Οι τραγικοί πρωταγωνιστές πράττουν πάντοτε καταστροφικά – αλλά αυτή η καταστροφή βρίσκεται εκτός του αφηγηματικού ορίζοντά τους. Και η στιγμή της καταστροφής τούς οδηγεί είτε στη μετάνοια, είτε στη συνείδηση του προσωπικού χαρακτήρα (της προσωπικής ευθύνης) της πράξης τους, είτε στο παραλήρημα: σε λόγια και σκέψεις ασύντακτες και ασυνάρτητες, σε μια απελπισία όπου κάθε αφηγηματική συνοχή ανάμεσα στην αρχή, το μέσον και το τέλος της πραγματικότητας και της πράξης τους έχει πια χαθεί. Μια οδυνηρή απώλεια. Και είναι σε αυτήν την απώλεια (κατά τη γνώμη μου) που ριζώνει και βλασταίνει το «τραγικό».
Ο Ορέστης των Χοηφόρων παίρνει έναν χρησμό αφηγηματικά ανάπηρο: αν δεν εκδικηθεί τον πατέρα του θα τον κυνηγήσουν οι Ερινύες· ωστόσο, ο χρησμός αποσιωπά ότι αν τον εκδικηθεί, πάλι θα τον κυνηγήσουν οι Ερινύες – οι Ερινύες της μάνας του. Όμως ο Ορέστης, τελικά, δεν πράττει εγκλωβισμένος σε καμία θεϊκή επιταγή: ακόμη και αν δεν έπρεπε να υπακούσω τον χρησμό, παραδέχεται, πάλι θα έπρεπε να διαπράξω το φονικό. Πολλά με κινητοποιούν προς αυτήν την κατεύθυνση: το πένθος για τον πατέρα, η οικονομική ανέχεια και η ανάγκη να ανακτήσω τη θέση μου στον οίκο και την πόλιν, και τέλος η ανάγκη να απαλλάξω τους συμπατριώτες μου από μια τυραννική διακυβέρνηση. Ο Ορέστης εξυφαίνει το δίχτυ των θνητών αναγκών που επιτάσσουν την πράξη του: η πράξη του εμφανίζεται αναπόδραστη. Όταν οι Ερινύες εμφανιστούν στον ορίζοντα του βλέμματός του (αλλά και στον ορίζοντα της σκηνής) θα είναι πολύ αργά. Είναι η σειρά των θεών να γίνουν πρωταγωνιστές του δράματος – και ο Ορέστης θα αποποιηθεί κάθε θνητή ευθύνη· θα την αναπέμψει στον Απόλλωνα. Διχάζοντας βαθιά την κοινότητα των θνητών και οδηγώντας τη δημοκρατία τους σε αδιέξοδο.
Η Ηλέκτρα του Ευριπίδη δεν χρειάζεται καμία θεϊκή επιταγή για να στερεώσει τον λόγο της εκδίκησης. Αλλά η ολοκλήρωση του φόνου θα την οδηγήσει σε μια οδυνηρή μετάνοια και ένα απελπισμένο μοιρολόι – όπως και τον (δευτεραγωνιστή) αδερφό της, ο οποίος, ωστόσο, ήταν αμφίθυμος εξ αρχής απέναντι στη μητροκτονία. Όμως ο ουσιαστικός τραγικός πρωταγωνιστής του έργου δεν είναι αυτός – είναι η ίδια. Η Ηλέκτρα του Σοφοκλή επίσης αναπτύσσει έναν αφηγηματικά τριζάτο και αδιάβροχο εκδικητικό λόγο – ωστόσο, κατά πολλούς μελετητές, το τέλος της δράσης την αφήνει σε μια φανατισμένη τύφλωση. Τόσο φανατισμένη, που δεν μπορεί καν να διοχετευθεί σε λόγο: η Ηλέκτρα οδηγείται σε έναν φαινομενικό θρίαμβο – βυθισμένη, ωστόσο, στη σιωπή.
