Η τουρκική οικονομία βρίσκεται σε επικίνδυνη καμπή, και αυτό το γνωρίζει πολύ καλά η σημερινή νομενκλατούρα της ερντογανικής πλειοψηφίας, αλλά και η οικονομική αφρόκρεμα της χώρας. Οι τουρκικές κατασκευαστικές εταιρείες, στο σύνολό τους συμφερόντων κοντά και γύρω από τον Ερντογάν, χρωστάνε από δανεισμό, στο τραπεζικό σύστημα της χώρας, περισσότερα από 300 δισ. δολάρια…
Ολόκληρη η χώρα έχει ανακασκευαστεί. Η Τουρκία πλέον είναι αγνώριστη – οι μεγαλουπόλεις της, κυρίως, αλλά και οι μικρότερες πόλεις.
Πέραν αυτών όμως, και των φαραωνικών προτροπών για έργα τύπου: τεχνητό νησί πάνω στο οποίο θα κτιστεί το στάδιο της Τραμπζόν σπορ (από την ΤΟΚΙ, τον κρατικό εργολάβο), έχουν γίνει και πολλά έργα σημαντικά και απολύτως απαραίτητα…
Το δεύτερο αεροδρόμιο στην Ανατολία το έχει αναλάβει σχεδόν εξ ολοκλήρου η Pegasus, αεροπορική εταιρεία που ανήκει στον εγγονό Σαμπαντζή, και έχει αποκτήσει κίνηση που κανείς δεν την περίμενε.. Ήδη η ιδιωτική αυτή αεροπορική εταιρεία έχει παραγγείλει, και θα της παραδοθούν μέχρι το 2023 (να μην το ξαναλέμε, 100 χρόνια από την ίδρυση της Τουρκικής Δημοκρατίας) 120 αιρμπάς.
Από εκεί υπάρχουν καθημερινά δρομολόγια για όλο τον κόσμο.
Οπότε, λόγω κορεσμού του αεροδρομίου Κεμάλ Ατατουρκ, το διεθνές κονσόρτσιουμ τραπεζών ξεκίνησε να χρηματοδοτεί και να κτίζεται το νέο μεγαθήριο αεροδρόμιο της Πόλης, πάλι στην ευρωπαϊκή πλευρά…
Τρεις γέφυρες και μια υπόγεια σήραγγα κάτω από το Βόσπορο – κι όμως, δεν επαρκούν ακόμη για να καλύψουν τις ανάγκες του μεταφορικού φόρτου των τουρκικών αυτοκινητόδρομων.
Αυτά όλα, και οι ευρωπαϊκές επενδύσεις στη χώρα, συγκρατούν την τουρκική οικονομία και δεν κλονίζεται το τραπεζικό της σύστημα… Αλλά θα πρέπει να έχουμε υπ’ όψη μας ότι η Τουρκία παράγει τα πάντα. Κι όταν λέμε τα πάντα, το εννοούμε – και μάλιστα σε πολύ υψηλές ποιότητες, απολύτως ανταγωνιστικές. Ένα απλό παράδειγμα: η τουρκική Ρενώ αγόρασε το πλειοψηφικό πακέτο της Ντάτσια, της ρουμανικής Ρενώ, κι άρχισε να μεταφέρει τμήματα της παραγωγής και στην Τουρκία. Το τελευταίο μοντέλο του Ντάτσια, Ντάστερ, που παράγεται στην Τουρκία, έχει κλείσει ήδη παραγγελίες για περισσότερα από 25.000 αυτοκίνητα μέχρι το 2018, από χώρες της Ευρασίας.
Μου έλεγε κάποτε φίλος υπουργός ότι η τουρκική βιομηχανία επίπλων κουζίνας, κάποια στιγμή, εκτινάχτηκε σε παραγωγικότητα και εξαγωγές, λόγω του ότι οι παραγγελίες από τις χώρες της Ευρασίας είχαν φτάσει σε απλησίαστα, για το παρελθόν, νούμερα. Η μοναδική αιτία: με τη διάλυση της ΕΣΣΔ, οι πολίτες των χωρών αυτών θέλανε να δείξουν ότι κάτι αλλάζει στη ζωή τους – και το πιο φτηνό πράγμα ήταν η κουζίνα, που είναι χώρος καθημερινής συναναστροφής, για όλους αυτούς τους λαούς. Την Κίνα τη μισούν, μουσουλμάνοι και τουρκόφωνοι ως επί το πλείστον εμπιστεύονται το τουρκικο προϊόν.
