Το ενδιαφέρον με τους «πολιτισμικούς πολέμους», όπως η δημόσια αντιδικία για την προκλητική σπατάλη στον Παντελίδη, είναι ότι αφήνουν χώρο για ετερόδοξες συμμαχίες, έστω πρόσκαιρες και σε βάσεις ευκαιριακές. Διχάζουν το κοινό σε υπέρ και κατά, όμως η διαχωριστική γραμμή δεν συμπίπτει με την δεσπόζουσα τομή του πολιτικού πεδίου, αυτήν που χωρίζει κυβέρνηση και αντιπολίτευση ή Αριστερά και Δεξιά. Η εκκεντρότητα του θέματος σε σχέση με το μείζον πολιτικό διακύβευμα καθιστά δυσχερέστερες τις απλοϊκές ταυτίσεις και παραλληλισμούς του τύπου «όλοι οι δεξιοί είναι υπέρ της επιδεικτικής σπατάλης και όλοι οι αριστεροί εναντίον». Διαμορφώνεται ένα πιο διαφοροποιημένο τοπίο, όπου τα όρια των κύριων πολιτικών στρατοπέδων καθίστανται διαπερατά, με επιχειρήματα και διαθέσεις να εισδύουν ευκολότερα από το ένα στο άλλο. Η απουσία άμεσων αξονικών αναφορών προξενεί αμηχανία, η οποία στις καλύτερες εκδοχές της ευνοεί ένα λόγο με αποχρώσεις, λιγότερο μανιχαϊκό.
Το υποκείμενο του λόγου υποβάλλεται, λιγότερο ή περισσότερο συνειδητά, σε μια διαδικασία αυτολογοκρισίας και ευθυγράμμισης των «δευτερευουσών» απόψεών του (εν προκειμένω για το «πολιτισμικό» ζήτημα της περίοπτης σπατάλης) με την πυρηνική ιδεολογικοπολιτική του τοποθέτηση. Η έκταση αυτής της κομφορμιστικής κίνησης, καθώς και ο βαθμός αναστοχασμού της διαφέρουν από πρόσωπο σε πρόσωπο και εξαρτώνται από πληθύ παραγόντων. Για να θυμηθούμε τον Κονδύλη, καμία θέση δεν είναι εγγενώς συνδεδεμένη με κάποια μεγάλη πολιτική ιδεολογία. Κανένα επιχείρημα δεν ''ανήκει'' ουσιοκρατικά στον πυρήνα του συντηρητισμού ή του φιλελευθερισμού ή του σοσιαλισμού. Οι επιμέρους θέσεις και επιχειρήματα είναι εργαλεία ανταλλάξιμα, που με τις κατάλληλες προσαρμογές και τροποποιήσεις μπορούν να υπηρετήσουν τις ανάγκες πολεμικής και τα ''κοσμικά'' συμφέροντα τελείως διαφορετικών παρατάξεων ή κοσμοθεωριών.
Ας έρθουμε όμως στον «λουλουδοπόλεμο». Η παραδοσιακή στάση της Αριστεράς έναντι της επιδεικτικής κατανάλωσης είναι καταδικαστική, την θεωρεί εκφυλισμό και αλλοτρίωση της ανθρώπινης συνθήκης που σταδιακά θα εκλείψει με το πέρασμα στην σοσιαλιστική κοινωνία και την κατάργηση της εκμετάλλευσης. Ωστόσο στην παρούσα μνημονιακή συγκυρία ένα προωθημένο τμήμα του αριστερού χώρου υπερασπίζεται, έως και πανηγυρίζει, τις μαζικές διασκεδάσεις με τις αισθητικές τους ακρότητες ως ένα είδος παθητικής πολιτισμικής αντίστασης στις έξωθεν εκπορευόμενες επιταγές της λιτότητας, της δημοσιονομικής πειθαρχίας, της προτεσταντικής εργασιακής ηθικής, του ανηδονικού δυτικού τρόπου ζωής. Δεν δικαιολογούν τη σπατάλη με φιλελεύθερους όρους ατομικής επιλογής αλλά ως συλλογική εναντιωτική πράξη μιας work-to-live κουλτούρας στα επιβαλλόμενα νεοσυντηρητικά ήθη.
Στον «αστικό» χώρο τα πράγματα εμφανίζονται ακόμη πιο μπερδεμένα. Οι «συντηρητικοί» ανέκαθεν έβλεπαν με καχυποψία τις υπερβολές του καταναλωτικού τρόπου ζωής, στάση που ενίοτε παίρνει διαστάσεις ηθικού πανικού, π.χ. διαγωνισμός πεολειχίας στο Φαληράκι της Ρόδου από σκανδιναβές τουρίστριες. Κάποιοι όμως τείνουν να επιδεικνύουν μεγαλόθυμη συγκατάβαση ή πατριαρχικού τύπου ''ανοχή'' σε αυτά τα πτωτικά φαινόμενα, που αποκοιμίζουν τις μάζες αποτρέποντάς τις από το να εξεγερθούν (λογική του lesser ή necessary evil) ενώ άλλοι απλώς τα εξοβελίζουν ως ασήμαντα («it's the economy, stupid!»). Οι δε φιλελεύθεροι συνήθως θα υπεραμυνθούν των επιλογών του προσώπου στη βάση καθολικών αρχών, τηρώντας ηθική ουδετερότητα και αποφεύγοντας τη διατύπωση ουσιαστικών κρίσεων για την αξία ή την απαξία του λουλουδοπόλεμου, ενώ μερικοί ενισχύουν τη θέση τους με ωφελιμιστικού τύπου επιχειρήματα («τα μπουζούκια κινούν την οικονομία»). Ωστόσο δεν λείπουν και εκείνοι (ας πούμε σχηματικά ''μεταρρυθμιστές'') που διακρίνουν σε αυτά τα φαινόμενα πολιτισμικής κατάπτωσης τη δηλητηριώδη ρίζα του πολιτικού εθνολαϊκισμού και μιας παρακμιακής, ωχαδερφικής, ''ελληναράδικης'', αντιδιαφωτιστικής και αντιπαραγωγικής νοοτροπίας, που συνέβαλε τα μέγιστα στο «να φτάσουμε ως εδώ».
Ένας «μπαξές» απόψεων και αποχρώσεων, αντίστοιχος της οπτικής πανδαισίας των σωρευμένων ανθέων στους βωμούς της νυχτερινής διασκέδασης.