Από όλους τους τραγικούς πρωταγωνιστές οι πλέον «πολιτικοί» είναι ο Πελασγός των αισχύλειων Ικετίδων, ο Κρέων της Αντιγόνης, ο Άδραστος και ο Θησέας των ευριπίδειων Ικετίδων. Αφήνω εκτός συζήτησης τους τελευταίους, γιατί λίγοι είναι εξοικειωμένοι με το έργο· αφήνω, επίσης, εκτός συζήτησης τον Οιδίποδα: άλλωστε αυτός αποδεικνύεται διαρκώς τυφλός, αποστομωτικά τυφλός. Μένω στον Πελασγό και τον Κρέοντα.
H άρνηση των Δαναΐδων να παντρευτούν τους Αιγυπτίους, και το συνακόλουθο αίτημά τους να αναλάβει η πόλις του Άργους την ένοπλη υπεράσπισή τους, οδηγούν τον Πελασγό, έναν εξόχως δημοκρατικό βασιλιά, σε μια απελπισμένη απορία – μια απορία που δεν συναντούμε σε άλλους τραγικούς πρωταγωνιστές: τι να κάνω; αναρωτιέται, βλέποντας μπροστά του μόνον αδιέξοδο. «Πρόσεχε μην πέσει επάνω σου η οργή του Δία που προστατεύει τους ικέτες», του λένε οι ουσιαστικές πρωταγωνίστριες του έργου, οι Δαναΐδες. Στη θεολογική πίεση, ο βασιλιάς επιστρατεύει τη νομική διερεύνηση: Ωραία, πείτε μου, τι λέει ο νόμος της πατρίδας σας, επιβάλλει αυτόν τον γάμο ή τον απαγορεύει; Απλό δεν είναι; Πρέπει να πράξετε σύμφωνα με τον νόμο της χώρας σας (στην αρχαία Αθήνα, σημειώνω, ο γάμος μεταξύ εξαδέλφων όχι μόνο επιτρεπόταν, αλλά κάτω από κάποιες προϋποθέσεις, επιβαλλόταν κιόλας – από την άλλη, βεβαίως, κανένας νόμος δεν θα μπορούσε ποτέ να υιοθετήσει την ακραία βία των Αιγυπτίων). Με ασάφεια, αλλά και σθεναρή πίστη, τα κορίτσια διαβεβαιώνουν: «Ο γάμος είναι ανόσιος». Και με οξεία, σχεδόν παραβατική εμπάθεια: «Μακάρι να μην υποταχθώ ποτέ στην εξουσία των ανδρών». Η νομική διερεύνηση δεν έλυσε το αδιέξοδο. Ο βασιλιάς απελπίζεται: το ζήτημα χρειάζεται βαθιά σκέψη – και καθαρό νου, «όπως όταν κοιτάμε στα μάτια τον βουτηχτή πριν πέσει στο νερό, μην τυχόν και είναι μεθυσμένος». Τι μπορεί να ξεθολώσει, όμως, τον νου ενός ανθρώπου;
«Μη με βάζεις να κρίνω», ικετεύει τώρα ο βασιλιάς – τα νερά είναι θολά, τα μάτια του επίσης: δεν μπορεί, δεν θέλει να κρίνει αυτός, να κρίνει μόνος. Χωρίς να ακούσω τι θέλει ο λαός μου, δεν μπορώ να πάρω απόφαση – φοβάμαι μήπως κάποτε μου πουν τίμησες τις ξένες, αλλά κατέστρεψες την πόλη. «Ε, τότε κοίτα καλά τις ζώνες και τα πέπλα μας», αγριεύουν τα κορίτσια. Τι εννοείς; «Αν δεν δεχτείς το αίτημά μας, θα κρεμαστούμε από τα αγάλματα των θεών και ο θάνατός μας θα μολύνει τους βωμούς τους – τίποτε δεν θα μπορέσει να ξεπλύνει το μίασμα που θα πέσει στην πόλη σου». Τα λόγια σας μαστιγώνουν την καρδιά μου – λοιπόν, καταλήγει ο στυγνά εκβιασμένος βασιλιάς, ας γίνει αυτό: θα συναθροίσω τους πολίτες, αυτοί θα πρέπει να αποφασίσουν.
