Αρχίζοντας από τα καθ’ ημάς θα πρέπει να περιμένει κανείς τις αντιδράσεις όσων στην Ορθόδοξη Εκκλησία έχουν φρόνημα, όπως οι ίδιοι θα το ονόμαζαν «αντιπαπικό». Μία μειοψηφία στους κόλπους της Ελλαδικής Ορθοδοξίας αντιμάχεται κάθε προσπάθεια προσέγγισης μεταξύ της Ορθόδοξης και της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας και θεωρεί ότι ακόμα και η φυσική παρουσία του Ρωμαίου Ποντίφικα στα ελληνορθόδοξα χώματα αποτελεί βεβήλωση των ιερών και οσίων της φυλής μας. Πώς μπορεί να εμπιστευθεί κανείς τους «Φράγκους» που το 1204 με την 4η Σταυροφορία λεηλάτησαν την μητέρα των Ρωμιών-όπως την αποκαλεί ο Διονύσης Σαββόπουλος- την Κωνσταντινούπολη. Οι απόψεις αυτές μπορεί να μοιάζουν σήμερα εξωπραγματικές όμως έχουν τη στήριξη ιεραρχών, όπως ο Μητροπολίτης Πειραιώς Σεραφείμ οι οποίοι διαθέτουν επιρροή και προβολή από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης.
Η φοβικές αντιδράσεις αυτής της μερίδας αυξάνονται εξ αιτίας της προσωπικότητας του συγκεκριμένου Πάπα, ο οποίος όντως δίνει την εντύπωση ότι έχει μία αίσθηση αποστολής σε οικουμενικό επίπεδο και τολμά να κάνει ανοίγματα που οι προκάτοχοι του θα θεωρούσαν παρακινδυνευμένα. Οι αντίστοιχοι συντηρητικοί κύκλοι της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας δυσπιστούν έναντι της ανοιχτότητας του Φραγκίσκου όπως δυσπιστούν και οι Ορθόδοξοι, Ωστόσο η αλήθεια είναι ότι ο Πάπας τείνει να υιοθετήσει έναν παγκόσμιο ρόλο καλοπροαίρετου πάτρωνα των απανταχού θρησκευομένων πράγμα που προκαλεί αισθήματα φθόνου σε θρησκευτικούς ηγέτες μικρότερου διαμετρήματος και επίσης τείνει να αναδεικνύει την υποψία μίας σχετικιστικής τάσης έναντι της θρησκευτικής αλήθειας, την οποία κάθε θρησκευτική συνομάδωση πιστεύει ότι κατέχει κατ’ αποκλειστικότητα.
Από την άλλη οι ηγετικοί κύκλοι της Δύσης αντιλαμβάνονται τη θρησκεία εργαλειακά, ως μηχανισμό καθοδήγησης του πλήθους προς μία συγκεκριμένη πολιτική κατεύθυνση. Ακόμα κι αν ο Πάπας είναι ειλικρινής ως προς τη χριστιανικότητα της κλήσης του πολύ αμφιβάλλω αν αυτό θα συγκινήσει τους Δυτικούς ηγέτες και θα τους κάνει να λάβουν συγκεκριμένες δεσμεύσεις έναντι του προσφυγικού προβλήματος με άξονα μια δημόσια πολιτική εμπνεόμενη από τη χριστιανική πίστη. Η Δύση αναγνωρίζει τον περιορισμό της πίστης στην ιδιωτική σφαίρα και δυσπιστεί έναντι του θρησκευτικού ενθουσιασμού στην συλλογική ζωή. Αυτό δεν έχει επιτευχθεί ακόμα πλήρως στη χώρα μας και ο κλήρος –ορθά από τη μεριά του- αντιλαμβάνεται ότι όταν η πίστη δεν εκφράζεται στη δημόσια σφαίρα και παραμένει ιδιωτική υπόθεση, η Εκκλησία ως οργανισμός με εγκοσμιοκρατικές βλέψεις περνά μοιραία στο περιθώριο της ζωής της κοινωνίας και των ανθρώπων.
Ως καθωσπρέπει δυτική χώρα η Ελλάδα βαδίζει αυτόν τον δρόμο αλλά η Ελλαδική Εκκλησία αντιδρά ακόμα δίνοντας μια μάχη οπισθοφυλακής. Αν ακολουθήσουμε το δρόμο που χάραξε η Γαλλική Επανάσταση και ο Διαφωτισμός θα πρέπει και εμείς να θεωρήσουμε την περιθωριοποίηση του δημόσιου λόγου των θρησκευτικών ηγετών θετική εξέλιξη και την έκπτωση της πολιτικής ισχύος του κλήρου πρόοδο. Ωστόσο τη χώρα μας θα επισκεφθεί κάποιος που θέλει να ξαναβάλει τον θρησκευτικό λόγο στην δημόσια ατζέντα. Η συνεπής στάση θα ήταν να προτάξει κανείς το πρόγραμμα του διαφωτισμού και να απορρίψει είτε τον φανατικό λόγο του Σεραφείμ είτε τον γιαλαντζί λόγο του Φραγκίσκου.
Αν είναι να λυθεί το πρόβλημα των προσφύγων θα λυθεί επί τη βάσει ενός προγραμματισμού βασιζόμενου στα ανθρώπινα δικαιώματα και τη λογική και όχι δια της επιστροφής στο θρησκευτικά χρωματισμένο δημόσιο λόγο και της εφαρμογής του θελήματος του θεού στη δημόσια σφαίρα. Τα πραγματικά προβλήματα όμως είναι τόσο δύσκολα που οι συμβολισμοί και οι καλές προθέσεις είτε θρησκευτικά είτε ουμανιστικά εμπνευσμένες δεν αρκούν:
«Πώς μπορεί λοιπόν να ελπίζει κανείς ότι ακριβώς στην εποχή μας θα πραγματωθούν τα ιδεώδη εκείνα του Λόγου και της ηθικής, τα οποία σ’ολόκληρη την ιστορία ίσαμε σήμερα δεν ευοδώθηκαν; Αναμφισβήτητα, ο Λόγος, η ηθική και τα ανθρώπινα δικαιώματα δεσπόζουν στο συγκαιρινό μας λεξιλόγιο. Αλλά τούτο συμβαίνει μόνο και μόνο επειδή τα συνθήματα αυτά αποτελούν τους άξονες της δικής μας ιδεολογίας. Σε άλλες εποχές έπιανε κανείς στο στόμα του με ίση τουλάχιστον θέρμη το θεό και το θέλημα του. Αλλά άρκεσε αυτό για να γίνει η εντολή της αγάπης γνώμονας των ανθρωπίνων πράξεων;»[i]
[i] Παναγιώτης Κονδύλης: Το Αόρατο Χρονολόγιο της Σκέψης- Απαντήσεις σε 28 ερωτήματα, Νεφέλη Αθήνα 1998 σελ. 36.