Όταν αποφασίζεις να συμμετάσχεις στον δημόσιο διάλογο είναι δύσκολο να μη διαλέξεις πλευρές, ποιον θα υπερασπιστείς και με ποιον θα αντιπαρατεθείς. Είναι προφανές λοιπόν γιατί διάβασα με έκπληξη, στο κυριακάτικο φύλλο της Οικονομικής Καθημερινής (02/08/2015), το άρθρο του Τάκη Αθανασόπουλου «Ο Τσίπρας ως νέος Νέλσον Μαντέλα;»[1]
Εξ αρχής, με εντυπωσίασε η ισοπέδωση της αβυσσάλεας απόπειρας σύγκρισης, μιας σύγκρισης που καταστατικά είναι άτοπη. Αν και νομίζω ότι ειδικώς ο Μαντέλα δεν θα χρειαζόταν υπεράσπιση από κανένα, εν τούτοις για να καταδείξω το ανοίκειο της σύγκρισης θα μπορούσα να κάνω μια απλή καταγραφή συμβάντων της πλούσιας διαδρομής του νοτιοαφρικανού ηγέτη.
Βεβαίως, ο αρθρογράφος στέκεται σε ορισμένα από τα συμβάντα αυτά. Τονίζει, π.χ., ορθώς, την εκ μέρους του υιοθέτηση της ελεύθερης οικονομίας, τη υπέρβαση του φυλετικού μίσους και την πρόταξη του ενωτικού λόγου. Αλλά στη συνέχεια, ο κ. Αθανασόπουλος επιδιώκει να κάνει συγκρίσεις με την ελληνική πραγματικότητα:
Ενώ στη Νότιο Αφρική είχαμε την οξύτητα και εκρηκτικότητα του φυλετικού μίσους και πάθους στο πλαίσιο μιας συντεταγμένης κοινωνίας και ενός οργανωμένου κράτους λόγω της αγγλικής και ολλανδικής επιρροής, στη χώρα μας έχουμε μια ασύντακτη κοινωνία με διερρηγμένο ιστό, που τη χαρακτηρίζει μια άνευρη χαλαρότητα, ιδιαίτερα ως προς την επιδίωξη δημιουργίας αξίας.
Οι συνθήκες, προφανώς, δεν έχουν καμία ομοιότητα. Πολύ πριν οι σκληροπυρηνικοί του Αφρικανικού Κογκρέσου πεισθούν, ο Μαντέλα είχε ξεκινήσει μυστικές συζητήσεις με το καθεστώς του απαρτχάιντ. Πολύ πριν αρχίσει να διαφαίνεται οποιαδήποτε δυνατότητα συζήτησης, εξομάλυνσης ή συμβιβασμού, ο Μαντέλα είχε προβλέψει ότι το απαρτχάιντ δεν είχε ακόμα πλλές αντοχές.
Αντιθέτως, ο Αλέξης Τσίπρας, όχι μόνο δεν κατάλαβε τα πραγματικά ζητήματα της συγκυρίας στην οποία επιδίωξε με μια ρητορική παροχών να κυριαρχήσει, αλλά δεν κατάφερε καν να περιθωριοποιήσει ή να κατευνάσει τους ακραίους μέσα στο κόμμα του, στους οποίους τελικά μοίρασε υπουργικούς θώκους. Εν αντιθέσει με την ανάλυση αλλά και τη διορατικότητα του Μαντέλα που προέβλεπε το τέλος του απαρτχάιντ, ο Αλέξης Τσίπρας πίστευε (ή, τέλος πάντων, διακήρυσσε) από την αρχή ότι η εκλογή του ΣΥΡΙΖΑ θα άλλαζε τους συσχετισμούς στην Ευρώπη, κάτι που δεν συνέβη ποτέ.
Για να κατανοήσει κανείς μερικά συστατικά στοιχεία της ιδιοσυγκρασίας του Μαντέλα, αρκεί να δει την ταινία του Κλιντ Ήστγουντ Ανίκητος, από το ομώνυμο βιβλίο του Τζον Καρλίν (2009). Θα διαπιστώσει χωρίς ιδιαίτερο κόπο ότι, εν αντιθέσει με τον Μαντέλα που έφερε στο ίδιο χώρο όχι μόνο υψηλόβαθμα στέλεχη των δυο έως πρόσφατα αντικρουόμενων πλευρών, αλλά μέχρι και απλούς αθλητές και αστυνομικούς, ο Αλέξης Τσίπρας επέλεξε να βαθύνει το ρήγμα στην ελληνική κοινωνία μεταξύ αντιμνημονιακών και μνημονιακών. Αλλά ακόμα και όταν, λόγω της πίεσης των πραγμάτων, αναγκάστηκε σε κυβίστηση, συνέχιζε να διακηρύσσει ότι δεν πιστεύει αυτά που κάνει! Αντίθετα, ο Μαντέλα συνάντησε πολλές φορές ακόμα και τους ίδιους του τους βασανιστές, και συνδιαλέχθηκε μαζί τους!