Οι πολίτες ψηφίζουν ομόφωνα υπέρ των ικετίδων – άλλοι, το δίχως άλλο, εκβιασμένοι όσο και ο βασιλιάς τους· άλλοι, πιθανόν, με απροβλημάτιστη αυτοπεποίθηση. Σε κάθε περίπτωση, είναι η ψηφοφορία των πολιτών που δρομολογεί επιτέλους την τραγική μεταβολή πραγμάτων, υπερβαίνοντας το προσωπικό αδιέξοδο του Πελασγού. Ταυτόχρονα, οι ικέτιδες παύουν πια να είναι πρωταγωνίστριες του δράματος – οι πολλοί και οι ανώνυμοι γίνονται ρυθμιστές της λύσεως του δράματος. Ωστόσο, η δράση δεν τελειώνει εκεί. Στα επόμενα και σήμερα χαμένα δράματα της τριλογίας, η τραγωδία θα βαθύνει: ο Πελασγός θα σκοτωθεί στον πόλεμο ενάντια στους Αιγυπτίους· ο πατέρας των ικετίδων, ο Δαναός, θα αναλάβει την ηγεσία του Άργους (πολλοί πιστεύουν ότι αυτός ήταν εξαρχής ο στόχος του)· και οι κόρες του, αφού οδηγηθούν στον γάμο, θα σκοτώσουν τους άντρες τους – πλην μίας.
Οι Δαναΐδες θα καταδικαστούν σε ένα ατέρμονο μαρτύριο στο κάτω κόσμο: να ρίχνουν συνεχώς, να ρίχνουν αιώνια νερό σε ένα τρύπιο πιθάρι. Η αδερφή που διαφοροποιήθηκε, όμως, τελικά θα δικαιωθεί – ωστόσο, μόνον χάρη, μόνον εξαιτίας της παρέμβασης της Αφροδίτης. Μιας θεάς. Μιας παρέμβασης που καταδεικνύει την ήττα της δημοκρατίας των θνητών.
H πρώτη φορά που συναντούμε τις λέξεις «δήμος» (λαός) και «κράτος» (εξουσία) συντακτικά συναρτημένες, σε μια περίφραση που αποδίδει την έννοια της «δημοκρατίας», δεν είναι σε ένα κείμενο πολιτικής θεωρίας, φιλοσοφίας ή ιστορίας, αλλά στον στίχο 601 των Ικετίδων: «σε ποια γνώμη έδωσε την πλειοψηφία η δήμου κρατούσα χειρ» (κατά λέξη: «το κυρίαρχο χέρι του λαού»); Αρκετά χρόνια αργότερα, όταν η δημοκρατία, τόσο ως λέξη όσο και ως καθεστώς, είναι πια εγκατεστημένη στην Αθήνα, ο Σοφοκλής ανεβάζει την Αντιγόνη του.[2]
Στο έργο του Σοφοκλή, τη μεταβολή πραγμάτων κινεί αρχικά ο Κρέων. Ο Κρέων φροντίζει εξαρχής να υπογραμμίσει ότι οι γέροντες του Χορού στάθηκαν έμπιστοι της καταστροφικής δυναστείας των Λαβδακιδών (και άρα, υπονοεί, αποδείχτηκαν πολιτικά «διεφθαρμένοι»). Σε αντίθεση με τους γέροντες, προτάσσοντας την πατρίδα έναντι των φίλων (η λέξη στα αρχαία σημαίνει και τον συγγενή) και αποφασίζοντας να καταδικάσει ως προδότη έναν φίλον του, ο Κρέων εμφανίζεται «άλλος», «αδιάφθορος» σε σχέση με τους μέχρι τότε καταστροφικούς ηγέτες της Θήβας: αυτός που θα κάνει μια νέα αρχή, σε πιο στέρεες, πιο δημοκρατικές βάσεις. Ξέροντας ότι ανέβηκε στην εξουσία εξαιτίας της συγγένειάς του με τους Λαβδακίδες, ο Κρέων μοιάζει να επιδιώκει μια ευρύτερη πολιτική νομιμοποίηση, μια νομιμοποίηση που εδράζεται σε «πολιτικά ορθές» διαπιστώσεις.
