιτικών «τι να μας πει ο Α αφού είναι υπόδικος», κατευθυνόμενα άρθρα σε εφημερίδες που τους απαξιώνουν με βαρύγδουπους τίτλους «στο σκαμνί ο Χ», κουβέντες, ψίθυροι από δω και από κει «δεν είδες πόσα έκλεψε ο τάδε;»
Ώστε η ίδια η δίκη να μην έχει πλέον καμία σημασία. Οι δικαστικές κατηγορίες χρησιμοποιούνται ως πάτημα από τη νέα εξουσία για να σκυλευθούν οι αντίπαλοι. Ας δικαιωθούν στο τέλος, αφού η πολιτεία θα έχει εξαντλήσει κάθε νόμιμη οδό και παράθυρο. Ο στόχος ήταν να κατηγορηθούν για να λοιδορηθούν στα μανταλάκια. Και ο στόχος εκπληρώθηκε.
Η ετυμηγορία δεν έρχεται ως λύτρωση ενοχής ή αθωότητας. Οι κατηγορούμενοι απολαμβάνουν την ισότητα στην καθυστέρηση απονομής δικαιοσύνης. Αναβολή, αναίρεση, ξανά αναβολή. Μια καφκική Δίκη χωρίς αρχή και τέλος. Μόνο ο χρόνος κυλάει και η νέα εξουσία επιβεβαιώνει την ισχύ της με νόμιμες λειτουργίες και δυσλειτουργίες.