Σύνδεση συνδρομητών

Ο Τσίπρας, τα αγγλικά και η ικανότητα λήψης απόφασης

Άννα Τουλουμάκου
Σάββατο, 03 Οκτωβρίου 2015 11:57
Ο Αλέξης Τσίπρας στο βήμα του ΟΗΕ.
Φωτογραφία Αρχείου
Ο Αλέξης Τσίπρας στο βήμα του ΟΗΕ.

Ο Πρωθυπουργός κατακεραυνώθηκε από μεγάλο πλήθος του τύπου -εγχώριου και μη- και σχολιαστών -διανοούμενων και μη- για την παρουσία του στο συνέδριο του Clinton Global Initiative, κατά κύριο λόγο σε τρία επίπεδα: (α) στο επίπεδο της δυστοκίας στην έκφρασή του,  (β) στο επίπεδο της προετοιμασίας για το συγκεκριμένο ακροατήριο, και (γ) στο επίπεδο της γνώσης του σε καυτά εθνικά ζητήματα που αφορούν κατά κύριο λόγο στην προσέλκυση επενδύσεων. Θα σταθώ στο πρώτο για να το φωτίσω από μια διαφορετική πλευρά.

 Θα προσπεράσω εντέχνως την προσδοκία  πως ο Πρωθυπουργός θα έπρεπε να μιλά 1-2 γλώσσες αρκούντως, σύμφωνα με το στερεότυπο του απογόνου μεσο-αστικής οικογένειας, της ηλικίας των 40 ετών. Ακόμη περισσότερο θα αντισταθώ στον πειρασμό να αναφερθώ εκτενώς στο μοντέλο «εκπομπής σημάτων» του  Spence, από τα οικονομικά της εργασίας. Σύμφωνα με το μοντέλο αυτό, κάθε εργοδότης μελετά τα σταθερά χαρακτηριστικά (π.χ. την ηλικία) και τα μεταβλητά χαρακτηριστικά (π.χ. τις γνώσεις και τα προσόντα) των υποψηφίων με σκοπό να κάνει την καλύτερη (και χαμηλότερου ρίσκου) επιλογή ατόμου. Συνεπώς, σε συνθήκες επιλογής προσωπικού, οι υποψήφιοι για μια θέση «εκπέμπουν σήματα» (όπου σήματα είναι τα προσόντα, οι γνώσεις κ.λπ.) για τη δυνατότητα τους να μαθαίνουν γρήγορα και να είναι αποδοτικοί. Αν τοποθετήσουμε τον Πρωθυπουργό στην θέση του εκάστοτε υποψηφίου, τι σήματα εκπέμπει;  Η ερώτηση ρητορική μιας και ο χρόνος δεν γυρίζει πίσω. Ούτε ο 40χρονος σήμερα Πρωθυπουργός μπορεί να γυρίσει στο δημοτικό και να μάθει Αγγλικά, όπως όλοι οι σημερινοί 40άρηδες, ούτε όμως κι εμείς μπορούμε να ανακαλέσουμε την επιλογή μας να είναι  πρωθυπουργός.

Αντί αυτού, ας πούμε λοιπόν ότι η ίδια η γνώση της Αγγλικής ή/και κάθε άλλης ξένης γλώσσας, δεν αποτελεί προϋπόθεση για να πάρει τη θέση ή να διοικήσει κανείς από τη θέση του Πρωθυπουργού. Ας δεχτούμε περαιτέρω ότι η δεξιότητα του Πρωθυπουργού στα Αγγλικά δεν μας λέει κάτι για τις ευρύτερες ικανότητές του. Μήπως όμως η απόφασή του να μιλήσει Αγγλικά στο συνέδριο, με δεδομένη τη δυστοκία έκφρασης, μας λέει κάτι παραπάνω για τις ικανότητές του;

Ο Πρωθυπουργός έλαβε ελεύθερα και χωρίς τυχόν πιέσεις (δεν έχω λόγο να θεωρώ το αντίθετο) την απόφαση να μιλήσει στα αγγλικά, αντί να μιλήσει στα ελληνικά. Με προβληματίζει έντονα που σε ένα τόσο απλό (δηλαδή όχι σύνθετο) αλλά κρίσιμο (για την προβολή της Ελλάδας και του Πρωθυπουργού προσωπικά)  ζήτημα ο Πρωθυπουργός ζύγισε τις επιλογές του και τελικά πήρε την απόφαση που πήρε.

