Mε επικίνδυνες για την καλή κατανόηση του θέματος παραλείψεις παρουσιάστηκαν σε oρισμένα μέσα ενημέρωσης διατάξεις του νομοσχεδίου για την ανώτατη εκπαίδευση. Στην Καθημερινή της 23ης Δεκεμβρίου 2105, λ.χ., δημοσιεύθηκε άρθρο του κ. Απ. Λακασά με τίτλο "Ισχυρό πλήγμα στις μεταπτυχικές σπουδές” όπου σχολιάζεται διάταξη νομοσχεδίου του υπουργείου Παιδείας η οποία απαγορεύει στους καθηγητές ΑΕΙ “να λαμβάνουν οποιασδήποτε φύσεως και μορφής αμοιβές από τη συμμετοχή τους σε προγράμματα μεταπτυχιακών σπουδών”. Σύμφωνα με τον συντάκτη, η διάταξη αυτή ―που, αν εφαρμοστεί, θα στρέψει τα έσοδα από τα Μεταπτυχιακά Προγράμματα Σπουδών (εφεξής ΜΠΣ) από τους λογαριασμούς των διδασκόντων, στο ταμείο των πανεπιστημίων― “πλήττει την ανταγωνιστικότητα των μεταπτυχιακών προγραμμάτων και άρα τα έσοδά τους”, διότι οι υποψήφιοι σπουδαστές δεν θα προσελκύονται ελλείψει διδασκόντων αναγνωρισμένων “με περγαμηνές και πιστοποίηση από ελληνικά δημόσια και ξένα πανεπιστήμια”. Έτσι, ενώ το υπουργείο Παιδείας επιδιώκει να ενισχύσει τους πόρους των πανεπιστημίων θα επιτύχει, κατά τον συντάκτη, το αντίθετο.
Το θέμα των μεταπτυχιακών σπουδών ωστόσο είναι πιο περίπλοκο απ’ όσο παρουσιάζεται. Θα προσπαθήσω να δείξω κάποιες διαστάσεις του και, στη συνέχεια, θα έλθω στο μείζον ζήτημα που είναι αυτό της χρηματοδότησης των ΑΕΙ.
ΜΠΣ ξεκίνησαν να λειτουργούν στη χώρα μας κυρίως ως δραστηριότητες χρηματοδοτούμενες από τα αναπτυξιακά χρηματοδοτικά σχήματα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η χρηματοδότηση ήταν περιορισμένη χρονικά και στόχος της ήταν να δημιουργηθούν οι απαραίτητες υποδομές έτσι ώστε, μετά το πέρας της περιόδου επιδότησης, αυτά τα προγράμματα σπουδών να μπορέσουν να διατηρηθούν εν ζωή από μόνα τους ―πράγμα που, στα τέλη της δεκαετίας του 1990, σήμαινε να ενταχθούν στους τακτικούς προϋπολογισμούς των ΑΕΙ. Δεδομένων των στόχων αυτών, οι σχετικοί κανονισμοί απαγόρευαν να χρηματοδοτούνται “λειτουργικές δαπάνες”.
Σύμφωνα με τη λογική, οι αμοιβές των διδασκόντων είναι λειτουργικές δαπάνες ενός ΜΠΣ κι επομένως δεν έπρεπε να χρημοτοδοτούνται. Ευφάνταστες ερμηνείες ωστόσο υπονόμευσαν την απαγόρευση κι έτσι, σε πολλές περιπτώσεις, τα ΜΠΣ έγιναν πηγή άντλησης συμπληρωματικού εισοδήματος από τους διδάσκοντες. Αργότερα, στο όνομα της “απορρόφησης των κοινοτικών πόρων” η ήδη υπονομευμένη διάταξη καταργήθηκε ρητώς και οι αμοιβές των διδασκόντων έγιναν, σύμφωνα με το οικείο jargon, “επιλέξιμες δαπάνες”.
Δημιουργήθηκε έτσι μια τάξη educational enterpreneurs που, όταν σταμάτησε η ροή των κοινοτικών χρηματοδοτήσεων, την αντικατέστησε ζητώντας από τους υποψήφιους σπουδαστές των ΜΠΣ δίδακτρα που, σε ορισμένες περιπτώσεις, είναι ιδιαίτερα υψηλά. Φυσικά υπάρχουν και ΜΠΣ όπου τα δίδακτρα είναι χαμηλά. Πολλά όμως, αμφοτέρων των κατηγοριών, λειτουργούν σ’ ένα πλαίσιο που μάλλον θυμίζει shop in shop παρά εκπαιδευτικό οργανισμό.
