Οι συντονισμένες κατά τα φαινόμενα επιθέσεις στις Βρυξέλλες, με στόχο τον αερολιμένα Ζαβεντέν και το σταθμό του μετρό Mααλμπέκ, που άφησαν τουλάχιστον 31 ανθρώπους νεκρούς, επισφράγισαν δυστυχώς την απειλή που καιρό πλανιόταν πάνω από το Βέλγιο και επιβεβαίωσαν τον χαρακτηρισμό που ειδήμονες απέδιδαν στις Βρυξέλλες, που την αποκαλούσαν «πρωτεύουσα των απανταχού τζιχαντιστών».
Δεν είναι τυχαίο ότι το προάστιο Μολενμπέεκ στις Βρυξέλλες είναι διαβόητο από το 1990 ως ο τόπος της μαύρης αγοράς όπλων που προέρχονται κυρίως από την Ανατολική Ευρώπη. Η περιοχή αυτή έχει στο παρελθόν αναφερθεί σε τρομοκρατικά κτυπήματα. Στην παγίδευση με εκρηκτικά τραίνων στη Μαδρίτη το 2004, ένας από τους συλλυφθέντες και τελικά φυλακισθέντες ήταν από το Μολενμπέεκ. Ενώ η Αγιούμπ ελ-Χαζανί, η Μαροκινή που επιχείρησε να ανοίξει πυρ στο Παρίσι τον Αύγουστο του 2015, πιστεύεται ότι έζησε εκεί για ένα χρόνο.
Με λίγα λόγια, το τοξικό μείγμα σαλάφι-τζιχάντ, σε συνδυασμό με τον υψηλό αριθμό των μαχητών του Ισλάμ που βρίσκονται στη βελγική πρωτεύουσα (υπολογίζεται ότι 120 Βέλγοι έχουν επιστρέψει από τη Συρία και ότι πάνω από 500 έχουν βρεθεί κατά καιρούς στο Ιράκ και στη Συρία, οι περισσότεροι αναλογικά με τον πληθυσμό της χώρας στην Ευρώπη), και με την εύκολη πρόσβαση στα όπλα, έχει κάνει τις Βρυξέλλες hotspot τζιχαντιστών.
Την ευθύνη των επιθέσεων ανέλαβε το Ισλαμικό Κράτος – κι αυτό μοιάζει να επιβεβαιώνει το φόβο ότι οι τρομοκράτες στην καρδιά της Ευρώπης δρουν σύμφωνα με τη θεωρία του παγόβουνου, για κάθε επίθεση δηλαδή που ετοιμάζουν υπάρχουν 3 με 8 θύλακες τζιχαντιστών έτοιμοι για δράση. Οι θύτες του Παρισιού έκαναν χρήση αυτοσχέδιων ζωνών όπως αυτή που είχε προσπαθήσει να ενεργοποιήσει το 2009 σε πτήση της Δέλτα προς Αμερική ένας τζιχαντιστής από τη Νιγηρία. Παράλληλα, οι θύλακες αυτοί λειτουργούν κυρίως ανάμεσα σε Γαλλία, Συρία και Βέλγιο, χρησιμοποιώντας μια εφαρμογή κινητού, την Telegram, η οποία δίνει τη δυνατότητα στα αρχεία να αυτοκαταστρέφονται, χωρίς να μπορεί κανείς να τα ανακτήσει.
Ο τελευταίος εν ζωή από τους τζιχαντιστές του Παρισιού, Αμπντεσλάμ Σαλάχ, συνελήφθη στις Βρυξέλλες στις 18 Μαρτίου, και δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι αυτός και ο Αμπντελχαμίντ Αμπαάουντ πέρασαν και από την Ελλάδα. Το ανθρωποκυνηγητό που κορυφώθηκε με τη σύλληψή του υπογράμμισε τη σχετική ευκολία με την οποία τζιχαντιστές ήταν σε θέση να κρύβονται στην πόλη κάτω από τα μάτια των υπηρεσιών ασφαλείας. Ενώ οι ερευνητές χαιρέτισαν τη σύλληψή του και τον περιέγραφαν ως βαρύτιμο έπαθλο που «αξίζει το βάρος του σε χρυσό», οι επιθέσεις της 22ας Μαρτίου 2016 στις Βρυξέλλες δείχνουν ότι το πρόβλημα της χώρας είναι ευρύτερο από τη σύλληψη μερικών γνωστών προσώπων όπως ο Σαλάχ. Το επικρατέστερο σενάριο είναι ότι δεν ήταν εκδίκηση για τη σύλληψη του Σαλάχ, αλλά εφαρμογή του σχεδίου πουοίδιος είχε καταστρώσει για επιθέσεις. Οι πολλαπλές επιθέσεις στην ίδια πόλη αλλά σε πολλά σημεία απαιτούν σχεδιασμό εβδομάδων, ίσως και μηνών. Άρα, κατά τα φαινόμενα, η σύλληψη του Σαλάχ επιτάχυνε απλώς τις εξελίξεις. Αυτό που πρέπει να προβληματίσει είναι ότι ο σεσημασμένος τρομκράτης ενδεχομένως να είχε καταφέρει να ξαναστήσει μια επιχείρηση και ότι οι εντολές του ήταν τέτοιες ώστε αν πιανόταν αιχμάλωτος το σχέδιο να επιταχυνόταν.
Το βασικό ερώτημα όμως είναι αν αυτή η επίθεση ήταν η αρχή του τέλους της ομάδας του Παρισιού ή η έναρξη δραστηριότητας μιας νέας ομάδας δράσης. Σε κάθε περίπτωση, αποδεικνύεται ότι η τζιχάντ με όποια μορφή και αν εμφανίζεται (Αλ-Κάιντα, Ισλαμικό Κράτος κ.λπ.), είναι σαν τη Λερναία Ύδρα και ότι η αντιμετώπισή της αφορά μια ισχυρή Ενωμένη Ευρώπη και όχι μια Ευρώπη όπου ο καθένας ρίχνει τις ευθύνες στην διπλανή του χώρα και όλοι μαζί στους Γερμανούς.