Πρόσφατα, ο υπουργός Πολιτισμού Νίκος Ξυδάκης δήλωσε ότι μεγαλουργήσαμε με τη δραχμή. Η αντιπαράθεση για το αν όντως ισχύει αυτό, ουσιαστικά μια αποτίμηση της ιστορίας μας, είναι άγονη. Πιο χρήσιμη είναι η κριτική του αναχρονισμού του χρησιμοποιηθέντος κριτηρίου. Το ευρώ δεν υπήρχε πριν από το 1999.
Και όμως ένα τέτοιο κριτήριο για το ΝΑΙ θα προταθεί, παράδοξο και εκ πρώτης όψεως εσφαλμένο: η πορεία των δύο αιώνων του κράτους μας είχε ως φυσική κατάληξη το ευρώ. Από την αρχή της ύπαρξής του, από τα πρώτα επαναστατικά συντάγματα και θεσμούς, ήταν θεμελιακή πολιτική μας απόφαση να μιμηθούμε την Ευρώπη. Θεμελιακή. Βασική. Υπαρξιακή. Να την ακολουθήσουμε. Να εμπνευστούμε. Με λάθη. Με παλινωδίες. Με όνειρα θερινής νυκτός. Με μπόλικη καρικατούρα. Αλλά, τελικά, όχι και τόσο άσχημα: παραμένουμε στις 30-35 πλουσιότερες χώρες του κόσμου. Είχαμε τη τύχη, χάρη στις προσπάθειες των προγόνων μας, να γεννηθούμε στη «σωστή» πλευρά της Μεσογείου: σε αυτήν που παρέχει, ακόμη, ελπίδα και προοπτική.
Όλες οι βασικές μας νοηματοδοτήσεις είναι ευρωπαϊκές: δεξιά-αριστερά, φιλελευθερισμός-σοσιαλισμός, πατριωτισμός-διεθνισμός, δημοκρατία-δικαιώματα. Όλα τα δίπολα τα πήραμε από εκεί, κι έξω από κει θα μαραζώσουν και αυτά και εμείς. Και η Ευρώπη, στα τέλη του προηγούμενου αιώνα, έλαβε μια θεμελιακή απόφαση: να δημιουργήσει το ευρώ. στο οποίο η συμμετοχή των μελών της Ευρωπαϊκής Ενωσης είναι κατ’αρχήν υποχρεωτική. Για τη Βρετανία και τη Δανία υπάρχει ειδική εξαίρεση θεσπισμένη σε επίπεδο πρωτογενούς δικαίου.
Το ευρώ είναι η φυσική κατάληξη της βασικής απόφασης που λάβαμε ήδη το 1821, ένα τουρλουμπούκι επαναστατών: με την Ευρώπη. Η δραχμή και οι ωραίες αναμνήσεις που έχουμε για τις δεκαετίες του 1980 και του 1990 ήταν ευρωπαϊκή δραχμή: ήμασταν στην ΕΟΚ, το ECU υπήρχε, η προοπτική ήταν αυτή το αργότερο από το 1991 και τη Συνθήκη του Μάαστριχτ. Η νέα δραχμή δεν θα είναι η δραχμή του 1999. Θα είναι μια άλλη. Ουσιαστικά η συμμετοχή μας στην ευρωπαϊκή ολοκλήρωση είναι ο λόγος της ύπαρξής μας. Τόσο απλά. Όλες οι δυνατές αμφισβητήσεις της Ευρώπης έχουν ευρωπαϊκή καταγωγή. Ρομαντισμός; εθνικισμός; ταξική ανάλυση; όλα δικά τους και δικά μας. Αυτή είναι η ταυτότητά μας.
Επομένως ναι στην κριτική στην Ευρώπη. Ναι στην αντίδραση στη συντηρητική στροφή που έχει πάρει. Αλλά πάντα από μέσα. Τόσο αυτονοήτως όσο όταν εμείς οι Αθηναίοι λόγου χάρη κάναμε, προ του Μπουτάρη, κριτική στη συντηρητική Θεσσαλονίκη. Δεν εννοούσαμε να χωρίσουμε τις διαδρομές μας, έτσι δεν είναι; Ακριβώς αυτό. Έξω από την Ευρώπη δεν υπάρχει ζωή. Όχι μόνο οικονομική αλλά και πνευματική: όλες μας οι κατασκευές, όλες μας οι έννοιες θα χάσουν το περιεχόμενό τους. Θα μείνουν α-νόητες και εμείς ανίκανοι να ερμηνεύσουμε το συλλογικό και ατομικό μας βίο.
Και τι κάνει η Κυβέρνησή μας; Λειτουργεί ως (όχι σαν) λαθρεπιβάτης της Ιστορίας. Θέτει το δίλημμα πλαγίως. Οργανώνει το δημοψήφισμα σε 5 μέρες, με ανόητο το «επίσημο» ερώτημα, αλλάζει με Πράξη Νομοθετικού Περιεχομένου τους κανόνες διεξαγωγής του, ψεύδεται, απειλεί. Όλα εν κρυπτώ και παραβύστω. Γιατί φοβάται το φως ο Πρωθυπουργός;
Αλλά δεν έχει καμία σημασία τώρα, αυτά έχουν ειπωθεί και λεπτεπίλεπτες νομικές αναλύσεις δεν χρειάζονται για να καταλάβει ο καθένας την έλλειψη διαδικαστικής ακριβοδικίας. Ψηφίζουμε θετικά. Ψηφίζουμε ναι για να επιβεβαιώσουμε την ελληνική μας ταυτότητα. Για το μέλλον μας ως όντων που η ζωή τους έχει ένα νόημα. Γιατί όλη η Ιστορία μας, μας οδήγησε το 2001 εκεί, στο ευρώ.
Το ευρώ είναι το παρελθόν μας, το παρόν μας και το μέλλον μας.