Αρχικά, ας ξεκαθαρίσουμε ότι σχέδιο Β όφειλε να υπάρχει (άρθρο μου σε ανύποπτο χρόνο, τον Μάιο του 2014, εδώ). Κανένας σοβαρός διαπραγματευτής δεν ξεκινά μία διαπραγμάτευση αν δεν ξέρει τι θα γίνει σε περίπτωση που δεν θα επιτευχθεί η συμφωνία. Ποιος ξεχνά τις επίμονες ερωτήσεις των δημοσιογράφων προς τα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ: «Και τι θα κάνετε αν δεν υποχωρήσουν οι εταίροι; Ποιο είναι το σχέδιο Β;».
Στο τραπέζι της διαπραγμάτευσης, η ισχύς μάλιστα προέρχεται εν μέρει από την ποιότητα των εναλλακτικών σχεδίων. Ένας τρόπος να αυξήσεις τη δύναμή σου απέναντι στον εταίρο σου είναι να δείξεις ότι έχεις ισχυρές εναλλακτικές λύσεις. Ότι δεν τον χρειάζεσαι. Ότι ακόμη κι αν δεν συμφωνήσει, εσύ τον έχεις λιγότερη ανάγκη από όσο σε έχει αυτός. Με άλλα λόγια, ότι έχεις ένα καλό σχέδιο Β.
Ο Αλέξης Τσίπρας αντιμετώπισε αρχικά το Grexit ως μία ισχυρή εναλλακτική επιλογή για την Ελλάδα. Ειδικά αν πετύχαινε την υποστήριξη της Ρωσίας ή της Κίνας, θα ήταν, για την νεοκομμουνιστική χώρα που ονειρεύεται, ένα θελκτικό σχέδιο. Από την άλλη, πίστευε ακράδαντα ότι το Grexit ήταν κακή εναλλακτική επιλογή για τους Ευρωπαίους. Με άλλα λόγια, πίστευε ότι αυτοί μας έχουν μεγαλύτερη ανάγκη από ό,τι εμείς, ότι το Grexit ήταν χειρότερο σχέδιο Β για αυτούς από ό,τι για εμάς. Αυτή του την πίστη δεν φάνηκε βέβαια να συμμερίζονται οι ίδιοι, αφού έδειξαν να μας προκαλούν να φύγουμε από την Ευρωζώνη.
Ο πρωθυπουργός ήταν διατεθειμένος να τους μεταπείσει και να τους κάνει, όπως είπε κάποια στιγμή, να προσχωρήσουν στον ρεαλισμό. Ήξερε ότι όσο καθυστερούσε η συμφωνία, θα χειροτέρευε η οικονομική κατάσταση της Ελλάδας. Όσο χειροτέρευε η οικονομική κατάσταση της Ελλάδας, τόσο θα απειλούταν η θέση της στην Ευρωζώνη. Ήταν επίσης πεπεισμένος –ίσως και κάτω από την κακή επιρροή Βαρουφάκη- ότι όσο απειλούταν η θέση της Ελλάδας στην Ευρωζώνη, τόσο μεγαλύτερος θα ήταν ο κίνδυνος για ένα παγκόσμιο οικονομικό κραχ. Η πίεση στους Ευρωπαίους εταίρους αλλά και στις ΗΠΑ θα δημιουργούσε εν τέλει μία γεωπολιτική δυναμική που θα ευνοούσε την Ελλάδα (αυτό το σχέδιο άφησε να εννοηθεί από το 2012, δείτε τις δηλώσεις του εδώ).
Έτσι, στις 25 του Γενάρη, ξεκίνησε ένα δραματικό θέατρο όπου η ελληνική πλευρά καλλιεργούσε προσδοκίες για συμφωνία, αλλά η συμφωνία αντιθέτως δεν ερχόταν. Τότε, αναμενόταν η κατάρρευση των αγορών και η αύξηση της πίεσης προς τους εταίρους μας. Αυτή, δυστυχώς, δεν λάμβανε χώρα, οπότε προχωρούσαμε στην επόμενη πράξη του έργου. Ο χρόνος κυλούσε, χειροτέρευε περισσότερο η οικονομική κατάσταση της χώρας μας, υπήρχε μεγαλύτερη ανάγκη για συμφωνία, η συμφωνία δεν ερχόταν και περιμέναμε πλέον με μεγαλύτερη σιγουριά τις αγορές να καταρρεύσουν. Αλίμονό μας. Η ίδια η χειροτέρευση της οικονομικής κατάστασης της χώρας προβαλλόταν ως μοχλός πίεσης στους εταίρους για την αποφυγή μιας ευρύτερης οικονομικής καταστροφής. Ήταν πραγματικά παγκόσμιας πρωτοτυπίας η σύλληψη ότι όσο η Ελλάδα διαλυόταν, τόσο μεγαλύτερη θα ήταν η διαπραγματευτική της δύναμη.