Ο Κρέων μιλά μόνον με παροιμίες, διεκδικώντας την «απρόσωπη», την «αντικειμενική» εγκυρότητα των πλέον αδιάβροχων διαχρονικών και πανανθρώπινων αφηγήσεων – και μάλιστα, αφηγήσεων οι οποίες, για την αρχαία πόλιν τουλάχιστον (με άλλα λόγια: για τους αρχαίους θεατές), ηχούσαν βαθύτατα δημοκρατικές. Ο λόγος του είναι κατάστικτος γνωμῶν (με την αρχαία έννοια της λέξης): η άσκηση της εξουσίας είναι αυτή που κρίνει τους ανθρώπους· ο καλός πολίτης δεν πρέπει να φοβάται ποτέ να λέει τη γνώμη του και να πράττει ανάλογα· όποιος βάζει τον φίλο του πάνω από την πατρίδα και όποιος σιωπά ενώ βλέπει την καταστροφή να έρχεται αξίζει περιφρόνηση· από τη σωτηρία της πατρίδας εξαρτώνται όλα: και η ευτυχία και η δυστυχία των ανθρώπων. Γι’ αυτό και αποφασίζει να καταδικάσει τον Πολυνείκη σαν προδότη της πατρίδας. Και καταλήγει: «ποτέ δεν θα τιμήσω τους κακούς έναντι των ενδίκων· όποιον είναι εύνους προς την πόλη, αυτόν, νεκρό και ζωντανό, αυτόν θα τιμήσω».
Ωστόσο, η δημοκρατική αφήγηση του Κρέοντα σύντομα θα καταρρεύσει: αιφνιδιασμένος από την Αντιγόνη, θα ταμπουρωθεί πίσω από ένα βιολογικό (και όχι πολιτικό) επιχείρημα: είσαι γυναίκα και είμαι άντρας. Αντίστοιχα βιολογικό θα είναι και το τελικό επιχείρημά του απέναντι στον Αίμονα: είσαι παιδαρέλι, είμαι ενήλικας. Ανίκανος να διατηρήσει την αφηγηματική του επάρκεια, ανίκανος να διασώσει την πολιτική του ταυτότητα, ο Κρέων συρρικνώνεται στην ταυτότητα που του δίνει το σώμα του – αυτό ακριβώς που δεν μπορεί να επικοινωνηθεί, παρά μόνον ως εικόνα.
Στην έξοδο του έργου, και σε θεαματική αντίθεση με τις αρχικές εξαγγελίες του, ο Κρέων βιώνει, ο Κρέων συνειδητοποιεί αυτό που δεν υποψιαζόταν καν όταν δρομολογούσε την τραγική περιπέτεια: συνειδητοποιεί την οδυνηρή ατομικότητά του – την προσωπική, την αποκλειστική του ευθύνη: Ὤμοι μοι: κανένας άλλος δεν έχει την ευθύνη, μόνον εγώ. Ἐγὼ γὰρ σ’ ἐγὼ σε σκότωσα, ἐγώ, φάμ’ ἔτυμον. Ο Κρέων εύχεται τον θάνατο. Και, θρηνώντας με έναν νεκρό φίλον στην αγκαλιά του, μοιάζει να ενσαρκώνει επί σκηνής θεαματικά το σώμα της ίδιας του της αντιπάλου: της Αντιγόνης.
Πολύ μελάνι έχει χυθεί πάνω στο ζήτημα του ποιος είναι τελικά ο τραγικός πρωταγωνιστής στο έργο του Σοφοκλή: ο Κρέων ή η Αντιγόνη. Κατά τη γνώμη μου, ο πραγματικά τραγικός πρωταγωνιστής είναι ο Κρέων: όχι μόνον γιατί μια δική του απόφαση βρίσκεται στην κρίσιμη αφετηρία της τραγικής δράσης, αλλά κυρίως γιατί αυτός είναι που επιβιώνει στο τέλος – και έρχεται αντιμέτωπος με τις τραγικές επιλογές του. Αυτός είναι που ξοδεύει τον αφηγηματικό του θησαυρό, αυτός είναι που οδηγείται στο άναρθρο μοιρολόι, έναν λόγο που δεν αντέχει να συντάξει το «εγώ» με κανένα άλλο ρήμα πέρα από το «κατέστρεψα».
