Ποιοι είμαστε λοιπόν εμείς, οι σαστισμένοι κι άφωνοι που βλέπουμε από την τηλεόραση νεκρούς πεσμένους στα ωραία μεγάλα πεζοδρόμια; Ποιοι είμαστε εμείς που τρέχουμε έξω από ολόφωτα όμορφα εστιατόρια και μπαρ ενώ γύρω μας βρέχει σφαίρες; Ποιοι είμαστε, τα καλυμμένα από καπνό και σκόνη γκρι φαντάσματα που πηδάμε από φλεγόμενα κτίρια, κάτω από ουρανούς που σκοτεινιάζουν με αεροπλάνα; Κρατάμε στα χέρια μας εφημερίδες και βιβλία και καφέδες, χαρτοφύλακες και σακούλες από μεγάλα καταστήματα, κρατάμε τα σύμβολα της ευημερίας μας· είμαστε δηλαδή άοπλοι. Και αναζητούμε τον εχθρό, ψάχνουμε να βρούμε ποιοι είναι εκείνοι που μας χτυπούν, προτού αναρωτηθούμε για το άλλο, το βασικό: τι είναι αυτό που χτυπούν; Χτυπούν λοιπόν τους χαρτοφύλακες και τις σακούλες και την ευημερία μας; Χτυπά η φτώχεια, η απελπισία κι ο φανατισμός την επεκτατικότητα κι απληστία των ηγετών μας, τη δυτική μας όλβια εθελοτυφλία;
Ποιοι είμαστε εμείς; Ο αδιάφορος καταναλωτικός δυτικός κόσμος; Αν απαντήσουμε Ναι, τον χάσαμε τον πόλεμο.
Η ιστορία δεν υπάρχει. Το παρελθόν είναι αυτό που θέλει το παρόν, και το παρόν είναι αυτό που θέλουμε τώρα. Δεν υπάρχουν τα γεγονότα, υπάρχει η ματιά μας πάνω τους, ο τρόπος μας να κοιτάμε και να ερμηνεύουμε ό,τι συμβαίνει. Και η ματιά μας είναι η ταυτότητά μας: αυτό που απαντάμε στο ερώτημα Ποιος Είμαι. Η ταυτότητά μας λοιπόν, εμάς που τώρα χτυπηθήκαμε, αυτό είναι το ζητούμενο. Γιατί μόνο αν τη δούμε καθαρά θα καταλάβουμε τον τρόπο που βλέπουμε τα πράγματα, τον δικό μας τρόπο. Δεν είναι απλό, είναι δύσκολο, τα σήματα μπερδεύονται και τα μηνύματα βραχυκυκλώνονται αλλά να ένα πράγμα: κανένας δεν μας εμποδίζει να τα συζητάμε. Συζητάμε ελεύθερα. Ποιοι είμαστε εμείς που συζητάμε τόσο ελεύθερα;
Και η απάντηση στα χείλη πολλών είναι, είμαστε η Ευρώπη. Είμαστε η γεωγραφική, αλλά κυρίως νοητική, περιοχή όπου το ζητούμενο ήταν και είναι, πριν και ανεξάρτητα από τους χαρτοφύλακες και τις σακούλες με τα ψώνια, η ελευθερία, η δημοκρατία, ο κριτικός λόγος, η ανεμπόδιστη διακίνηση ανθρώπων και ιδεών. Και μαζί, τα προβλήματα και οι ασυνέπειες και οι προδοσίες και οι ασυδοσίες που ακολουθούν κάθε τι το ανθρώπινο, κάθε τι το ελεύθερο. Και η προσπάθεια να διορθωθούν, πότε ειλικρινής και πότε λιγότερο, αλλά πάντοτε το ζητούμενο.
Κι εμείς οι Έλληνες; Η ιστορία μας από τότε που γίναμε κράτος είναι δεμένη χειροπόδαρα, με αυτό το ερώτημα. Σε κάθε βήμα μας τραβούσε από το μανίκι, και σε κάθε βήμα σκοντάφταμε πάνω του. Σήμερα λοιπόν, πάλι, οι Έλληνες πρέπει να αποφασίσουμε τι σημαίνει Ευρώπη και αν θέλουμε να ανήκουμε σ’ αυτήν, την πραγματική. Αν Ευρώπη σημαίνει μόνο σακούλες για ψώνια κι επιδοτήσεις, ή και όλα τα άλλα, τα δύσκολα. Και πρέπει τώρα πια να απαντήσουμε ξεκάθαρα. Γιατί υπήρξαμε αόριστοι και ασαφείς, στρέφαμε το βλέμμα πότε έτσι και πότε αλλιώς (την κατέχουμε δα την τέχνη με ανατολίτικη επιδεξιότητα) και κερδίσαμε έτσι λίγο χρόνο στο απυρόβλητο, αλλά αυτό δεν μπορεί να ισχύει πια. Η ίδια η Ευρώπη, η μπερδεμένη και χτυπημένη κι εμπόλεμη πλέον, δεν θα αρκεστεί στη δημιουργική μας ασάφεια. Η Ευρώπη, που κι αν τα κάνει θάλασσα δεν θα σταματήσει ποτέ να τείνει προς την ελευθερία γιατί αυτό είναι το κύριο και αμετάβλητο συστατικό της, δικαιούται την ξεκάθαρη και τίμια απάντησή μας.