Η αξιοκρατία ήταν παντελώς άγνωστη στη χώρα μας… Μάταια κανείς θα ψάξει να βρει το σχετικό λήμμα στο Μέγα Λεξικόν του Δ. Δημητράκου. Δεν ήμασταν η εξαίρεση. Ουδείς έκανε λόγο γι’ αυτήν, μέχρις ότου ο Μάικλ Γιανγκ επινόησε τον όρο «αξιοκρατία» στο περιλάλητο βιβλίο τουThe Rise of Meritocracy 1870–2033 (London: Thames and Hudson, 1958).
Στην κατά τα λεγόμενά του «σάτιρα που σήμαινε προειδοποίηση», ο άγγλος κοινωνιολόγος περιέγραψε μιαν αλά Τζωρτζ Όργουελ δυστοπία, στην οποία ο καπιταλισμός μεταλλάσσει βαθμιαία μια κληρονομικώ δικαίω αριστοκρατία σε αριστοκρατία του ταλέντου.[1] Ο Ορτέγα Υ Γκασσέτ ανεστραμμένος: δεν είναι οι μάζες το πρόβλημα, αλλά οι ελίτ.
Αριστερός και στέλεχος του Εργατικού Kόμματος, ο Μ. Γιανγκ καταφέρθηκε με δριμύτητα κατά της σχολικής και κοινωνικής αξιοκρατίας. Ποιος θα φανταζόταν ότι τον είχαν ήδη προλάβει συντηρητικοί; Και, όμως, ο T. Σ. Έλιοτ δεν δίστασε να γράψει το 1948 ότι ένα αξιοκρατικό σύστημα που θα κατέτασσε καθέναn σύμφωνα με τις γενέθλιες ικανότητές του θα μπορούσε «να αποδιοργανώσει την κοινωνία και να ευτελίσει την εκπαίδευση».
Έκτοτε κύλησε πολύ νερό στο αυλάκι. Η αξιοκρατία και καταγγέλθηκε και εκθειάστηκε. Γράφτηκαν χιλιάδες σελίδες περί ταξικών και ιδεολογικών μηχανισμών της εκπαίδευσης που διαιωνίζουν την καπιταλιστική κυριαρχία. Από την άλλη, ταυτισμένη πρακτικά με την «ισότητα των ευκαιριών», η αξιοκρατία τροφοδότησε προσδοκίες κοινωνικής ανόδου ιδίως μέσω της εκπαίδευσης, ενώ συγχρόνως περιέστειλε την απογοήτευση των αποτυχημένων σε υποφερτά όρια: εάν πιστεύεις ότι ζεις σε κοινωνία ίσων ευκαιριών, με τον εαυτό σου τελικά θα τα βάλεις σε περίπτωση που δεν τα πας καλά στη ζωή σου.
Στήθηκαν μεγάλοι καβγάδες γύρω από αυτά. Ωστόσο, η αξιοκρατία έχει ίσως πολλές αρετές, αλλά η σαφήνεια δεν είναι μία από αυτές, μας προειδοποιεί ο Αμάρτυα Σεν, αφού εξαρτάται από το τι κοινωνία θέλουμε. Εάν, λόγου χάριν, αποφασίσουμε ότι δεν μας ενοχλούν οι μεγάλες ανισότητες, τότε οι αμοιβές των άξιων ατόμων μπορούν να είναι καταρχήν οσοδήποτε μεγάλες.
Εν πάση περιπτώσει, μοντέλο της ισότητας των ευκαιριών υπήρξε ανέκαθεν ο αγώνας δρόμου. Αξιοκρατία δεν νοείται δίχως fair play και καθαρό ανταγωνισμό: εάν άπαντες ξεκινούν από την ίδια αφετηρία, σέβονται τους κανόνες, και δεν υπάρχουν εξωαγωνιστικές παρεμβάσεις υπέρ κάποιου αγωνιζόμενου. έ, λοιπόν, τότε «ας κερδίσει ο καλύτερος.» Ουδείς ισχυριζόμαστε πρέπει να πριμοδοτείται για άσχετους λόγους -για τα ωραία μάτια του, για το ποιος είναι ο μπαμπάς του, για τις γνωριμίες του. Απεναντίας, θεωρούμε εύλογο να ανταμείβονται οι βασισμένες στην προσωπική προσπάθεια ικανότητες και το ταλέντο.
