Σύνδεση συνδρομητών

Οι διαχρονικοί εθνικοί «Μαυρομιχάληδες»

Δημήτρης Μητσόπουλος
Σάββατο, 21 Νοεμβρίου 2015 21:11
Αλέξης Τσίπρας και Αλέκος Φλαμπουράρης. Δυο από τους πολιτικούς που αρνήθηκαν την πραγματικότητα.
Φωτογραφία Αρχείου
Αλέξης Τσίπρας και Αλέκος Φλαμπουράρης. Δυο από τους πολιτικούς που αρνήθηκαν την πραγματικότητα.

Αν έκρινε κανείς από την κατανάλωση, θα σχημάτιζε την εντύπωση ότι η Ελλάδα ήταν το 2008 μία χώρα με ΑΕΠ περίπου 320 δισεκατομμυρίων ευρώ. (Εάν δε, αντ’ αυτού, έβλεπε τον πίνακα της World Bank που μετρά την κατά κεφαλήν καταναλωτική δαπάνη σε «Ισοδύναμες Μονάδες Αγοραστικής Δύναμης» (Purchasing Power Parity) ανά χώρα, θα θεωρούσε, επίσης, την ελληνική –με κατά κεφαλήν ετήσια κατανάλωση ισοδύναμη με 17.900 δολάρια– σαν μία από τις πλουσιότερες οικονομίες της ηπείρου, αφού μόνο τρεις ή τέσσερις ευρωπαϊκές χώρες την ξεπερνούσαν στον δείκτη αυτό). 

 

Η οικονομία της Ελλάδας από το 2008 βρίσκεται σε ύφεση, ειδικά μάλιστα από το 2010 και μετά σε καθεστώς άτυπης χρεοκοπίας, εγκλωβισμένη διαρκώς σε συνεχόμενες συμφωνίες και χρηματοδοτήσεις από τους εταίρους της.

Το σύνολο της ύφεσης που υπέστη η χώρα τα έτη 2008-2014  έφθασε σωρευτικά στο 24% του Α.Ε.Π. της, και η ανεργία ανήλθε και διατηρείται, με ελαφριές διακυμάνσεις, στο τερατώδες επίπεδο του 26-27%.[1]

Για να καταλάβουμε το μέγεθος της ύφεσης, μπορούμε να την αντιπαραβάλλουμε με τη Μεγάλη Ύφεση των ΗΠΑ των ετών 1929-32, κατά την οποία η ανεργία,  η σωρευτική ύφεση και η χρονική διάρκεια ήταν  μικρότερη από αυτή της σύγχρονης Ελλάδας.

Εν τω μεταξύ, η κοινωνία, αυτά τα χρόνια της κρίσης, ψάχνει απεγνωσμένα απαντήσεις για τα αίτια. Αλλά αναζητεί και προτάσεις που θα μπορούαν να δημιουργήσουν την αισιοδοξία για ένα καλύτερο μέλλον.

Το πρόβλημα που εντοπίζω είναι ότι η τεράστια πλειονότητα των πάσης φύσεως δημοσιολογούντων ερμηνεύουν και επεξηγούν τα γεγονότα όχι με διάθεση πραγματικής συνεισφοράς στην  επίλυση του προβλήματος προς μία απώτερη θετική κοινωνική προοπτική, αλλά με αποκλειστικό κριτήριο της υφαρπαγή της κοινωνικής εύνοιας, για καθαρά μικροπολιτικούς λόγους, που εξυπηρετούν επί μέρους ιδιοτελείς στοχεύσεις, και όχι την πραγματική και μόνιμη επίλυση των παθογενειών που μας οδήγησαν στη χρεοκοπία.

Ταυτόχρονα οι ίδιοι αρνούνται πεισματικά να εμβαθύνουν στα αίτια της κρίσης, διότι ο μοναδικός στόχος τους είναι η κατάκτηση της εξουσίας και η διατήρηση των διαχρονικών μηχανισμών της, με πολιτικό εργαλείο την παραγωγή πλασματικής ευημερίας.

Η βιωσιμότητα της ευημερίας αυτής δεν αποτέλεσε ποτέ σοβαρό θέμα συλλογικής ενασχόλησης. Ήταν και είναι ένα στενάχωρο θέμα και σχετικά εως απόλυτα αδιάφορο για τους περισσότερους συμμετέχοντες στα κοινά.

Είναι τέτοια μάλιστα η συλλογική μας εξοικείωση με την αδιαφορία για τη βιώσιμη παραγωγή εθνικού πλούτου –που γινόταν στην ουσία μέσω δανεικών επί δεκαετίες–, σε βαθμό που κανείς να μη γνωρίζει πια πώς παράγεται ο πλούτος, αλλά όλοι να έχουν «άποψη», κατά το πώς τους βολεύει ατομικά ή συντεχνιακά, για τη διανομή του πλούτου αυτού.

