Κάθε λίγο και λιγάκι ακούμε την εξπρεσιονιστική κραυγή, «μα πού είναι οι διανοούμενοι;». Συνήθως αυτή την κραυγή τη βγάζουν εκείνοι που είναι ζήτημα, αν γνωρίζουν το σχήμα του βιβλίου ή πού βρίσκεται η Εθνική Πινακοθήκη - δεν αναφέρομαι στο Μέγαρο Μουσικής ή στο Εθνικό Θέατρο, γιατί αυτά ανήκουν στον κατάλογο της αναγκαίας επισκεψιμότητας.
Πολύ σωστά, ο συγγραφέας και Πρόεδρος της Ακαδημίας Αθηνών Θανάσης Βαλτινός δήλωνε στο Βήμα (10/1/2016) ότι «οι διανοούμενοι –αλλά και οι ακαδημαϊκοί, δεν τους ξεχωρίζω– μιλούν µε το έργο τους, την ειδική δράση τους. Ο διανοούμενος έχει ένα έργο, το οποίο όμως ο κόσμος που ρωτάει τι κάνουν οι διανοούμενοι το έχει φτύσει. Όταν τα πράγματα είναι καλά, ρίχνουμε τις ζεϊμπεκιές μας, τα σπάμε στα σκυλάδικα και οι διανοούμενοι είναι ανύπαρκτοι. Όταν τα πράγματα δυσκολέψουν, ρωτάμε πού είναι οι διανοούμενοι. Οι διανοούμενοι είναι πάντα εδώ με το έργο τους». Αλλά η μομφή τού «κοίτα ποιος μιλάει», δεν απαντάει στο ερώτημα «πού είναι οι διανοούμενοι».
Για τους κατήγορους του Ζολά, διανοούμενοι δεν είναι αυτοί που τα βάζουν με τα κυρίαρχα κλισέ, αλλά αυτοί που τα αναπαράγουν. Έτσι, διανοούμενος για κάποιους ριζοσπάστες «αριστερούς» είναι αυτός που βλέπει την Αριστερά ως τον αναμφισβήτητο κάτοχο πιστοποιητικών ηθικής ακεραιότητας. Κατά μια άλλη εκδοχή, πάλι, διανοούμενος είναι αυτός που θεωρεί ως δείγμα «ταξικού φθόνου» κάθε μορφή εκδήλωσης του αισθήματος της κοινωνικής αδικίας. Διανοούμενος είναι αυτός που απολυτοποιεί και θεοποιεί τη βία ως ιστορικό μέσο, ή, αντιθέτως, αυτός που την εξοστρακίζει από κάθε ιστορικό πλαίσιο.
Η δημοκρατία της συγκίνησης από τη μια μεριά (Αντρέας Πανταζόπουλος) και η ηθική επένδυση στον ριζοσπαστισμό από την άλλη (Νικόλας Σεβαστάκης), η αποκοπή της βίας από το ιστορικό της πλαίσιο και η απλοποίηση του σύνθετου κοινωνικού παζλ σε «αγαθό ιδιωτικό» και «διεφθαρμένο δημόσιο», όλα αυτά συνθέτουν το πλαίσιο της ηθικοποίησης της πολιτικής, αλλά και της ηθικοποίησης του ρόλου των διανοουμένων. Εδώ ζητείται από τους διανοούμενους όχι να είναι οι άνθρωποι του λόγου, αλλά οι άνθρωποι της ηθικής. Τους ζητούν δηλαδή να πάψουν να βρίσκονται σε σύγκρουση με την αναγκαία γι’ αυτούς ηθικολογία, που εκφράζουν οι εκκλησιαστικοί ιερείς, και να γίνουν αυτοί οι νέοι κοσμικοί ιερείς. Σ’ αυτό το πλαίσιο, είσαι διανοούμενος μόνο αν συμφωνείς με τις εκάστοτε «κυρίαρχες απλοποιήσεις». Ο διανοούμενος ως κοσμικός ιερέας οφείλει να προσφέρει θυσίες, πολλές θυσίες στο βωμό της απλοποίησης, στο όνομα μάλιστα του ορθού λόγου, του πιο σύνθετου και δύσκολου πράγματος στον κόσμο. Επειδή όμως οι διανοούμενοι δεν μπορούν να απλοποιήσουν, ή δεν τους ακούν όταν μιλούν, ή τους θέλουν να σιωπούν για να μπορούν να τους κατηγορούν για μια σιωπή, που τους έχουν οι ίδιοι οι «κατήγοροι» επιβάλει.
Μη φανταστούμε, ωστόσο, πως μόνο εδώ στην Ελλάδα ακούγονται κραυγές για τη σιωπή των διανοουμένων. Σ’ ένα συνεκτικό κείμενό του στο Βήμα (29/11/2015), ο Μάρκος Καρασαρίνης, με αφορμή μια συζήτηση μεταξύ του Πανκάι Μίσρα και της Άλις Γκρέγκορι στους New York Times της 24ης Νοεμβρίου για την ανυπαρξία, την αφωνία ή την υποβάθμισή του ρόλου των διανοουμένων, πιάνει «τον ταύρο από τα κέρατα», θέτοντας το ερώτημα, αν μπορεί να υπάρχει διανόηση την εποχή της κυριαρχίας των κοινωνικών μέσων δικτύωσης. Ο Καρασαρίνης αναρωτιέται, αν είναι δυνατόν οι διανοούμενοι να διατηρήσουν το «συμβολικό κεφάλαιο» που κατείχαν την εποχή της νεωτερικότητας, στη σημερινή εποχή, όπου «ο καθένας μπορεί να καταστεί διανοούμενος της μιας ατάκας»;
Αυτό όμως είναι και το νέο ερώτημα. Κατά πόσο δηλαδή, την εποχή των ατακαδόρικων likeαπλοποιήσεων των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, οι διανοούμενοι μπορούν να μιλούν και να παραμένουν διανοούμενοι. Δεν έχω την εύκολη απάντηση, όπως δεν έχω την εύκολη απάντηση σ’ ένα άλλο ερώτημα, παμπάλαιο αυτό, από την εποχή του Ζολά αλλά και από την εποχή του Σαρτρ και του Καμύ. Τι γίνεται όταν οι διανοούμενοι στρατεύονται με κάποια υπαρκτά και όχι ιδεατά πολιτικά σχήματα; Μέχρι πότε και πόσο υποχρεούνται να σέβονται τους κανόνες των «κομματικών συμφερόντων», χωρίς να προδίδουν τον εαυτό τους;