Από την Κυριακή με τα βάγια και το εκπληκτικό αλληλουάριο, «εκ νυχτός ορθρίζει το πνεύμα», τώρα και πάντα, κολλούσα στον νυμφώνα τον κεκοσμημένο, όπου δεν είχα ένδυμα να μπω. Γι’ αυτό, θυμάμαι, η γιαγιά η Τράντα, πάντα με πιλάτευε να βάλω τα καλά μου, «το βράδον που θα πάμε σην εκκλησία… αετς άμον τον λέτσο θα έρχουστουν;»
Ααααχ, γλυκιά μου Τραντούλα, πόσο με σημαδεύεις ακόμη… Όσο τη θυμάμαι, πενήντα μέρες νηστεία και μέχρι τα ενενήντα κάτι της, που μας κούνησε μαντίλι επειδή κουράστηκε, όρθια και δραστήρια… Ο δε πατέρας της, ο παππούς Πανίκας, εκατόν πέντε τουλάχιστον, έφυγε το 1973…
«Ο νυμφώνας» και λιγότερο το «Ιδού ο Νυμφίος», με άρεζε, διότι το λέγαμε και το αριστερό αναλόγιο, μια φορά ίσως και δυο, αναλόγως της όρεξης που είχε ο παπα Μανώλης, για να ψάλει κι αυτός…
Είχαν προηγηθεί οι τελευταίοι χαιρετισμοί, όπου ο κυρ Βασίλης με έδιδε κατά παράδοση να πω το και «δος ημίν Δέσποτα». Συνήθως, στους πρώτους και στους τελευταίους χαιρετισμούς, το «Άσπιλε…» και το «Και δος ημίν…» το λένε οι δυο ψαλτάδες, αλλά ο κυρ Βασίλης, γέροντας πια, βαριότανε και το έδινε σε μένα.
Μόλις έβλεπε ο Νικόλας, ο δεξής ψάλτης, ότι κρατούσα το βιβλίο, έτοιμος να κατεβώ να πάω μπροστά στην εικόνα του Χριστού, έδινε το βιβλίο, του δικού τους αναλογίου, σε κάποιον από τα τσιράκια του. Και είχε κάμποσα, διότι το ψαλτήρι ήταν τότε, και πάντοτε, καλή αιδοιπαγίδα. Και τότε, στην εκκλησιά και στους Χαιρετισμούς αλλά, κυρίως, τη Μεγάλη Εβδομάδα, ερχόντανε οι πάντες. Και όλες οι ωραίες, και από το συνοικισμό και από παντού… Εξ άλλου κατά μία έννοια, κι εγώ την ύπαρξή μου στην ιδιότητα του ψαλτηρίου αυτή την οφείλω. Η μανούλα μου καψουρεύτηκε τον Τριανταφυλλίδη, νεαρό ψάλτη, αηδόνι, στην παλιά Οσία Ξένη, εκεί στην Παπαναστασίου. Αμ, τι νόμιζες εσύ…
Τη Μεγάλη Πέμπτη μάλιστα, ήτανε η αγαπημένη μου, διότι τελειώναμε μετά τα μεσάνυχτα και γυρνούσα στο σπίτι, έμπλεως μελωδίας, ευτυχίας ζωγραφισμένης στη φάτσα μου, την προδότρα, και φουντωμένος από τις μυρουδιές…
Και το λέω έτσι γιατί σίγουρα δε μυρίσατε οι πιο πολλοί από σας φούλια και βιολέτες και ζουμπούλια, βράδυ στους γεμάτους κήπους, από την Οσία Ξένη μέχρι το σπίτι μας…
Ήταν και φορές που ο πατέρας μου με ρωτούσε, δήθεν δεν ήξερε, ποια μαθήματα είπαμε καλά και τι έμαθα, για να του ψάλω κι εγώ τα αγαπημένα μου… Δύο και πονηρά εποίησεν ο πρωτότοκός σου Ισραήλ… Το «Επί ξύλου» βλέπουσα, που όποτε το έλεγα, δεν ξέρω γιατί, δάκρυζα στο «Υιέ μου, Υιέ μου», που ο δάσκαλος, ο Χαριλάκης, του έδινε μια δραματικότητα αρχαίας τραγωδίας – αφού εξ άλλου από κει ήτανε ξεσηκωμένο…