Είναι άλλωστε διαπιστωμένο ότι σε χώρες με ιδιαίτερα ισχυρές ομάδες συμφερόντων όπως η Ελλάδα,  η κοινωνική και πολιτική ενασχόληση προσανατολίζεται κατ’ εξοχήν προς τη διανομή του εισοδήματος, μειώνοντας την οικονομική αποδοτικότητα.[2]

Ενώ λοιπόν υπάρχει μια ατέρμονη , συνεχής και καταφανώς προσχηματική «παραγωγικολογία», ουδείς προτείνει κάτι συγκεκριμένο, συνεκτικό, βιώσιμο και εφαρμοσμένο εμπειρικά με επιτυχία.

Αντίθετα, περισσεύουν οι αόριστες και νεφελώδεις αναφορές σε θεωρητικά και ουδέποτε υπάρξαντα μοντέλα  παραγωγικής δομής, μόνο και μόνο για να εντυπωσιάζεται το φιλοθεάμον και εν πολλοίς ανημέρωτο κοινό, από τους πομπώδεις τίτλους, τις εντυπωσιακές επικεφαλίδες και τους μεγαλεπήβολους σχεδιασμούς ανύπαρκτων ιστορικά και οικουμενικά παραγωγικών  σχεδίων.

Στην πραγματικότητα, όμως, υπάρχουν διατυπωμένες  σοβαρές  προτάσεις από έλληνες επιστήμονες, οι οποίοι τις παραθέτουν επικαλούμενοι τόσο θεωρητικά όσο και εμπειρικά και ευημερούντα μοντέλα του σύγχρονου  κόσμου, μαζι με το σχετικό πλαίσιο, εντός του οποίου μπορεί να κινηθεί μια οικονομία παραγωγικά, χωρίς δανεικά και χωρίς ελλείμματα, με αειφόρο, βιώσιμο τρόπο.

Μία από αυτές τις προσεγγίσεις είναι η ποιοτική ανάλυση μίας οικονομίας που βασίζεται στον  Τομέα των Διεθνώς Εμπορεύσιμων Προϊόντων.

Σύμφωνα με αυτή τη θεώρηση έχουμε τον ισχυρό Τομέα των Διεθνώς Εμπορεύσιμων προϊόντων (Τ.Δ.Ε.), αυτών δηλαδή που μπορούν να καταναλωθούν εκτός της χώρας, και άρα να φέρουν ξένο πλούτο – στον τομέα αυτό συγκαταλέγονται τα εξαγωγικά προϊόντα, όσο και ο τουρισμός , η ναυτιλία κ.λπ.

Η άλλη κατηγορία είναι ο Τομέας των Μη Διεθνώς Εμπορεύσιμων Προϊόντων (Τ.Μ.Δ.Ε.) τα παράγωγα του οποίου δεν πωλούνται εκτός της χώρας, και έτσι δεν παράγουν πλούτο από εισαγωγή ξένου χρήματος.

Τέτοια προϊόντα είναι το λιανικό εμπόριο ,οι διάφορες υπηρεσίες που καταναλώνονται εντος της χώρας, η οικοδομή, η δημόσια διοίκηση, οι κοινωνικές υπηρεσίες, οι προσωπικές υπηρεσίες κ.λπ.[3]

Οι σχετικές μελέτες έχουν δείξει ότι για να είναι βιώσιμη η οικονομία μιας χώρας πρέπει ο Τ.Δ.Ε. να κυμαίνεται μεταξύ 35-40% του ΑΕΠ της, όταν μιλάμε  για μια οικονομία χαμηλής παραγωγικότητας όπως η ελληνική.[4]

Η Ελλάδα το 2000 είχε τον Τ.Δ.Ε. στο οριακά βιώσιμο επίπεδο του 25%, και το 2009 τον έφθασε στο 20%, έσπασε δηλαδή παγκόσμιο αρνητικό ρεκόρ, ενώ ταυτόχρονα, εν μέσω της διαρθρωτικής και παραγωγικής κατάρρευσης, αύξησε σημαντικά τόσο το ΑΕΠ όσο και το μέσο επίπεδο ευημερίας, κατά πλήρη λογική αντίφαση.[5]

Φυσικά, αυτό το παράδοξο ερμηνεύεται λόγω του ξέφρενου δημόσιου και ιδιωτικού δανεισμού της περιόδου 2000-09, που έγινε πολύ εύκολος, ειδικά μετά την είσοδό μας στο ευρώ.

