Σύνδεση συνδρομητών

Να αλλάξουμε εκλογικό νόμο, τώρα

Γιώργος Κανέλλης
Παρασκευή, 18 Σεπτεμβρίου 2015 02:14
Συγκέντρωση στο Περιστέρι. Η Β' Αθήνας είναι η μεγαλύτερη εκλογική περιφέρεια της χώρας με πολλές τοπικές κοινωνίες και πολλές αντιθέσεις.
Φωτογραφία Αρχείου
Συγκέντρωση στο Περιστέρι. Η Β' Αθήνας είναι η μεγαλύτερη εκλογική περιφέρεια της χώρας με πολλές τοπικές κοινωνίες και πολλές αντιθέσεις.

Το να τίθεται θέμα εκλογικού συστήματος λίγες  μέρες πριν την ολοκλήρωση της προεκλογικής περιόδου φαίνεται εκ πρώτης όψεως παράδοξο. Είναι ώρα ουσίας και όχι διαδικασίας. Όμως, στην περίπτωση της χώρας μας το εκλογικό σύστημα, κατά τη συνταγματική θεωρία, ούτως ή άλλως μέρος του ευρύτερου συστήματος κανόνων που ορίζουν τη σύνταξη της πολιτείας, του «πραγματικού» συντάγματος, είναι ολοφάνερο, ήδη από το 2012, ότι, είναι προφανώς αναντίστοιχο με την δομή των πολιτικών δυνάμεων. Αυτό συνέβη διότι ο «ατελής δικομματισμός» που για δεκαετίες ήταν η επικρατούσα πολιτική δομή, έπεσε θύμα της κρίσης, και αντικαταστάθηκε από μια, ιδιαίτερα ρευστή, πολυκομματική πολιτική γεωγραφία.

Κατόπιν τούτου η επιρροή του συγκεκριμένου συστήματος υπερενισχυμένης αναλογικής  στην ουσία των αποφάσεων των εκλογέων είναι τόση, ώστε μπορούμε δικαίως να μιλήσουμε για ισχυρό παράγοντα όχι μόνο της δίκαιης κατανομής των εδρών αλλά και αλλοίωσης της πραγματικής βούλησης των πολιτών, μέσω της συμπίεσης υπαρκτών και σοβαρών πολιτικών δυνάμεων από λογικές «χαμένης» ψήφου.

Η αποκατάσταση επομένως της αναντιστοιχίας είναι ουσιώδες θέμα δημοκρατικής τάξης, και ειδικότερα σεβασμού της συνταγματικής αρχής της ισοδυναμίας της ψήφου (άρθρα 4 &1, περί ισότητας ενώπιον του νόμου, σε συνδυασμό με το 52 που απαιτεί την ανόθευτη εκδήλωση της λαϊκής θέλησης).

Πρόκειται για πολύ σοβαρό, συνταγματικό και πολιτικό θέμα, αφού τα ελαττώματα του ισχύοντος νόμου, που οδηγούν στην αναντιστοιχία που προαναφέρθηκε, δηλαδή το μπόνους των 50 εδρών στο πρώτο αυτοτελές κόμμα και η διάκριση αυτοτελών κομμάτων και συνασπισμών, οι οποίοι δεν το δικαιούνται, μπορεί να οδηγήσει στην παραπλανητική εικόνα και πραγματικότητα μιας Βουλής, όπου μια δύναμη της τάξης του ενός τρίτου των ψήφων μπορεί να καθορίσει τις εξελίξεις ακόμη και αν, δυνάμεις που υπερβαίνουν την απόλυτη πλειοψηφία κινούνται σε διαφορετικές κατευθύνσεις. Ήτοι, σε μια εποχή κατά την οποία διακυβεύονται στρατηγικού επιπέδου ζητήματα, όπως η οριστική διασφάλιση της ευρωπαϊκής πορείας της χώρας, η ανάταξη της οικονομίας αλλά και η πορεία του κυπριακού, το εκλογικό σύστημα αντί να υπηρετεί, σύμφωνα και με τον υπαρκτό πλουραλισμό της κατανομής των πολιτικών δυνάμεων, συναινετικές λύσεις και πλειοψηφίες με ευρεία κοινωνική βάση, λειτουργεί προς την αντίθετη κατεύθυνση. Αυτήν της εύνοιας προς διλημματικές και πολωτικές καταστάσεις, που, όπως διαπιστώσαμε κατά την διάρκεια της «μνημονιακής» περιόδου, συμβάλουν στην ανάδειξη τεχνητών πλειοψηφιών που συντελούν στη διαιώνιση της οξύτητας, των πλαστών διλημμάτων, την καθυστέρηση ή και ματαίωση αναγκαίων μεταρρυθμίσεων.

Και τα δύο αυτά βασικά χαρακτηριστικά έχουν επικριθεί επί χρόνια με ισχυρά νομικά και πολιτικά επιχειρήματα ως αντισυνταγματικά, όμως η διάκριση των ψηφοδελτίων σε αυτά αυτοτελών κομμάτων, που δικαιούνται μπόνους, και εκείνα συνασπισμών που δεν δικαιούνται, οδήγησε ήδη αλλά μπορεί να οδηγήσει και πάλι σε επικίνδυνες καταστάσεις, με το δεύτερο σε δύναμη πολιτικό σχηματισμό να αναδεικνύεται μακράν πρώτος σε έδρες, στην περίπτωση που  συνασπισμός συνέβαινε ν’ αναδειχθεί πρώτη δύναμη σε ψήφους.