Μιλώντας για την εμπορική πρακτική του shop in shop που εφαρμόζουν οι educational enterpreneurs μας εννοώ το εξής: τα ΜΠΣ φιλοξενούνται σε ιδρύματα των οποίων χρησιμοποιούν την εταιρική επωνυμία (π.χ., Πανεπιστήμιο Δράμας, Τμήμα Πολιτικών Επιστημών, Μ.Π.Σ. Διεθνείς Σχέσεις), τις υποδομές (κτίρια, βιβλιοθήκες, εργαστήρια,, τεχνικό εξοπλισμό), τα αναλώσιμα και μη υλικά, τις υπηρεσίες (ηλεκτρισμού, ύδρευσης, τηλεπικοινωνιών, γραμματειακής υποστήριξης, καθαρισμού κ.λπ.) ―με άλλα λόγια τόσο τη “φήμη και πελατεία” όσο και το κεφάλαιο των ιδρυμάτων― την ίδια στιγμή που, με την τυπική έγκριση των Γενικών Συνελεύσεων των φιλοξενούντων Τμημάτων, διαχειρίζονται τους προϋπολογισμούς τους ως κάτι ξεχωριστό από τον προϋπολογισμό του ΑΕΙ στο οποίο υποτίθεται πως ανήκουν. Και φυσικά, το μεγαλύτερο μέρος των προϋπολογισμών κατευθύνεται σε αμοιβές των εμπλεκομένων στα προγράμματα προσώπων. Για να γίνω κατανοητός στους μη παροικούντες την Ιερουσαλήμ: τα ΜΠΣ ―και όχι μόνο· αλλά ας μείνω σ’αυτά― έχουν αλλοιώσει τον δημόσιο χαρακτήρα των πανεπιστημίων· τα πανεπιστήμια είναι το κέλυφος εντός του οποίου άνθρωποι που δεν έχουν επενδύσει ούτε μια δική τους δραχμή χρησιμοποιούν τα επενδεδυμένα κεφάλαια και τη φήμη των πανεπιστημίων για να διατηρούν εντός αυτών κάτι που, επιεικώς, θα μπορούσαμε να ονομάσουμε “ιδιωτικές εκπαιδευτικές επιχειρήσεις”.
Σπεύδω να προσθέσω ότι, αντιθέτως, υποθέτω, προς τον κ. Φίλη και την κα Αναγνωστοπούλου, δεν έχω τίποτε εναντίον των ιδιωτικών εκπαιδευτικών ιδρυμάτων ―των ανωτάτων συμπεριλαμβανομένων. Εκείνο που βρίσκω εξοργιστικό είναι να κερδοσκοπεί κανείς χωρίς κανένα ρίσκο εις βάρος του Δημοσίου. Και, επί πλέον, να διαφημίζεται ως “αριστερός”!
Προσθέτω ακόμη ότι τα παραπάνω επ’ ουδενί συνεπάγονται ότι όλοι οι educational enterpreneurs προσφέρουν κακές εκπαιδευτικές υπηρεσίες ή ότι χρησιμοποιούν τα ΜΠΣ αποκλειστικά ως μέσο ιδιωτικού πλουτισμού και προβολής. Όμως το ότι στην λάσπη υπάρχουν ενίοτε λουλούδια δεν αλλάζει τη φύση της λάσπης.
Θα μπορούσαν οι μεταπτυχιακές σπουδές να οργανωθούν διαφορετικά; Βεβαίως. Θα αρκούσε να καταργηθεί το ισχύον αμαρτωλό νομικό πλαίσιο που οργανώνει τα ΜΠΣ ως ιδιαίτερους φορείς που ιδρύονται με υπουργική απόφαση δημοσιευτέα στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως ως εάν ήταν αυτόνομοι οργανισμοί. Κάθε πανεπιστημιακό Τμήμα οργανώνει και εκτελεί, με μεγαλύτερη ή μικρότερη επιτυχία, ένα προπτυχιακό πρόγραμμα σπουδών που είναι και εκτενέστερο και απαιτητικότερο από τα ΜΠΣ. Γιατί το ίδιο Τμήμα δεν θα μπορούσε να εκτελεί παράλληλα ένα ή περισσότερα μεταπτυχιακά προγράμματα σπουδών και χρειάζεται αυτά να ανατεθούν σε ιδιαίτερους φορείς καθείς εκ των οποίων έχει τον δικό του “Διευθυντή”;