Κάθε Μεγάλη Παρασκευή, φεύγαμε για εκδρομή πασχαλινή, στην αρχή με το ΒΑΟ κυρίως και τον κυρ Τάσο το Μαμάνη και το Στέφανο το Βαφειάδη, υπαρχηγό την ξαδέρφη τού Σεβαστίκογλου, τη Νινέτα, τη Νίνα Δημητριάδου, κάθε χρόνο οι ίδιοι, παρέα αγαπημένη. Στη διαδρομή με έβαζαν να ψέλνω, μέσα στο πούλμαν, πολλές φορές για να τσιγκλήσουν έτσι τον Τριανταφυλλίδη να κελαηδήσει, διότι επρόκειτο περί αηδονιού…
Όχι γιατί είναι ο πατέρας μου, αλλά είχε μια φωνή τενόρου, και μάλιστα προς τον κόντρα τενόρο, που σε μάγευε… Μια χρονιά δε ο Μαμάνης τον έπεισε και πήγε στο ψαλτήρι και τον άφησαν οι ντόπιοι να ψάλει και δεν έφευγε κανένας από την εκκλησία, μετά τον Επιτάφιο, όταν έψελνε εκείνο το «Δος μοι τούτον τον ξένον»…
Τελευταία φορά, τον άκουσα Μεγάλη Πέμπτη, μη βλέπων πλέον και ανήμπορος, το επτά, όταν άκουγε από την τηλεόραση, τον Χαριλάκη, που έκανε τα χατίρια του άθλιου αυτού μητροπολίτη τον οποίο έχουμε εδώ και κανταδόριζε. Και κάνει τότε, ένα νεύμα με τη δεξιά του παλάμη να γυρνά, σαν να ήτανε στο αναλόγιο με τους μαθητές τριγύρω του, λέγοντας άιντε άιντε…
Κλείσαμε τον ήχο και ξεκίνησε ένα «εξέδυσάν με», που έκλαιγα με λυγμούς και δεν μπορούσα με τίποτε ούτε να τον ισοκρατήσω ούτε τίποτε…
Μια χρονιά, η εκδρομή μας ήτανε για την Κέρκυρα, και φυσικά Μεγάλη Πέμπτη, διανυκτερεύσαμε στο Μέτσοβο, με χιόνια, όπως και όλη η διαδρομή της Κατάρας…
Πήγαμε στην εκκλησία εκεί πάνω από την πλατεία, δεν είχε φως παρά μόνο καντήλια και κεριά… Ακούσαμε τον επιτάφιο όλο, βγήκαμε στην περιφορά γύρω από την εκκλησία και μπήκαμε να ακούσουμε το αγαπημένο μας, τον «’Ηλιον κρύψαντα». Κι αρχίζουν να το ψάλουν, στο δεύτερο «Δος μοι τούτον τον ξένον», κάποιες γυναίκες και μετά κι άλλες, κι άλλες, κι αρχίσανε στο τέλος ένα μοιριολόγι ασύλληπτο. Ένα μοιριολόγι με κλάμα αληθινό, όχι φτιασιδωμένο. Μείναμε εκστατικοί μέχρι αργά. Εγώ, απ’ ό,τι με είπε μετά, είχα αποκοιμηθεί σ’ ένα στασίδι κοντά στη σόμπα.
Με όλα τούτα, βιωμένα, από το πρώτο μέχρι το τελευταίο δευτερόλεπτο, με ένταση και ψυχή, ειλικρινά, θλίβομαι, παρακολουθώντας από τη μια αυτούς που προσπαθούν να κρυφτούν για το ό,τι κάνανε, λες και ντρέπονται γι’ αυτό, και τους άλλους να χλευάζουν, λες και είναι όλα τούτα ασύμβατα.
Κάποια στιγμή θα σας παρουσιάσω αποσπάσματα από μια πολύ παλιά μου δουλειά, για την ποιητική της μεγάλης εβδομάδας, σε σύγκριση με την ποιητική των μπεχτασήδων. Προς το παρόν αρκεστείτε στα ακούσματα που ήθελα να μοιραστώ μαζί σας…