Με την πάροδο του χρόνου, μεγάλωνε εκ των πραγμάτων η ανάγκη για την πρόβλεψη ρεαλιστικής υλοποίησης του σχεδίου Β. Ο πρωθυπουργός έψαχνε για πιθανούς συμμάχους που θα διέσωζαν τη χώρα σε περίπτωση Grexit, ιδίως στο πρόσωπο της Ρωσίας (εξού και η γνωστή του δήλωση περί νέων ασφαλών λιμανιών στην Αγία Πετρούπολη). Παράλληλα συνέχιζε τον εκβιασμό της καταφυγής στο σχέδιο Β με μεγαλύτερη πίστη. Τα ρέστα του έπαιξε με το δημοψήφισμα. Η χώρα ουσιαστικά διαλύθηκε οικονομικά με τη λήξη του χρηματοπιστωτικού προγράμματος, την μη καταβολή της δόσης στο ΔΝΤ και το αναπόφευκτο κλείσιμο των τραπεζών. Για τον Τσίπρα αυτό ήταν το ύψιστο διαπραγματευτικό χαρτί. Ούτε όμως τότε οι αγορές κατέρρευσαν και οι Ευρωπαίοι εξακολουθούσαν να είναι ανυποχώρητοι, όσο και να πίεζαν οι ΗΠΑ. Ακόμη χειρότερα, η Ρωσία δεν έδειχνε τελικά διατεθειμένη να βοηθήσει.
Φτου, είπε τελικά ο πρωθυπουργός, και είχε μία στιγμή μνημειώδους συνειδητοποίησης: Τελικά δεν μας έχουν τόσο ανάγκη όσο εμείς. Τότε αναγκάστηκε να κάνει ολόκληρο αγώνα για να μην υλοποιηθεί το σχέδιο Β, το σούπερ ατού του στη διαπραγμάτευση. Τα πράγματα ίσως ήταν διαφορετικά αν είχε πετύχει την υποστήριξη της Ρωσίας. Στην ομιλία του στην κεντρική επιτροπή του ΣΥΡΙΖΑ την Πέμπτη, είπε: «η έξοδος από το ευρώ χωρίς καμία δυνατότητα οικονομικής στήριξης από φίλιες δυνάμεις, θα σήμαινε ραγδαία υποτίμηση, σκληρή λιτότητα και προσφυγή εκ νέου στο ΔΝΤ για τη στήριξη του νομίσματος». Από ό,τι καταλαβαίνετε, ευτυχώς που δεν ήρθε η υποστήριξη από τη «φίλια» δύναμη της Ρωσίας, γιατί τότε θα είχε ενεργοποιηθεί στην πράξη το σχέδιο Β.
Σε όλο αυτό το ταξίδι, η οικονομία κατέρρευσε στη βάση του οργανωμένου διαπραγματευτικού σχεδίου που είχε ενορχηστρωθεί από τον ίδιο τον πρωθυπουργό. Μην έχετε καμία αμφιβολία. Η οικονομική κατάσταση των Ελλήνων δεν επιδεινώθηκε αυτή τη φορά επειδή χρειάστηκε μία δύσκολη, «μνημονιακή» προσαρμογή για να αντιμετωπιστούν τα υψηλά ελλείμματα και να αντιμετωπιστεί το χρέος. Αυτή την φορά επιδεινώθηκε ώστε ένας ιδεοληπτικός, μαθητευόμενος πρωθυπουργός να δοκιμάσει μια απλοϊκή και θεμελιωδώς λανθασμένη διαπραγματευτική θεωρία. Οι προηγούμενες θυσίες του ελληνικού λαού πήγαν, εν πολλοίς, στράφι.
Ο ίδιος, από την πλευρά του, δηλώνει ευθαρσώς περήφανος που πήγε την κατάσταση στα άκρα και φύτεψε το σπόρο του στην Ευρώπη. Μπράβο του. Πρέπει να πρόκειται για ένα σπάνιο είδος σπόρου για κουτόχορτο. Αμφιβάλλω όμως αν θα ευδοκιμήσει. Τα μεγέθη της οικονομίας άλλωστε μιλάνε από μόνα τους. Σύντομα όλη η Ελλάδα θα τα βιώσει στην τσέπη της με τον χειρότερο δυνατό τρόπο.
Το έγκλημα του Σχεδίου Β δεν καλύπτεται πλέον με κανένα ψέμα του πρωθυπουργού και με καμία αποπροσανατολιστική επίρριψη ευθυνών στον πρώην Υπουργό Οικονομικών. Εκτυλίχθηκε μπροστά στα μάτια όλων μας και είμαστε όλοι μάρτυρες. Οι ευθύνες πρέπει να αποδοθούν πρώτα από όλα στον Αλέξη Τσίπρα. Κρίμα για τον ίδιο. Κρίμα για μία αριστερά που ίσως είχε να προσφέρει. Πάνω από όλα, κρίμα για τη χώρα.