Αλλά υπάρχει και κάτι ακόμη που (κατά τη γνώμη μου) αφαιρεί τραγικότητα από την Αντιγόνη: αγαπώντας τους νεκρούς, όπως δεν θα μπορούσε ποτέ να αγαπήσει τους ζωντανούς, η κόρη και αδερφή του Οιδίποδα, διατηρεί την αφηγηματική της επάρκεια μέχρι τέλους. Ωστόσο, είναι σημαντικό να δούμε ότι η αφηγηματική της συμπεριφορά μπορεί αρχικά να εδράζεται στην επίκληση ενός απρόσωπου θεϊκού νόμου, αλλά τελικά καταλήγει σε ένα εξόχως προσωπικό επιχείρημα, ένα επιχείρημα που την αφορά αποκλειστικά: ποτέ δεν θα έκανα ό,τι έκανα, ομολογεί, αν ήταν για τον άντρα μου ή για το παιδί μου. Αν χανόταν ο άντρας μου, θα έβρισκα έναν άλλον. Το ίδιο και αν χανόταν το παιδί μου. Τώρα όμως, που οι γονείς μου είναι νεκροί, δεν θα έβρισκα ποτέ άλλον αδερφό. Η καταληκτήρια αφήγηση της κόρης αυτής της καταραμένης οικογένειας αναδεικνύει μια οδυνηρά μοναδική ταυτότητα, και συγχρόνως ένα πρόσωπο που δεν μπορεί να επιβιώσει ούτε στο πλαίσιο μιας πόλεως, ούτε στο πλαίσιο ενός οίκου. Η Αντιγόνη αυτοκτονεί – και το νεκρό της σώμα θα αγκαλιάσει ένας εραστής που δεν κατάφερε ποτέ να μπει στον ορίζοντα του βλέμματός της. Η Αντιγόνη αποδρά από το τραγικό – αλλά μόνον χάρη στον θάνατο. Έναν θάνατο που κανένας θεός δεν αποφασίζει να αποτρέψει.
Έστω, θα πει κάποιος, έστω ότι η αφήγησή σου για το τραγικό ισχύει, τι συμβαίνει λοιπόν με τον Χορό; Έστω ότι οι τραγικοί πρωταγωνιστές είναι, τελικά, οδυνηρά ανεπαρκείς αφηγητές της πραγματικότητάς τους, έστω ότι καταλήγουν απελπιστικά μοναχικοί και μοναδικοί, έστω ότι η τραγωδία είναι ένα κατ’ εξοχήν «δράμα της αφήγησης» – ποιος είναι ο ρόλος της χορικής συλλογικότητας, ενός προσώπου που θεαματικά δεν είναι εξατομικευμένο, στη λειτουργία του «τραγικού» που προτείνεις;
Θα χρειαζόταν στοχαστική άνεση για να μπορέσουμε να συζητήσουμε ψύχραιμα τον ρόλο του Χορού αυτήν τη στιγμή. Ας το αφήσουμε στην άκρη για την ώρα, και ας ελπίσουμε ότι η εξέλιξη των πραγμάτων θα μας επιτρέψει να το ‘επι-σκεφτούμε’ σύντομα, σε κάποιο προσεχές κείμενο. Εδώ θα ήθελα να σημειώσω μόνον το εξής: σε μια δημοκρατία, είμαστε πρωταγωνιστές – όχι Χορός. Όταν κατισχύουμε στα δημοψηφίσματα, εννοείται. Όταν μειοψηφούμε, το πολύ-πολύ να δοκιμάζουμε τις αφηγηματικές αντοχές μας – εως ότου η καταστροφή ολοκληρωθεί, γεννώντας μιαν εικόνα αποστομωτική για όλους: μιαν εικόνα εξαθλιωμένων ανθρώπων. Τότε οι περισσότεροι από εμάς θα καταλήξουμε σιωπηλοί. Και διαλυμένοι, τόσο σε προσωπικό όσο και σε συλλογικό επίπεδο. Έτσι, σιωπηλοί, καταλήγουν και οι τραγικοί Χοροί, προτού και προκειμένου να αποχωρήσουν από τη σκηνή, με την ολοκλήρωση της μεταβολής πραγμάτων, την ολοκλήρωση της τραγικής καταστροφής.