Εξηγούμαι. Σύμφωνα με τη σύγχρονη θεωρία αποφάσεων, ο δρών επιλέγει από μια δεξαμενή εναλλακτικών δυνατοτήτων μια συμπεριφορά, αυτήν που θεωρεί καταλληλότερη για την επίτευξη του στόχου του.  Συνεπώς η επιλεγμένη συμπεριφορά κρίνεται ως λογική και εύστοχη μόνο όταν είναι σκόπιμη (όπου σκόπιμη σημαίνει ότι βρίσκεται σε ευθυγράμμιση με τον στόχο του). Σε αντίθετη περίπτωση η συμπεριφορά/προϊόν της διαδικασίας λήψης απόφασης θεωρείται παράλογη και συνεπώς η δεξιότητά του στη λήψη απόφασης αμφισβητείται.

Υπό αυτό το πρίσμα λοιπόν, και με δεδομένο ότι τον στόχο του Πρωθυπουργού στο συνέδριο αυτό τον τοποθετώ κάπου μεταξύ του «να έχει μια αξιοπρεπή παρουσία στο συνέδριο» και του «να δημιουργήσει θετικό κλίμα ανοικτού διαλόγου με πιθανούς επενδυτές για τη χώρα μας», θα περίμενε κάποιος ότι η λογική και εύστοχη επιλογή θα ήταν η επιλογή του πλαισίου/περιβάλλοντος που θα του επέτρεπε να ασκήσει όλη του την επικοινωνιακή γοητεία, δηλαδή να μιλήσει στη μητρική του γλώσσα. Κι όμως! Απέναντι σε αυτήν την απολύτως ευθυγραμμισμένη με τους στόχους που προανέφερα συμπεριφορά, ο πρωθυπουργός κατέληξε στην χειρότερη επιλογή, με τις γνωστές συνέπειες.

Αν αναλογιστούμε μάλιστα το χαμηλότατο βαθμό συνθετότητας της συγκεκριμένης απόφασης (Θέλετε να μιλήσετε στην μητρική σας γλώσσα στην συνάντηση; Επιλογές: ΝΑΙ- ΟΧΙ) τότε σαφώς δημιουργούνται σοβαρά ερωτήματα για τη γενική ικανότητα του Πρωθυπουργού να παίρνει αποφάσεις. Αυτή η ικανότητα λήψης αποφάσεων (σε αντίθεση με τη γνώση της Αγγλικής ή άλλης ξένης γλώσσας) αποτελεί κυρίαρχη προϋπόθεση για έναν καλό Πρωθυπουργό μιας χώρας. Της δικής μας χώρας ακόμη περισσότερο γιατί, εξαιτίας των δυσκολιών που διέρχεται, ο πρωθυπουργός καλείται καθημερινά να πάρει μεγάλες και δυσκολότατες (για έμπειρους λύτες) αποφάσεις. Αν μη τι άλλο, η ευθυκρισία είναι το σημαντικότερο προσόν ενός ηγέτη και τα σήματα που εκπέμπει ο κύριος Τσίπρας είναι σαφώς αποθαρρυντικά…

Από την άλλη πλευρά, τα σήματα αυτά είναι μεταβλητά και ο Πρωθυπουργός μπορεί και πρέπει να με διαψεύσει την επόμενη φορά.

 

Άννα Τουλουμάκου. Διευθύντρια Ψυχολογίας στο Κολλέγιο BCA και επιστημονική συνεργάτης του ερευνητικού κέντρο SKOPE του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης.

Προσθήκη σχολίου

Όλα τα πεδία είναι υποχρεωτικά. Ο κώδικας HTML δεν επιτρέπεται.