Στο μυθιστόρημα που τον έκανε διάσημο, ο Κοέλιο γράφει πως «όταν θέλεις κάτι πάρα πολύ, το σύμπαν συνωμοτεί για να το αποκτήσεις». Με μεγάλη έκπληξη, κι ακόμα μεγαλύτερο πόνο, η πολιτική κοινότητα των Ελλήνων αυτές τις μέρες ανακαλύπτει, στην πλειονότητά της, ότι στην πραγματικότητα η μεγάλη θέληση δεν εγγυάται την πραγμάτωση της επιθυμίας. Στην ίδια διαπίστωση κατέληξαν, με διαφορετική καθυστέρηση ο καθένας, οι τρεις τελευταίοι εκλεγμένοι πρωθυπουργοί και σχεδόν το σύνολο των βουλευτών από το 2009.
Η κατάρρευση του προτύπου ζωής με το οποίο γαλουχηθήκαμε υπήρξε επώδυνη. Στο πλαίσιο αυτό ήταν κατανοητή η ανάγκη πολλών εξ ημών να πιστέψουν τσαρλατάνους και ψευδοπροφήτες που πάντα αφθονούν σε περιόδους κρίσης. Η σφροδρότητα της αλλαγής ήταν τέτοια που ακόμα και η χρονική επέκταση του ορίου που προσδιορίζει η παροιμία για το πόσο χαίρονται ο ψεύτης και ο κλέφτης μπορεί να θεωρηθεί ανθρώπινη. Έχοντας όμως σχεδόν συμπληρώσει έξι συναπτά έτη κρίσης κι έχοντας δοκιμάσει κάθε δημοκρατική εναλλακτική δυνατότητα στη διακυβέρνηση της χώρας, έχει έρθει η στιγμή να πάψουμε να ονειροβατούμε και ν’ αντικρίσουμε την πραγματικότητα κατάματα.
Τα παρόντα δεινά οφείλονται στην αδυναμία του κράτους μας να εξοφλήσει τις υποχρεώσεις του. Οι φόροι που εισπράττει δεν επαρκούν και οι πρόθυμοι δανειστές δεν αφθονούν. Αυτή ακριβώς ήταν η κατάσταση από την αρχή. Από τότε υπάρχουν δύο και μόνο δύο επιλογές για την αντιμετώπιση της: η πρώτη είναι να αποδεχτούμε την πρόταση των μόνων πρόθυμων να μας δανείσουν και σ’ αντάλλαγμα να εκπληρώσουμε σειρά διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων που πιστεύεται ότι θα επιλύσουν την γενεσιουργό αιτία του προβλήματος. Η δεύτερη είναι να επιστρέψουμε στην δραχμή. Τι ακριβώς συνεπάγεται η μία επιλογή και τι η άλλη δεν θα το αναπτύξω εδώ. Είναι υποχρέωση των κομμάτων να το πράξουν. Όπως είναι καθήκον των πολιτών ν’ απαιτήσουμε η τοποθέτησή τους να γίνει με συγκεκριμένα νούμερα και στοιχεία, μακριά από νεφελώδεις ρητορείες.
Ωστόσο, η αποκόλληση από την πραγματικότητα και η πίστη στην επάρκεια της θέλησης για την επίτευξη των στόχων δεν έχει μόνο οικονομικές συνέπειες. Οι απώλειες σε θέσεις εργασίας και στην παραγωγή είναι αμελητέες μπροστά στο μακροπρόθεσμο πλήγμα που επιφέρει η νοοτροπία αυτή στους δημοκρατικούς θεσμούς. Η δημοκρατία βασίζεται σε πολίτες που γνωρίζουν τα δεδομένα κι αποφασίζουν με βάση αυτά. Η προτροπή για μελέτη των αριθμών δεν είναι κάποιου είδους (νεο-)φιλελεύθερη εφεύρεση. Ο ίδιος ο Μαρξ επιθυμούσε την εμπειρική, δηλαδή τη βάσει των δεδομένων, κρίση των θέσεών του. Ο στενός του συνεργάτης Ένγκελς ονόμασε το είδος του σοσιαλισμού που περιέγραφαν επιστημονικό, ακριβώς για να καταδείξει τη σημασία που απέδιδαν στις υλικές συνθήκες, δηλαδή στους αριθμούς. Μαρξιστές και φιλελεύθεροι είναι, κατ’ αρχήν, παιδιά του διαφωτισμού και στο ζήτημα αυτό στέκονται δίπλα δίπλα.
Η διάκριση μεταξύ αυτών οι οποίοι αναγνωρίζουν τους περιορισμούς που θέτουν τα νούμερα, δηλαδή η πραγματικότητα, και των βολονταριστών που αρνούνται ν’αποχωριστούν το πρωτείο της θέλησης είναι βαθύτερη. Από τη μία έχουμε όσους επιθυμούν να χτίσουν στα θεμέλια του διαφωτισμού, του κινήματος που έθεσε τις βάσεις για τις μεγαλύτερες προόδους στην ιστορία της ανθρωπότητας. Από την άλλη, έχουμε αυτούς που νοσταλγούν τη μαζική πρωτογενή παραγωγή, χαρακτηρίζουν την τεχνολογική πρόοδο τεχνοφασισμό κι αποστρέφονται το κράτος δικαίου και τ’ ανοιχτά σύνορα γιατί περιορίζουν την εξουσία τους. Αυτό είναι πλέον το μακροπρόθεσμο πολιτικό διακύβευμα: η οικοδόμηση μιας σύγχρονης, δημοκρατικής, πολιτείας ή η επιστροφή στον σκοταδισμό και στην φεουδαρχία.
Ας αποφασίσει ο καθένας μας με ποιους θα πάει και ποιους θ’ αφήσει.
Θεόδωρος Αλυσανδράτος. Υποψήφιος διδάκτορας Οικονομικών, Royal Holloway, University of London.