Ωστόσο, είναι σίγουρο ότι σε αυτήν την περίπτωση κάποιοι από εμάς θα θελήσουν να γίνουν πρωταγωνιστικοί χοροί. Και αυτοί, όπως δείχνουν οι αισχύλειες Ικέτιδες και οι Ευμενίδες είναι πάντοτε φανατισμένοι – και βίαιοι. Διότι, βεβαίως, ισχυρίζονται ότι διαθέτουν πεισματικές «αφηγήσεις». Αναμφίλεκτες. Ομόφωνες.
Επί του πιεστηρίου
Η πρόταση της κυβέρνησης έχει πια κατατεθεί στη Βουλή. Τα πράγματα δείχνουν πως καβαντζάραμε την κρίσιμη καμπή – και ότι μάλλον γλιτώσαμε, την τελευταία στιγμή, την τραγωδία. Που σημαίνει: δεν θα αποστομωθούμε τελικά. Θα συνεχίσουμε να παράγουμε αφηγήσεις, ποικίλες, αντιφατικές, αλληλοσυγκρουόμενες – αλλά τουλάχιστον δεν θα βυθιστούμε στη σιωπή.
[1] Αρχίζω να γράφω αυτό το κείμενο, με την τηλεόραση ανοιχτή να καταγράφει τη συζήτηση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο. Μια δραματική συζήτηση, μια διεξοδική σύγκρουση αφηγήσεων – σαν αυτήν που εμείς δεν προλάβαμε να κάνουμε πριν από το δημοψήφισμά μας. Μια βαθύτατα δημοκρατική συζήτηση. Ναι, αυτών των αυταρχικών πολέμιων της δημοκρατίας: των ευρωπαίων εκβιαστών μας.
[2] Συνεχίζω να γράφω αυτό το κείμενο ενώ ο Τσακαλώτος και η ομάδα του συγγράφουν την πρότασή μας για ενδεχόμενη συμφωνία. Ο Τσακαλώτος, σε αντίθεση με τον χτεσινό Τσίπρα της Ευρωβουλής, δεν μιλά – δεν κάνει, ούτε διεκδικεί, ούτε επικαλείται καμία αφήγηση. Φαντάζομαι θα το κάνει όταν όλα τελειώσουν. Για την ώρα πράττει: για τα δικά μας μάτια, άποπτος· για τα δικά μας αυτιά, σιωπηλός.
Σημείωση της σύνταξης: το παραπάνω κείμενο, που έφτασε στη σύνταξη το πρωί της Πέμπτης 9 Ιουλίου 2015, στην πιο κρίσιμη φάση της μεταπολίτευσης, όσο παίζεται η ταυτότητα και το μέλλον της χώρας μας, είναι κατ' αρχάς ένα κείμενο γραμμένο εν θερμώ. Το δημοσιεύουμε ηλεκτρονικά κι εμείς, επίσης εν θερμώ. Με δεδομένη την εκκρεμότητα της ανίχνευσης του ρόλου του χορού, και χωρίς να έχει υπάρξει τελεσίδικη συμφωνία με τη συγγραφέα του, ελπίζουμε ότι θα έχει τη δυνατότητα να το αναπτύξει στο μέλλον και, έτσι, πλήρως ανεπτυγμένο, να μας το εμπιστευτεί για μια μελλοντική δημοσίευση και στη χάρτινη έκδοση του περιοδικού μας (αν βεβαίως η χώρα επιβιώσει στη Δύση, προϋπόθεση για να επιβιώσει και ένα περιοδικό διαλόγου).
----------------------------
Ελένη Παπάζογλου. Διδάκτορας κλασικής φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο του Μπρίστολ, διδάσκει αρχαίο δράμα στο τμήμα Θεάτρου του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Πρόσφατο βιβλίο της: Το πρόσωπο του πένθους. Η Ηλέκτρα του Σοφοκλή ανάμεσα στο κείμενο και την παράσταση (2014).