Ελπίζω ότι, από τα παραπάνω, έγινε σαφές πως το ζήτημα είναι πιο σύνθετο απ’ όσο παρουσιάστηκε σε μερίδα του Τύπου. Επιστρέφω όμως στο σημείο αφετηρίας, τις αμοιβές των καθηγητών. Το διδακτικό προσωπικό των ΑΕΙ υποχρεούται να διδάσκει 6 ώρες την εβδομάδα. Αν κάποιες από αυτές τις ώρες αφιερώνονται στην διδασκαλία των μεταπτυχιακών προγραμμάτων, δεν μπορεί να δημιουργηθεί αξίωση για πρόσθετη αμοιβή. Κάτι τέτοιο είναι μάλλον εφικτό αν λάβει κανείς υπ’ όψη ότι δεν είναι όλα τα μαθήματα του προπτυχιακού προγράμματος υποχρεωτικά. Αυτό σημαίνει ότι είναι δυνατόν τα επιλεγόμενα μαθήματα να μη διδαχθούν τη χρονιά που ο καθηγητής θα απασχοληθεί στο μεταπτυχιακό πρόγραμμα αλλά την επόμενη χωρίς ζημιά για τους προπτυχιακούς φοιτητές. Η πρόταση επομένως του νομοσχεδίου θα μπορούσε να μην πλήξει τα έσοδα των ΜΠΣ, διότι δεν σημαίνει ότι θα τους στερήσει τους καλούς καθηγητές. Απλώς, αυτοί πρέπει να μοιράσουν το χρόνο διδασκαλίας ανάμεσα σε προ- και μεταπτυχιακό πρόγραμμα. Όσο για τα ιδιαίτερα έξοδα του μεταπτυχιακού προγράμματος (μετακλήσεις επισκεπτών καθηγητών, υλικά, βιβλία κ.λπ.) αυτά μπορούν να καλύπτονται από τον εμπλουτισμένο προϋπολογισμό των πανεπιστημίων όπως ακριβώς καλύπτονται οι δαπάνες του προπτυχιακού προγράμματος. Το σημαντικό ερώτημα είναι σε πιο επίπεδο λαμβάνονται οι αποφάσεις: στο κεντρικό ή σ’ εκείνο των ΜΠΣ ― που κατά κανόνα έχουν εξελιχθεί σε φέουδα;
Το ζήτημα του προορισμού ωστόσο των εσόδων των ΜΠΣ δεν πρέπει να κρύψει το γενικότερο πρόβλημα της χρηματοδότησης των ΑΕΙ για το οποίο το υπουργείο Παιδείας υποκρίνεται άγνοια, όπως ακριβώς έκανε και επί των προηγουμένων κυβερνήσεων ―με την εξαίρεση της κ. Άννας Διαμαντοπούλου. Το πρόβλημα δημιουργήθηκε από τη στιγμή που ο κρατικός προϋπολογισμός, άρα και αυτός του υπουργείου Παιδείας, κατ’ επέκταση δε και η κρατική επιχορήγηση των ΑΕΙ, συρρικνώθηκαν. Φυσικά υπήρχαν περιθώρια για αφαίρεση λίπους, αλλά αυτά δεν είναι ανεξάντλητα. Όταν εξαντληθούν (η εξάντληση των ορίων βέβαια είναι ζήτημα υποκειμενικής εκτίμησης· τη στιγμή που ο Σύνδεσμος των Ελληνικών Ακαδημαϊκών Βιβλιοθηκών έχει πάψει να πληρώνει τις συνδρομές στους παρόχους ηλεκτρονικών περιοδικών με αποτέλεσμα η ακαδημαϊκή κοινότητα να έχει εν πολλοίς αποκοπεί από τη σύγχρονη έρευνα, το υπουργείο επιμένει να πληρώνει 50 εκατομμύρια ευρώ το χρόνο για την αμαρτωλή δωρεάν διανομή των συγγραμμάτων! Χάριν συγκρίσεως, αναφέρω πως η προβλεπόμενη για το 2015 επιχορήγηση του μεγαλύτερου σε αριθμό φοιτητών ΑΕΙ είναι 10 εκ. ευρώ. Οφείλει κανείς λοιπόν ή να κόψει κρέας, να μειώσει δηλαδή τον αριθμό των ιδρυμάτων, ή να αλλάξει τρόπο χρηματοδότησης.
