Η συντηρητική παράταξη βλέπει στο παραδοσιακό μάθημα της ορθόδοξης κατήχησης ένα μηχανισμό μεταβίβασης της παράδοσης της χώρας, ιδίως σε μια εποχή που η χοάνη της παγκοσμιοποίησης απειλεί να συνθλίψει τους εθνικούς πολιτισμούς και την ιδιοπροσωπία τους. Και βέβαια, ποιο είναι το κυριότερο στοιχείο του ελληνικού πολιτισμού, κατά τους συντηρητικούς πάντα,-αν όχι η ορθόδοξη χριστιανική πίστη; Παράλληλα με την πίστη, βέβαια, μεταβιβάζεται και η νομιμοφροσύνη προς τους ταγούς της και τους κοινωνικούς τους συμμάχους.
Η προοδευτική παράταξη βλέπει στο παραδοσιακό μάθημα των θρησκευτικών έναν μηχανισμό αναπαραγωγής της ιδεολογικής κυριαρχίας της Δεξιάς στις συνειδήσεις των νέων ανθρώπων και επιχειρεί να τον ανατρέψει στο πλαίσιο της δικής της ανατρεπτικής στρατηγικής. Ισχυρίζεται ότι επιχειρεί να ελευθερώσει τις μαθητικές συνειδήσεις αλλά επί της ουσίας θέλει να πλήξει το εγκόσμιο κύρος της θεσμοθετημένης Εκκλησίας, την οποία θεωρεί, από πολλές απόψεις ορθώς, σύμμαχο και εταίρο των κοινωνικών της αντιπάλων.
Έπειτα από αυτές τις γενικές αλήθειες, ας μου επιτραπεί μια μικρή αυτοβιογραφική παρένθεση. Διδάχτηκα τα θρησκευτικά στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση από αξιόλογους καθηγητές σε ένα ιδιωτικό αμερικανικό σχολείο, που ακολουθούσε όμως το πρόγραμμα του ελληνικού υπουργείου Παιδείας. Το αναφέρω γιατί στην εποχή μου δεν είχε επικρατήσει τόσο το InternationalBaccalaureate, οπότε το περιεχόμενο της εκπαίδευσης σε δημόσια και ιδιωτική εκπαίδευση σχεδόν ταυτιζόταν.
Το μάθημα των θρησκευτικών ήταν μια ευκαιρία για τους καλούς μαθητές να πάρουν καλούς βαθμούς, ενώ οι «κακοί» μαθητές αδιαφορούσαν, όπως αδιαφορούσαν και για πλείστα άλλα μαθήματα. Επίκεντρο του μαθήματος ήταν η ορθόδοξη χριστιανική πίστη στην επίσημη εκδοχή της. Προσωπικά, αυτό δεν μου προξένησε κάποια ιδιαίτερη δυσφορία, γιατί στην Ελλάδα, και μάλιστα στη Θεσσαλονίκη, μία τυπική τουλάχιστον αποδοχή της Ορθοδοξίας ήταν ακόμα αρκετά mainstream– η Ελλάδα δεν είχε τότε, ούτε τώρα, το επίπεδο εκκοσμίκευσης της Γαλλίας.
Ήμουν ένας νέος με ερωτήματα για τέτοια θέματα και η αναζήτησή μου αυτή αναγκαστικά καλυπτόταν από το μάθημα των θρησκευτικών. Παράλληλα, διάβαζα εξωσχολικά βιβλία φιλοσοφικά και θρησκευτικά. Όσοι ισχυρίζονται ότι η υπάρχουσα μορφή του μαθήματος κάνει τους μαθητές να βαριούνται αγνοούν ότι, για έναν τύπο ανθρώπου, κάθε είδους τέτοια αναζήτηση είναι βαρετή, ανεξάρτητα αν η υπαρξιστική φιλοσοφία ή η συγκριτική θρησκειολογία αντικαταστήσουν την ορθόδοξη κατήχηση.
Το ζήτημα είναι, βέβαια, ότι ο διεξαγόμενος διάλογος ελάχιστα έχει να κάνει με ιδιωτική fidesτων μαθητών. Αυτό που ενδιαφέρει είναι η χειραγώγηση των συνειδήσεων προς τα δεξιά ή τα αριστερά, ανάλογα με τις προτιμήσεις ενός εκάστου. Στόχος δηλαδή είναι η διαμόρφωση μία δημόσιας confessio που επιτρέπει την τοποθέτηση/ένταξη του μαθητή στο ανάλογο κοινωνικοϊδεολογικό στρατόπεδο. Η ουσία του ζητήματος, ήτοι η καλλιέργεια της προσωπικής σχέσης του νέου ανθρώπου με το Θείο, Υπερβατικό, Μεταφυσικό ή η απουσία της, ελάχιστα ενδιαφέρει τους εμπλεκομένους.
Όσοι μαθητές είναι καλοί με την τυπική του όρου έννοια θα συλλέξουν εύκολους βαθμούς από τα θρησκευτικά όπως κάνουν από οποιοδήποτε άλλο δευτερεύον μάθημα. Όσοι μαθητές είναι κακοί, θα πάρουν μικρότερο βαθμό, όπως όμως μπορεί να πάρουν και στα τεχνικά για παράδειγμα. Όσοι είναι αδιάφοροι για τέτοια θέματα θα παραμείνουν αδιάφοροι, είτε τους διδαχθεί ορθόδοξη κατήχηση, βουδιστικό ζεν ή άθεος υπαρξισμός.
Η χαλάρωση των θρησκευτικών πεποιθήσεων –ως αντικειμενικό κοινωνικό γεγονός– θα οδηγήσει εκ των πραγμάτων σε ένα πιο ανοιχτό μάθημα. Αυτό είναι ίσως καλό από πολλές απόψεις μια και το σύγχρονο κράτος νοείται ως ουδετερόθρησκο, συνεπώς την κατήχηση την αναλαμβάνει η Εκκλησία με τους δικούς της μηχανισμούς. Είναι σαφές ότι η φορά των πραγμάτων οδηγεί προς αυτή την κατεύθυνση. Θα ανοίξει και η θρησκευτική και φιλοσοφική αγορά,-όπως η κανονική αγορά – και η διδασκαλία στο σχολείο θα αντικατοπτρίζει αυτή την πραγματικότητα.
Όπως σε όλα, η νέα γενιά των ελληνοπαίδων θα είναι πιο ευρωπαϊκή από τους προπάτορές της και έτσι θα εξευρωπαϊστεί και η θρησκευτική της πρακτική ή η απουσία αυτής. Βέβαια είναι αμφίβολο το κατά πόσο οι έφηβοι είναι τόσο επιρρεπείς στη διαμόρφωση των σωψύχων τους από κρατικούς υπαλλήλους, είτε αυτοί κραδαίνουν το λάβαρο του Χριστού είτε μια υδαρή πολυπολιτισμική πανθρησκειακή ταυτότητα. Η οικογενειακή επιρροή και η επιρροή της ομάδας των συνομηλίκων παίζουν εδώ καθοριστικό ρόλο. Πρόκειται όμως για μία πολιτική μάχη, μια μάχη για τις καρδιές και τα μυαλά των νέων ανθρώπων, από ανθρώπους που ενδιαφέρονται πρωτίστως να στρατολογήσουν οπαδούς και λιγότερο να καθοδηγήσουν προς κάποια αλήθεια ή την απουσία αυτής.