Αντί λοιπόν η χώρα να βελτιώσει το ποσοστό των Τ.Δ.Ε. ώστε η βελτίωση του ΑΕΠ να στηρίζεται σε μια διαρθρωτικά υγιή οικονομία, συνέβη ακριβώς το αντίθετο.

Η  παραγωγική αποσύνθεση  έφθασε την οικονομία μας στα τάρταρα. Έτσι, το 2010, αντιμετωπίσαμε κατά πρόσωπο κρίση χρέους και όχι μια κλασσική καπιταλιστική κρίση του επιχειρηματικού κύκλου.

Οι Reinhart - Rogoff, συγγραφείς του πιο διαβασμένου οικονομικού βιβλίου των τελευταίων ετών, έχουν συμπεράνει ότι οι οικονομικές κάμψεις που ακολουθούν σημαντικές κρίσεις χρέους είναι πολύ μακρύτερες όσον αφορά τη χρονική διάρκεια και πολύ βαθύτερες όσον αφορά τη μείωση του εισοδήματος από τις κανονικές κρίσεις, εκείνες δηλαδή που παρατηρούνται με σχετική περιοδικότητα στην οικονομία και οφείλονται στις διακυμάνσεις του «επιχειρηματικού κύκλου». 

Σε περιπτώσεις όπου η οικονομία έπεφτε σε περιδίνηση λόγω κρίσεως χρέους, η μέση διάρκεια της κάμψης ήταν τεσσεράμισι χρόνια, ενώ η έξοδος από αυτή δεν συνεπαγόταν πάντοτε και την ανάκτηση του επιπέδου εισοδήματος που υπήρχε πριν από την εκδήλωσή της. Σε ορισμένες περιπτώσεις, δε, η ανάκαμψη δεν ήρθε παρά μόνο μετά την πάροδο περίπου δέκα ετών.[6]

Προς επιβεβαίωση αυτών των μεγεθών πρέπει να σημειώσουμε ότι όλο αυτό το «πάρτυ» του δανεισμού οδήγησε την οικονομία μας να προσανατολιστεί σε επαγγέλματα του Τ.Μ.Δ.Ε. και, συνεπακόλουθα,  προς την κατανάλωση, η  οποία έφθασε στο θηριώδες 72% του ΑΕΠ, σε αντίθεση με τους  μέσους όρους του ΟΟΣΑ  που είχαν την κατανάλωση στο 56%.[7]

Μία σύγκριση με παρεμφερείς σε πληθυσμό χώρες της ευρωζώνης μπορεί να δείξει τις ιλιγγιώδεις, και μη διατηρήσιμες, ανισορροπίες της ελληνικής οικονομίας.

Για παράδειγμα, το 2008, σύμφωνα με τα στοιχεία του ΟΟΣΑ, είχαμε τα κάτωθι δεδομένα :

 

Ελλάδα ΑΕΠ: 233 δισεκατομμύρια, τελική κατανάλωση 169 δισεκατομμύρια. 

Αυστρία ΑΕΠ: 282 δισεκατομμύρια, τελική κατανάλωση 145 δισεκατομμύρια.

Βέλγιο  ΑΕΠ: 346 δισεκατομμύρια, τελική κατανάλωση 176 δισεκατομμύρια,

Πορτογαλία: ΑΕΠ 169 δισεκατομμύρια, τελική κατανάλωση 106 δισεκατομμύρια.

Ολλανδία: ΑΕΠ 573 δισεκατομμύρια, τελική κατανάλωση 258 δισεκατομμύρια). 


Αν, δηλαδή, έκρινε κανείς από την κατανάλωση, θα σχημάτιζε την εντύπωση ότι η Ελλάδα ήταν το 2008 μία χώρα με ΑΕΠ περίπου 320 δισεκατομμυρίων ευρώ. (Εάν δε, αντ’ αυτού, έβλεπε τον πίνακα της World Bank που μετρά την κατά κεφαλήν καταναλωτική δαπάνη σε «Ισοδύναμες Μονάδες Αγοραστικής Δύναμης» (Purchasing Power Parity) ανά χώρα, θα θεωρούσε, επίσης, την ελληνική –με κατά κεφαλήν ετήσια κατανάλωση ισοδύναμη με 17.900 δολάρια– σαν μία από τις πλουσιότερες οικονομίες της ηπείρου, αφού μόνο τρεις ή τέσσερις ευρωπαϊκές χώρες την ξεπερνούσαν στον δείκτη αυτό). 