Εκτός από άτοπο, λοιπόν, είναι και ιερόσυλο να συγκρίνεται το προσωπικό βίωμα του Μαντέλα, μια απροκατάληπτη στάση ζωής στόχος τηηης οποίας ήταν το κοινό καλό, με την τουλάχιστον καιροσκοπική πολιτική διαδρομή του Αλέξη Τσίπρα (και την, ακόμα και σήμερα, καιροσκοπική ρητορική του).
Ο Τσίπρας πολιτεύτηκε ευαγγελιζόμενος ρήξη. Ρήξη με τους δανειστές και εταίρους μας. Ρηχός και επίπεδος στόχος, αποτέλεσμα προκατειλημμένης, χωριστικής, ιδεοληπτικής ανάλυσης, η αποτυχία της οποίας επιβεβαιώθηκε τοις πράγμασι. Η μοναδική ρήξη που θα έπρεπε να επαγγέλλεται ένα ευρωπαϊκό κόμμα (ο ΣΥΡΙΖΑ διακηρύσσει ότι είναι ευρωπαϊκό κόμμα) θα έπρεπε να είναι η ρήξη με τον κρατισμό και τη διαφθορά.
Αν ο πρωθυπουργός δεν ξέρει, δεν μπορεί να επιλέξει ή δεν θέλει να ακολουθήσει το παράδειγμα του Μαντέλα (κυρίως γιατί αυτός θαυμάζει τον Τσε Γκεβάρα), ας ακολουθήσει, έστω και με καθυστέρηση, το δρόμο της λογικής. Διότι δεν αρκούν οι γενικόλογες υποσχέσεις, είναι εύκολες (όπως εύκολος είναι ο λόγος της προπαγάνδας και, ώς ένα βαθμό, της επικοινωνιακής διαχείρισης των δεδομένων). Δύσκολη είναι μια συνεπής όντως ευρωπαϊκή πολιτική.
Και ειδικά στο σημείο αυτό, κάθε σύγκριση Τσίπρα-Μαντέλα είναι άτοπη. Εκείνος, ήταν ένας οραματιστής, αλλά ταυτόχρονα και ψύχραιμος τακτικιστής. Αυτός αδυνατεί να αντιληφθεί τα στοιχειώδη δεδομένα της πραγματικότητας, πόσο μάλλον το διεθνές περιβάλλον.
Η χώρα χρειάζεται ιδιωτικές επενδύσεις. Οι επενδυτές χρειάζονται σταθερότητα, δικαιοσύνη, εμπιστοσύνη. Η ανάπτυξη θα έρθει μέσα από τις επενδύσεις και τις νέες θέσεις εργασίας. Η αύξηση του πλούτου είναι που θα σώσει τα ασφαλιστικά ταμεία και θα εξασφαλίσει καλύτερους μισθούς και καλύτερες συνθήκες διαβίωσης. Αυτά ήταν η στοιχειώδης αλφαβήτα της πολιτικής σκέψης του Νέλσον Μαντέλα. Και κανείς δεν θα μπορούσε να τον μιμηθεί (ή, ακόμα περισσότερο, να γίνει σαν αυτόν), αν δεν διαθέτει την πείρα του, την πολιτική οξυδέρκειά του, αλλά και τη διάθεση να αποχωριστεί την εμφυλιοπολεμική ρητορική «Ή εμείς ή αυτοί», την οποία με μεγάλη γενναιοδωρία ο Μαντέλα πολέμησε μέσω της συγχώρησης – κι ας είχε ο ίδιος υπάρξει θύμα της ρητορικής αυτής.
Πιθανόν, πάντως, ο Αλέξης Τσίπρας να μπορούσε να ακολουθήσει το δρόμο ενός ιδεολογικά πιο κοντινού του ηγέτη: του πρώην προέδρου της Βραζιλίας Λουίς Ιγκνάσιο Ντα Σίλβα «Λούλα», ο οποίος από ακραίος συνδικαλιστής μετετράπη σε έναν μετριοπαθή σοσιαλδημοκράτη ηγέτη. Ακόμα και αυτό είναι δύσκολο. Διότι και στην περίπτωση του Λούλα, όπως και στην περίπτωση του Μαντέλα και Λούλα, ο πολιτικός κατανοούσε το περιβάλλον στο οποίο κινούνταν, και είχε λύσεις που ένωναν και δεν χώριζαν, λύσεις που δημιουργούσαν πραγματικό πλούτο, όχι απλώς εκκλήσεις και απειλές για περισσότερα δανεικά.
[1] http://www.kathimerini.gr/825879/article/oikonomia/ellhnikh-oikonomia/apoyh-ale3hs-tsipras-neos-nelson-mantela