Παραδόξως, όμως, η σκληρή εργασία συχνά αντιμετωπίζεται σαν αποπαίδι του αξιακού μας συστήματος. Όπως και εμείς στην ηλικία τους, τα παιδιά μας χαρακτηρίζουν τον μαθητή που πασχίζει να αριστεύσει «σπασίκλα» και «φυτό» ̶ στάση που, κατά τη γνώμη μου, μόνον εν μέρει οφείλεται στο πολυσυζητημένο «απωθητικό» σχολείο. Παρομοίως, θεωρούμε αυτονόητο ότι ο πετυχημένος επιχειρηματίας ή επαγγελματίας, παρά το έλκος στομάχου που του κόστισε η προσπάθειά του, «πάτησε επί πτωμάτων.» Φαίνεται πως μας είναι ανυπόφορο να αποδεχθούμε την επιτυχία των ομοίων μας.
Πάντως, μία είναι η καθοριστική παράμετρος: στις ικανότητες κάθε ανθρώπου συμβάλλουν παράγοντες που δεν ελέγχει. Τα άτομα κεφαλαιοποιούν το οικονομικό και μορφωτικό επίπεδο της οικογένειας και του κοινωνικού περιβάλλοντός τους: άλλο να έχεις γεννηθεί στο Σουδάν και άλλο στην Ελλάδα, άλλο να μεγαλώνεις στο Πέραμα και άλλο στην Εκάλη. Ο αμόρφωτος, μεροκαματιάρης γονιός που επιστρέφει εξουθενωμένος στο σπίτι του δεν έχει να προσφέρει πολλά στο παιδί του. Απεναντίας, ακόμη και οι ευκατάστατοι, μορφωμένοι γονείς ίσως δεν φαντάζονται τι κερδίζει το παιδί τους, όταν του διαβάζουν ένα παραμύθι πριν πάει για ύπνο. Εάν είσαι τυχερός, ξεκινάς το κατοστάρι προς την επιτυχία με δεκάδες μέτρα προβάδισμα.
Τα κρατάμε αυτά. Έχουν την αξία τους στις συζητήσεις για τα πρότυπα-πειραματικά σχολεία. Αφήνω στην άκρη τη μεταξύ τους διάκριση, που τη θεωρώ μεν σωστή, αλλά ήσσονος σημασίας. Το μείζον είναι αν θέλουμε ή όχι πρότυπα σχολεία. Το θέμα έχει προς το παρόν καταλαγιάσει, αλλά αποτελεί παραδειγματική περίπτωση τόσο στις εστιασμένες στη σχολική αξιοκρατία συζητήσεις, όσο και σε προβληματισμούς για το πώς γενικότερα πρέπει να πορευτεί η χώρα.
Τα πρότυπα σχολεία αποτελούν δημόσιο μηχανισμό παραγωγής ελίτ. Ελίτ; Ναι, αυτή είναι η λέξη. Κάποιοι που αυτοπροσδιορίζονται ως αριστεροί κινδυνεύουν να πάθουν εγκεφαλικό στο άκουσμά της ̶ μολονότι πολλοί εξ αυτών με επαρκή οικονομική δυνατότητα καταφεύγουν σε αντικαταθλιπτικά, αν ο κανακάρης τους δεν γίνει δεκτός σε κάποιο καλό ιδιωτικό σχολείο. Δεν είναι δυσεξήγητο. Εάν από την εφηβεία σου κοιμάσαι αγκαλιά με τον Ιστορικό Υλισμό της Ακαδημίας Επιστημών της ΕΣΣΔ, έστω και με Πιέρ Μπουρντιέ και Λουί Αλτουσέρ, δύσκολα καταλαβαίνεις (στην πραγματικότητα, ούτε που σε νοιάζει να καταλάβεις) ότι το πρόβλημα της Ελλάδας δεν είναι οι ελίτ, αλλά η ανυπαρξία ελίτ με συνείδηση του ρόλου τους ̶ και μια που το ‘φέρε η κουβέντα, πώς μεσόκοπος πλέον μπορείς να γίνεις φιλοευρωπαϊστής, όταν η «Ευρώπη των μονοπωλίων» έχει διαποτίσει επί δεκαετίες τα εγκεφαλικά σου κύτταρα;
Το πρόβλημα είναι βαθύτερο. Κάθε δημοκρατική κοινωνία αναζητά συνεχώς μιαν εξισορρόπηση μεταξύ αποτελεσματικότητας και κοινωνικής δικαιοσύνης. Ένα σύστημα μπορεί να βελτιωθεί και ως προς τα δύο αυτά κριτήρια σε εξαιρετικές περιπτώσεις, αλλά κατά κανόνα ό,τι κερδίζουμε στο ένα το χάνουμε στο άλλο.
