Ο κεντρώος χώρος στην Ελλάδα συσπειρώνεται παραδοσιακά γύρω από τα προτάγματα της δημοκρατίας, νοούμενης ειδικά ως république (αβασίλευτης), της νομιμότητας και του συνταγματισμού. Προσανατολίστηκε προς αυτό το πλέγμα εν μέρει δια της εις άτοπον απαγωγής, εφόσον οι πυλώνες της εθνικοφροσύνης και του αντικομμουνισμού, διαδόχων της Μεγάλης Ιδέας ως καταστατικών αρχών της μεταπολεμικής ελληνικής πολιτείας, ταυτίζονταν προνομιακά με τη συντηρητική παράταξη. Έπρεπε να βρεθεί ένας ελεύθερος ιδεολογικός ζωτικός χώρος, στον οποίο το Κέντρο θα ανέπτυσσε τα δικά του διακριτά γνωρίσματα και πολιτική ταυτότητα. Και βρέθηκε όταν αναδέχθηκε το ρόλο του προστάτη της δημοκρατίας και του συνταγματικού γράμματος (ένα-ένα-τέσσερα) από πραγματικές ή κατ' επινόηση αυταρχικές επιβουλές. Τότε η κομμουνιστική αριστερά, με την πολύ μεγαλύτερη οργανωτική και κινηματική εμπειρία της, προσεταιρίστηκε με τον χαρακτηριστικό λαϊκομετωπικό της τρόπο το δημοκρατικό αίτημα. Η χώρα οδηγήθηκε σε αναβρασμό και πολιτική αστάθεια, που κατέληξαν στη στρατιωτική επέμβαση του 1967.
Το σύνθημα της ''δημοκρατίας'' εργαλειοποιήθηκε αργότερα από τον Ανδρέα Παπανδρέου ως βατήρας για την εκτίναξή του στην εξουσία και την εγκαθίδρυση ενός λαϊκίστικου, σοσιαλιστικού ημιτριτοκοσμικού καθεστώτος - στόχος που επιτεύχθηκε μετά την απορρόφηση της εκλογικής βάσης της ΕΔΗΚ, διαδόχου της Ένωσης Κέντρου στη Μεταπολίτευση, που εις ανάμνηση παλαιών δοξών είχε ως έμβλημά της τον φρυγικό σκούφο, σύμβολο της Γαλλικής Επανάστασης. Το οιονεί μονοκομματικό καθεστώς Παπανδρέου (dominant party system) είχε βέβαια περισσότερη σχέση με τις λαϊκές ''δημοκρατίες'' της Ανατολικής Ευρώπης και ανάλογα δημοκρατικοφανή καθεστώτα της Αφρασίας, καθώς βασικός συγκροτητικός του άξονας ήταν η ρεβανσιστική ιδεολογία του αντιδεξιισμού και η δεξιοφοβία μιας συντηρητικής παλινόρθωσης.
Αυτό που πρέπει να συγκρατήσουμε ως διαχρονικό στοιχείο είναι ο ετεροκαθορισμός της κεντρώας (αργότερα σοσιαλιστικής και εσχάτως σοσιαλδημοκρατικής) παράταξης. Η ''δημοκρατία'', πέρα από το όποιο θετικό περιεχόμενο της, χρησιμοποιείται κυρίως αρνητικά, ως αμυντική αντίδραση σε μια έξωθεν ηγεμονική επιβουλή. Το 1961-1967 η απειλή προερχόταν από την κυβερνώσα Δεξιά και το κατεστημένο συγκρότημα εξουσίας των Ανακτόρων, του Στρατού και της αμερικάνικης πρεσβείας. Σήμερα, μισόν αιώνα μετά, ο εισβολέας ταυτοποιείται στην επίσης κυβερνητική ''ριζοσπαστική'' Αριστερά, που σύμφωνα με μια εκδοχή επιχείρησε πραξικόπημα τον περασμένο Ιούλιο με ''σχέδιο βήτα'', απόπειρα αποκοπής της χώρας από την Ευρωπαϊκή Ένωση, εισαγωγή παράλληλου νομίσματος κλπ. Το ότι τα παραπάνω γίνονταν (εάν γίνονταν) όχι απλώς με την λαϊκή έγκριση, αλλά ενδεχομένως και την λαϊκή πίεση ενός δημοψηφισματικού 61%, λίγο φαίνεται να απασχολεί τους αυτόκλητους ηρακλείς της δημοκρατίας.
Ως συνήθως, το ενδιαφέρον βρίσκεται στις αποσιωπήσεις, σε αυτό που δεν λέγεται. Γιατί τόση σπουδή με την ''δημοκρατία'', το Σύνταγμα και την ''Ευρώπη'' (λειτουργικό ισοδύναμο της ''δημοκρατίας'') από μια αξιόλογη μερίδα του σοσιαλδημοκρατικού / σοσιαλφιλελεύθερου χώρου; Είναι φανερό πως ο χώρος αυτός υποφέρει από υπαρξιακή αγωνία. Συμπιέζεται ανάμεσα στη συντηρητική παράταξη, με το αξιοζήλευτο θεσμικό βάθος και την ικανότητα επιβίωσης, και την ταχέως συστημοποιούμενη και σε διαδικασία εξημέρωσης νεοκομμουνιστική αριστερά, που εσχάτως εγκολπώθηκε και τυπικά την ευρωπαϊκή επιλογή.
Το πρόβλημα έγκειται στο ότι οι διαφορές της με την τελευταία, στα hard politics της οικονομίας, είναι μάλλον επουσιώδεις και αφορούν όχι τον πυρήνα μιας πολιτικής φιλοσοφίας αλλά ζητήματα μικροδιαχείρισης. Πιστεύουν εξίσου στο μεγάλο κράτος, την αναδιανομή, τις υψηλές δαπάνες πρόνοιας, την κλιμακωτή φορολογία, τη φορολόγηση της ακίνητης περιουσίας. Μόνο πεδίο που απομένει για διαφοροποίηση είναι εκείνο του ύφους, της ετικέτας, των συμβολισμών, της ζηλωτικής προσήλωσης σε μια αφηρημένη συνταγματικοδικαιική τάξη. Ανεξαρτήτως λοιπόν υπερπολιτικών επικλήσεων στην ''αλήθεια που πρέπει να λάμψει'', η επιμονή, με εννοιακές ακροβασίες, στην ανάδειξη ενός εξωθεσμικού κινδύνου που απειλεί τα θεμέλια του πολιτεύματος αποτελεί πράξη με συγκεκριμένη πολιτική στόχευση και αντικείμενο. Μια απεύθυνση στα ''ρεπουμπλικανικά'' αντανακλαστικά, ευαισθησίες και μνήμες ενός τμήματος της αριστερής βάσης που (θεωρείται πως) τελεί σε διαδικασία απεγκλωβισμού του από τον ΣΥΡΙΖΑ και επαναπατρισμού στην πασοκική του κοιτίδα.