Ας δούμε τώρα τα παραπάνω δεδομένα πώς επιδρούν στην πολιτική.
Η σχέση της Τουρκίας με την Ευρώπη, από το 2003 και μετά, πέρασε από πολλές διακυμάνσεις.
Τα κριτήρια της Κοπεγχάγης, παρά τις φαινομενικές αντιρρήσεις, η Τουρκία τα αποδέχτηκε πλήρως. Η αντίθεση με την ευρωπαϊκή προοπτική της παλιάς φρουράς του CHP, όπου οι Μπαϋκάλ, Οϋμέν και λοιπές κεμαλικές δυνάμεις ωθούσαν το κόμμα σε μια καθαρά αντιευρωπαϊκή στάση, την εποχή του Ερντογάν ήταν φανερή.
Η πρόθεση των ισχυρών οικονομικών παραγόντων, άλλωστε, ήταν συναινετική, γι’ αυτό στήριζαν απερίφραστα τις ευρωπαϊκές πρωτοβουλίες του Ερντογάν, μάλιστα στήριζαν και πολλά μέτρα που έπαιρνε ακόμα και για το εσωτερικότης χώρας.
Η Ευρώπη, από την άλλη πλευρά, με μια τελείως κλειστοφοβική αντίληψη, ακλουθώντας κυρίως την άθλια πολιτική διάθεση της γαλλικής πολιτικής σκηνής και την πλήρως φοβική, συντηρητική πολιτική της Μέρκελ, περισσότερο έδιωχναν την Τουρκία από την ευρωπαϊκή προοπτική και προσέγγιση, παρά προσπαθούσαν να την προσελκύσουν…
Δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι έδιναν περισσότερα χρήματα στα προγράμματα προβολής και διάδοσης της λογικής του ευρωπαϊκού κεκτημένου στη Βουλγαρία των 7 εκατομμυρίων κατοίκων, απ’ ό,τι στην Τουρκία των 77 εκατομμυρίων.
Ακολουθούσαν, και εξακολουθούν να ακολουθούν έως και σήμερα, να δίνουν τεχνική βοήθεια ένα δισ. ευρώ και, απ’ αυτό το ποσό, να παίρνουν πίσω τα 600 εκατομμύρια, με την επιβολή υποχρεωτικής εργολαβίας σε μεγάλους οίκους της Ευρώπης, λες και η Τουρκία δεν είχε συμβούλους και εξειδικευμένο προσωπικό… Μπορώ να αναφέρω πολλά ακόμα, μικρά και μεγαλύτερα, παραδείγματα της καθημερινής υπονόμευσης από την ΕΕ του ευρωπαϊκού οράματος για τους τούρκους πολίτες.
Όλα αυτά μέχρι τη στιγμή της σύγκρουσης του Ερντογάν με τον Γκιουλέν και της ανάδειξης των οικονομικών σκανδάλων των περί τον Ερντογάν κύκλων και της ίδιας της οικογένειας. Από τη στιγμή εκείνη, το κλίμα αρχίζει και γίνεται πολύ βαρύ για τον ευρωπαϊκό παράγοντα. Ακόμη και το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα, που άλλαξε στο μεταξύ ηγεσία και υποτίθεται ότι προσπαθούσε να εκσυγχρονιστεί, πήγαινε αναφανδόν με τους γκιουλενίστες και υποστήριζε φανερά τις πρωτοβουλίες τους, πολλές φορές παίζοντας και το ρόλο της άτυπης κοινοβουλευτικής τους εκπροσώπησης.
Δεν είναι τυχαίο ότι ο Κιλιτσντάρογλου προτίμησε να υποστηρίξει τον φανατικό ισλαμιστή υποψήφιο, αντίπαλο του Ερντογάν, που τον είχε προτείνει ο Γκιουλ και το Τζεμαάτ, παρά να δείξει τη δική του προσωπική επιλογή, σε μια κορυφαία πολιτική στιγμή για τη χώρα, την πρώτη απ’ ευθείας εκλογή του προέδρου της δημοκρατίας από το λαό. Αυτή ίσως να είναι και η αιτία που έμπλεξαν οι κεμαλιστές στρατιωτικοί με τους οπαδούς του Γκιουλέν ομολόγους τους.
Τι μπορεί να συμβεί, όμως, στο μέλλον; Έπεται συνέχεια.