Ο ΣΥΡΙΖΑ υποστηρίζει τη δημιουργία ενός καλού και ποιοτικού σχολείου, χωρίς φραγμούς και διακρίσεις, το οποίο, περιορίζοντας την ανισότητα των ευκαιριών, ευνοεί την κοινωνική κινητικότητα και άρα αμβλύνει τις κοινωνικές ανισότητες. Τα πρότυπα σχολεία πρέπει να καταργηθούν, επειδή στην καλύτερη περίπτωση εισάγουν μια παιδεία δύο ταχυτήτων και στη χειρότερη εδραιώνουν τον κοινωνικό δαρβινισμό. Εύηχα και γοητευτικά όλα αυτά. Το ζητούμενο φυσικά είναι πόσο αποτελεσματικό και δίκαιο είναι ένα τέτοιο σύστημα.
Δεν χρειάζεται οξύνοια για να καταλάβουμε ότι η πλήρης εξάλειψη της ανισότητας των ευκαιριών συνεπάγεται θεόρατο κόστος και, συνεπώς, ότι η τέλεια κοινωνική κινητικότητα είναι μέγας μύθος. Κάποιος θα αντέτεινε ότι η ισότητα των ευκαιριών είναι απλώς το ιδεώδες προς το οποίο πρέπει να τείνουμε. Σωστό. Αρκεί να μην καλλιεργούνται αυταπάτες για τα όριά της.
Είναι κοινός τόπος ότι η επιρροή της οικογένειας και του κοινωνικού της περίγυρου αποτελεί τη σημαντικότερη αιτία της ανισότητας των ευκαιριών. Ακραίο ολοκληρωτισμό αποπνέει η ανατριχιαστική ιδέα μιας κοινωνίας που θα διασφαλίζει ίσες ευκαιρίες, αποσπώντας τα παιδιά από την επιρροή των γονιών τους. Με πρώτο διδάξαντα τον Πλάτωνα στην Πολιτεία, έχουν διατυπωθεί στο παρελθόν τέτοιες απόψεις. Ευτυχώς, ουδείς θα τολμούσε σήμερα να εκστομίσει κάτι τέτοιο.
Εάν ισχύουν αυτά, η σκέψη ότι θα μπορούσε να υπάρξει ένα υποσύστημα στη σημερινή κοινωνία, εν προκειμένω η σχολική εκπαίδευση, που θα περιόριζε δραστικά τις ανισότητες πάσχει εγγενώς. Η απόπειρα να σχεδιαστεί οποιοδήποτε σύστημα παραγνωρίζοντας τους αντικειμενικούς περιορισμούς στους οποίους υπόκειται δεν λέγεται βούληση. ανοησία λέγεται. Ασφαλώς, το δημόσιο σχολείο, που έβγαζε και θα συνεχίσει να βγάζει και διαμάντια, μπορεί και πρέπει να βελτιώνεται. Ασφαλώς, καλύτερος ανταγωνισμός μπορεί τεχνικά να επιτευχθεί (αδιάβλητες εξετάσεις, κάλυψη των ονομάτων στα γραπτά κ.λπ.). Αλλά πουλάς νερό του Καματερού όταν υπόσχεσαι ριζική θεραπεία, ενώ γνωρίζεις ότι δεν μπορείς (ή πιστεύεις ότι μπορείς, πράγμα μάλλον χειρότερο) να επηρεάσεις ουσιωδώς τον σκληρό πυρήνα των αιτιών των ανισοτήτων.
Πραγματισμός χρειάζεται. Όλοι ανεξαιρέτως μιλούν για την ανάγκη ενός νέου παραγωγικού μοντέλου. Μολονότι μόνο γενικότητες ακούγονται μέχρι σήμερα, άπαντες επίσης θεωρούν ότι θα πρέπει να βασίζεται στη γνώση ̶ αναμφίβολα, η πρωτοκαθεδρία που δίνεται στον περιώνυμο αυτόν τέταρτο συντελεστή της παραγωγής δεν αποτελεί ελληνική πατέντα.