Υποθέτω πως, επειδή η χώρα κυβερνάται από δημαγωγούς που, επειδή είναι τέτοιοι, λαμβάνουν σοβαρά υπ’ όψη το “πολιτικό κόστος”, η κατάργηση ΑΕΙ ή τμημάτων ΑΕΙ δεν απασχολεί κανέναν. Μένει επομένως η αλλαγή του τρόπου χρηματοδότησης που εκ του πλαγίου προσπαθούν να εισαγάγουν ο κ. Φίλης και η κ. Αναγνωστοπούλου. Εφ’ όσον η κρατική χρηματοδότηση δεν αρκεί, πρέπει να βρεθούν πόροι αλλού. Οι πιθανές πηγές δεν είναι πολλές, όση φαντασία κι αν έχουν οι υπουργοί (που υπέθεσαν λ.χ., ότι θα επιδοτήσει τα ΑΕΙ η ΔΕΗ, εφαρμόζοντας μειωμένα τιμολόγια για την παροχή του ηλεκτρικού ρεύματος). Εκείνες που υποδεικνύει η διεθνής πρακτική είναι τα δίδακτρα των φοιτητών, οι δωρεές ιδιωτών και αποφοίτων και τα έσοδα από παροχή υπηρεσιών και πώληση ερευνητικών προϊόντων. Θα μπορούσαμε να προσθέσουμε την επιχορήγηση από οργανισμούς της τοπικής αυτοδιοίκησης δεδομένου του οφέλους για τις τοπικές οικονομίες που συνεπάγεται η παρουσία ΑΕΙ σε μικρές πόλεις (σ’ αυτή την κατεύθυνση έβαινε η πρόταση του κ. Φίλη να πληρώνουν τα ΑΕΙ μειωμένα δημοτικά τέλη, που οι εκπρόσωποι των δήμων απέρριψαν).
Δεν είναι εδώ ο χώρος για να μιλήσω αναλυτικά για το ζήτημα. Θίγω όμως το θέμα των διδάκτρων γιατί σχετίζεται με τα προηγούμενα. Πράγματι, ενώ έχουμε τρείς κατηγορίες φοιτητών ―προπτυχιακούς, μεταπτυχιακούς και υποψήφιους διδάκτορες― έχουμε αποφασίσει να επιβαρύνουμε μόνο τη μία, δηλαδή τους φοιτητές των ΜΠΣ ― και μάλιστα όχι απλώς να τη κουρεύουμε αλλά, σε ορισμένες περιπτώσεις, να την ξυρίζουμε. Αυτό δε όχι με βάση κάποιο επιχείρημα περί δικαιοσύνης αλλά επειδή απλώς προέκυψε εκ της ιστορίας (έστω κι αν οι educational enterpeneurs, για τους οποίους μιλούσα προηγουμένως, προσπαθούν εκ των υστέρων να επινοήσουν σαθρές δικαιολογίες, όπως λ.χ. ότι εφ’ όσον οι κάτοχοι των μεταπτυχιακών τίτλων σπουδών ωφελούνται με “μόρια”, αύξηση του μισθού κ.λπ. οφείλουν να πληρώσουν κάτι. Οι κάτοχοι των προπτυχιακών τίτλων δεν ωφελούνται;)
Συμπεράσματα: Η εισήγηση του νομοσχεδίου βαίνει προς τη σωστή κατεύθυνση υπό την έννοια ότι επιδιώκει να σταματήσει μιαν ανορθόδοξη οικονομική πρακτική ― την οποία ο κ. Αρβανιτόπουλος είχε ευλογήσει όταν έλεγε στους συνδικαλιστικούς εκπροσώπους των πανεπιστημιακών πως για ν’ αυξήσουν τα εισοδήματά τους δεν έχουν παρά να επιβάλουν δίδακτρα στα ΜΠΣ. Είναι όμως ανεπαρκής και φοβούμαι ότι στην πράξη θα εξουδετερωθεί από ευφάνταστες ερμηνείες. Εκείνο που χρειάζεται είναι να ξανασκεφτεί κανείς τις μεταπτυχιακές σπουδές και, μεταξύ άλλων, να καταργήσει το σύστημα του shop in shop.
Έχοντας αρχίσει να βαδίζει αυτό το δρόμο, η ηγεσία του υπουργείου οφείλει να δει με εντιμότητα το ζήτημα της χρηματοδότησης των ΑΕΙ. Η πίτα είναι μικρότερη· άρα είτε τα κομμάτια θα λιγοστέψουν είτε θα μεγαλώσει από άλλους πόρους. Ένας εξ αυτών είναι τα δίδακτρα που πρέπει να επιβάλλονται με γνώμονα τη δικαιοσύνη. Το να κρυβόμαστε πίσως από αμαρτίες του παρελθόντος δεν βοηθά κανέναν. Το ζήτημα θέλει λύση επειγόντως: σήμερα πολλά Τμήματα, λόγω ελλιπούς χρηματοδότησης, έχουν διολισθήσει στο επίπεδο λυκείου. Διότι τι άλλο από λύκειο είναι ένα ίδρυμα που έχει πάψει να αγοράζει τα νέα βιβλία και που δεν ανανεώνει τις συνδρομές στα περιοδικά και άρα την επαφή του με την έρευνα; Εύχομαι ο κ. Φίλης και η κα Αναγνωστοπούλου, να δείξουν την τόλμη που απαιτούν οι καιροί.