Άρα, μια οικονομία που γνωρίζει με απόλυτα μετρήσιμο τρόπο το ποσοστό των Τ.Δ.Ε., επί του ΑΕΠ, γνωρίζει ταυτόχρονα και τα κρίσιμα σημεία βιώσιμης ισορροπίας της, τόσο ως προς τη δημόσια και την ιδιωτική κατανάλωση, αλλά και ως προς την ποιότητα της διαρθρωτικής  δομής και  του προσανατολισμού της (τι αντιστοιχεί στις κοινωνικές μεταβιβάσεις αναδιανομής για ενίσχυση των πιο αδυνάτων), αλλά και της επιδότησης των δημόσιων δομών της (υγεία, παιδεία, ασφάλεια, κοινωνική πρόνοια, κρατικό κόστος λειτουργίας κ.λπ.) 

Γεννάται λοιπόν το κρίσιμο ερώτημα:

Όλα αυτά δεν τα ήξεραν οι σπουδαγμένοι και ακριβοθώρητοι πολιτικοί μας και οι αντίστοιχοι σύμβουλοί τους;

Τα ήξεραν και τα παρά ήξεραν. Αλλά είτε για λόγους ιδεολογικής εμμονής είτε εξουσιομανούς  τύφλωσης, κατάφερναν να πείσουν «εαυτούς και αλλήλους» ότι ο πλούτος δεν παράγεται εκ της παραγωγής, αλλά εκ της διανομής των δανεικών και της κατανάλωσης.

Από την άλλη πλευρά, οι πιο ορθόδοξοι περί τα οικονομικά έκλειναν εγκληματικά τα μάτια στην πραγματικότητα, για να γίνονται αρεστοί στη κοινωνία, προσφέροντάς της εύκολα και άκοπα το επίπεδο της ευημερίας που η ίδια η κοινωνία αυθαίρετα προσδιόριζε ως επιθυμητή αλλά και αναγκαία.

Και οι μεν και οι δε άσκησαν εξίσου καταστροφικές πολιτικές στην ελληνική οικονομία, και δυστυχώς ακόμη και σήμερα αρνούνται πεισματικά και εν συνόλω να πορευτούν το δρόμο της «αρετής», της υποτυπώδους δηλαδή λογικής και της αυτοδύναμης ανάπτυξης, διότι δεν θέλουν να δυσαρεστήσουν τους υποστηρικτές τους (κομματικό ακροατήριο και συντεχνίες), αλλά και επειδή δεν γνωρίζουν πώς ασκείται μια πολιτική που δεν έχει μοναδικό στόχο παρά μόνο το βραχυπρόθεσμο μικροκομματικό όφελος, και που κατ’ επέκταση παράγει ως διαχρονικό αποτέλεσμα τη μόνιμη και κατ’ επανάληψη  εκποίηση του κράτους στον κάθε δανειστή.[8]

Δυστυχώς, οι διαχρονικοί εθνικοί «Μαυρομιχάληδες» συνεχίζουν να θριαμβεύουν 194 χρόνια μετά την Ελληνική Επανάσταση, και 184 χρόνια από τη δολοφονία του Καποδίστρια.

 

 


[1] Ελληνική Στατιστική Αρχή.

[2] Mancur Olson, H άνοδος και η παρακμή των εθνών, μετάφραση: Γιώργος Αδαμόπουλος, επιμέλεια: Θοδωρής Πελαγίδης, Παπαζήση 2007, σ. 103.

[3] Αρίστος Δοξιάδης, Το αόρατο ρήγμα, Ίκαρος, 2013, σ.196-197.

[4] Βalassa (1964) – Κuznetz (1966) -Samuelson (1964) - Baumol (1967).

[5] Δημήτριος Ιωάννου: Η Ελλαδα θύμα της λιτότητας ή της «ολλανδικής ασθένειας», στο http://foreignaffairs.gr/articles/69513/dimitris-a-ioannoy-kai-xristos-a-ioannoy/i-ellada-thyma-tis-litotitas-i-tis-%C2%ABollandikis-astheneias%C2%BB?page=show.

[6] Carmen M. Reinhart - Kenneth Rogoff, Thistimeisdifferent: EightCenturiesofFinancialFolly, Princeton University Press, ανατύπωση2011.

[7] Αρίστος Δοξιάδης, ό.π., σ. 185.

[8] Παναγιώτης Κονδύλης, Οι αιτίες της παρακμής της σύγχρονης Ελλάδας, Θεμέλιο, 2011.

 

 

Δημήτρης Μητσόπουλος. Έμπορος.

Προσθήκη σχολίου

Όλα τα πεδία είναι υποχρεωτικά. Ο κώδικας HTML δεν επιτρέπεται.