Και δεν πρόκειται μόνο για απευκταίο μελλοντικό ενδεχόμενο, ήδη η διάταξη αυτή αποδείχτηκε ανίκανη να υπηρετήσει τον εικαζόμενο σκοπό του νομοθέτη της, την ανάδειξη δηλαδή ισχυρών και ομοιογενών πλειοψηφιών. Οι δραματικές εξελίξεις που ακολούθησαν τον σχηματισμό της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ τον Ιανουάριο, που κορυφώθηκαν με την αποσύνθεση της πλειοψηφίας αυτής, μετά την ψήφιση της τρίτης συμφωνίας διάσωσης της χώρας με τους εταίρους της ευρωζώνης, απέδειξαν πέραν πάσης αμφιβολίας, ότι η μετατροπή του ΣΥΡΙΖΑ από συνασπισμό διακριτών δυνάμεων σε ενιαίο κόμμα ήταν προσχηματική, για να μη χαθεί το μπόνους, όμως οι «συνιστώσες» συνέχισαν την ξεχωριστή λειτουργία τους και προπαντός την ξεχωριστή πειθαρχία τους, διατήρησαν διαμετρικές διαφορές μεταξύ τους και οι απελπισμένες προσπάθειες συσπείρωσής τους με απονενοημένα διαβήματα, όπως το δημοψήφισμα, πληρώθηκαν ακριβά από τη χώρα με δεκάδες δισεκατομμύρια χρέος επιπλέον, επαναφορά στην ύφεση, τραπεζική ασφυξία και παράταση της πολιτικής αστάθειας, αντί του επιδιωκόμενης από τον εκλογικό νόμο σταθερότητας.

Και πάλι όμως μπορεί να θέσει κάποιος το ερώτημα: εν πάση περιπτώσει γιατί να συζητήσουμε τώρα το εκλογικό σύστημα, γιατί επείγει;

Η απάντηση και ο λόγος που γράφτηκε το κείμενο ακολουθεί και ενδιαφέρει σαφέστατα την άμεση πολιτική συγκυρία:

Εν όψει της βεβαιότητας για την μη διαμόρφωση, παρά το θηριώδες μπόνους,  αυτοδύναμης πλειοψηφίας, που προκύπτει τόσο από τα αποτελέσματα του Ιανουαρίου όσο και από το σύνολο των δημοσκοπήσεων, οι πολιτικές δυνάμεις που συμπιέζονται και λεηλατούνται τόσο σε ότι αφορά το σχηματισμό της εκλογικής βούλησης όσο και σε ότι αφορά την κατανομή των εδρών, έχουν κάθε πολιτικό λόγο, συνταγματικό δικαίωμα, αλλά και ισχυρή διαπραγματευτική θέση για να θέσουν την άμεση (μέσω ψήφισης από τα 2/3 της επόμενης Βουλής) αλλαγή του εκλογικού νόμου, κυρίως σε ότι αφορά τα δύο βασικά ελαττώματα που περιγράφηκαν εδώ, αλλά και του σημαντικού θέματος του μεγέθους των μεγάλων περιφερειών, που επίσης νοθεύει τη λαϊκή θέληση, δημιουργώντας βουλευτές δύο επιπέδων, τους «σταρ» από τη μια και τους ταπεινούς της επαρχίας από την άλλη,  ως μη διαπραγματεύσιμο προαπαιτούμενο για κάθε εκλογική συνεργασία.

Το ΠΑΣΟΚ και η ΔΗΜΑΡ δεν το έκαναν πριν τον σχηματισμό της κυβέρνησης Σαμαρά το 2012 και το μετάνιωσαν πικρότατα.

Το πρόβλημα είναι ότι δεν πλήρωσαν μόνο αυτά, βαρύ ήταν και παραμένει το τίμημα από την αλλοίωση της λαϊκής βούλησης, όπως αυτή προκύπτει από την λαϊκή ψήφο και για τη χώρα.

Η ώρα για ένα εκλογικό σύστημα λειτουργικό, δίκαιο, αντίστοιχο της σημερινής δομής της πολιτικής γεωγραφίας της χώρας, που υπηρετεί σε συνετή ισορροπία τους δύο στόχους κάθε δημοκρατικού εκλογικού συστήματος, την αναλογικότητα, δηλαδή, και την διευκόλυνση σχηματισμού κυβερνήσεων, έχει έλθει και είναι η επομένη των εκλογών. Μεγαλοστομίες περί συνταγματικής κατοχύρωσης αναλογικού συστήματος εκείνων που είχαν κάποτε την αναλογική ως σημαία, αλλά τώρα δεν βιάζονται και τόσο, είναι κυνική αποστολή του θέματος στις ελληνικές καλένδες.

Οι ως τώρα «ριγμένοι» μπορούν και πρέπει να επιβάλλουν μια τέτοια λύση, κάθε υποχώρηση θα είναι αυτοκτονική, και όχι μόνο για τους ίδιους.

 

Γιώργος Κανέλλης. Περιφερειακός σύμβουλος Δυτ. Ελλάδας

Προσθήκη σχολίου

Όλα τα πεδία είναι υποχρεωτικά. Ο κώδικας HTML δεν επιτρέπεται.