Όποιο παραγωγικό μοντέλο και αν επιλέξει εντέλει, η χώρα οφείλει να προετοιμάσει όσους θα στελεχώσουν τα συστήματα παραγωγής, υπηρεσιών και διακυβέρνησής της, ιδιωτικά και δημόσια. Η πατρίδα μας θα χρειαστεί πρωτίστως ανθρώπινο δυναμικό υψηλού επιπέδου. Τα πρότυπα σχολεία ασφαλώς εξυπηρετούν αυτή τη λογική αποτελεσματικά, με την έννοια ότι ο προσδοκώμενος αριθμός αποφοίτων υψηλής στάθμης θα είναι σημαντικά μεγαλύτερος από έναν αντίστοιχο, αν όχι πολλαπλάσιο, πληθυσμό μαθητών του τυπικού δημόσιου σχολείου ̶ οι αριστούχοι του οποίου φυσικά θα συναθροίζονται στη δεξαμενή των δυνητικών στελεχών.
Συνεπώς, ή θα ενισχυθούν τέτοιοι θεσμοί που εκτιμάται βάσιμα ότι θα στηρίξουν την ανασυγκρότηση και ανάπτυξή. ή τα πράγματα θα αφεθούν να σέρνονται δίχως να αντιμετωπίζεται μετωπικά ούτε η αναδιοργάνωση της οικονομίας, ούτε η (κοινωνική) δικαιοσύνη. Υπ’ αυτό το πρίσμα, ο εξοβελισμός των πρότυπων σχολείων από τη λογική του ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος ωστόσο ξυπνά και κοιμάται με τη λέξη πρόοδο, δεν είναι συντηρητισμός. οπισθοδρομικότητα είναι.
Τι σόι Αριστερά είναι αυτή που ουσιαστικά δωρίζει το μονοπώλιο ανάπτυξης του ανώτερου στελεχικού δυναμικού της χώρας στις πλούσιες οικογένειες. που, εν ονόματι μιας μαξιμαλιστικής κοινωνικής κινητικότητας, αναπαράγει τις ταξικές ανισότητες με τον πιο ωμό τρόπο. που στερεί από μεσαίες, αλλά αφοσιωμένες στην εκπαίδευση των παιδιών τους οικογένειες τη δυνατότητα να τα σπουδάσουν καλά. Τι σόι Αριστερά είναι αυτή τέλος πάντων που ανεμίζει τη σημαία της προόδου και της ανάπτυξης, και αρνείται να προετοιμάσει το απαιτούμενο υψηλής στάθμης ανθρώπινο δυναμικό της πατρίδας μας μέσα από δημόσιους φορείς.
Πραγματισμός δεν σημαίνει ούτε κυνισμός, ούτε απουσία αξιακών και ηθικών δεσμεύσεων. Επειδή δεν θα μπορούσα να τα πω καλύτερα, αντιγράφω μιαν υπόδειξη του πρώην επικεφαλής της Ομοσπονδιακής Τράπεζας των ΗΠΑ (2006-2014) Μπεν Μπερνάκι από την εμπνευσμένη και λίαν διασκεδαστική ομιλία του στο πανεπιστήμιο του Πρίνστον.[2]
Έχουμε διδαχθεί ότι οι αξιοκρατικοί θεσμοί και κοινωνίες είναι δίκαιες. Αφήνοντας κατά μέρος το γεγονός ότι κανένα τέτοιο σύστημα, συμπεριλαμβανομένου του δικού μας, δεν είναι όντως πλήρως αξιοκρατικό, οι αξιοκρατίες μπορεί να είναι δικαιότερες και αποτελεσματικότερες από κάποιες εναλλακτικές. Αλλά δίκαιες με απόλυτη έννοια; Σκεφτείτε το. Αξιοκρατία είναι ένα σύστημα στο οποίο άνθρωποι που είναι οι πιο τυχεροί στην υγεία και τη γενετική τους κληρονομιά. οι πιο τυχεροί όσον αφορά τη στήριξη, την ενθάρρυνση και, πιθανόν, το εισόδημα της οικογένειας. οι πιο τυχεροί στις εκπαιδευτικές και επαγγελματικές τους ευκαιρίες. και οι πιο τυχεροί από πλείστες άλλες απόψεις που είναι αδύνατον να απαριθμηθούν ̶ αυτοί είναι οι άνθρωποι που αποκομίζουν τις μεγαλύτερες ανταμοιβές. Ο μοναδικός τρόπος ακόμη και για μιαν υποτιθέμενη αξιοκρατία να εγκριθεί ηθικά, να θεωρηθεί δίκαιη, είναι το εάν εκείνοι που είναι οι πιο τυχεροί όσον αφορά όλες αυτές τις πλευρές έχουν επίσης και τη μεγαλύτερη ευθύνη να εργάζονται σκληρά, να συνεισφέρουν στη βελτίωση του κόσμου, και να μοιράζονται την τύχη τους με τους άλλους. Και όπως λέει το Κατά Λουκάν Ευαγγέλιο(και είμαι σίγουρος ότι ο ραβίνος μου θα με συγχωρέσει, διότι για καλό σκοπό επικαλούμαι την Καινή Διαθήκη): «παντὶδὲᾧἐδόθηπολύ, πολὺζητηθήσεταιπαρ᾿αὐτοῦ, καὶᾧπαρέθεντοπολύ, περισσότεροναἰτήσουσιναὐτόν» (12:48, http://www.apostoliki-diakonia.gr/bible/bible.asp). Κάτι σαν επί της καμπύλης βαθμολόγηση, θα ‘λεγες.[3]
Πίσω από αυτές τις λέξεις ενός από τους ισχυρότερους ανθρώπους στον κόσμο,[4] πολλοί διείδαν μιαν έμμεση εναντίωση στις φορολογικές ελαφρύνσεις των πλουσίων και στην περικοπή των δαπανών για τους φτωχούς. Ίσως έχουν δίκαιο, ίσως όχι. Κρατάμε, όμως, τη διατυπωμένη με σαφήνεια άποψη του Μπερνάκι ότι δεν χρειάζεται να μυθοποιούμε, θετικά ή αρνητικά, την αξιοκρατία. και πως αξίζει να στύψουμε το μυαλό μας για να κάνουμε πιο αποτελεσματικό και δίκαιο ένα προβληματικό σύστημα.
[1] Οι διεργασίες προς τον νέο κόσμο ̶ στον οποίο η αξία οριζόταν ως το άθροισμα της ευφυΐας και της προσπάθειας, Α = Ε+Π (σ. 94) ̶ επιταχύνθηκαν χάρη στην τελειοποίηση των τεστ IQ, που συρρίκνωναν συνεχώς την ηλικία στην οποία μπορούσαν να επιτευχθούν αξιόπιστες προβλέψεις για τη μελλοντική πορεία κάθε ατόμου: «το 2000, η αξιόπιστη ηλικία ήταν 9 έτη. το 2015 ήταν 4. το 2020 ήταν 3» (σ. 169). Λίγους μήνες πριν πεθάνει, ο Μ. Γιανγκ εγκάλεσε τον Τόνυ Μπλερ για παραπλανητική χρήση της έννοιας της αξιοκρατίας, και ζήτησε να την αφαιρέσει από τον δημόσιο λόγο του («Downwithmeritocracy», TheGuardian, 29.06.2001).
[2] Ben S. Bernanke, The Ten Suggestions: a speech at the Baccalaureate Ceremony at Princeton University, Princeton, New Jersey, June 2, 2013, Speech 619, Board of Governors of the Federal Reserve System (U.S.).
[3] Εντελώς απλουστευτικά, στην επί της καμπύλης βαθμολόγηση (grading on the curve) ο εξεταστής βαθμολογεί με 10 το καλύτερο γραπτό, ας πούμε που πήρε 8, και αυξάνει κατά δύο μονάδες όλα τα άλλα γραπτά. Μια τέτοια αναπροσαρμογή ευνοεί τα γραπτά με χαμηλούς βαθμούς.
[4] Η ομιλία εκφωνήθηκε κατά τη διάρκεια της δεύτερης θητείας του στην Ομοσπονδιακή Τράπεζα, γεγονός που έχει τη σημασία του. Σημειωτέον ότι, σύμφωνα τουλάχιστον με τη Wikipedia, ο Μπερνάκι παραμένει ρεπουμπλικάνος στις πολιτικές του πεποιθήσεις. [Υπόδειξη προς φωνασκούντες ανισόρροπους που ευδοκιμούν εσχάτως στη χώρα μας. Μην ταλαιπωρείτε τζάμπα το μυαλό σας με τις απόψεις του. Τραπεζίτης των τραπεζιτών, εβραίος και ρεπουμπλικάνος, δεν χρειάζεστε τίποτε άλλο για να τον καταγγείλετε ως την ενσάρκωση του απόλυτου κακού επί της γης.]