Η διερεύνηση (υπό καθεστώς αναβίωσης μιας νέας οχλοκρατίας, που όσοι την υποδαυλίζουν προσπαθούν να της δώσουν τα χαρακτηριστικά τυφλής οργής, μίσους και αγανάκτησης κατά της κυβέρνησης, κατά τα διδάγματα της λαϊκιστικής περιόδου 2010-2014) απέδειξε ότι οι αιτίες του δυστυχήματος περιλαμβάνουν διαρκή χαρακτηριστικά μιας Ελλάδας που, εμμονικά, υπονομεύει κάθε εκσυγχρονισμό των δομών της: η επιπολαιότητα και η ήσσων προσπάθεια εργαζόμενων του δημόσιου τομέα, που δρούσαν σχεδόν ανέλεγκτοι, ήρθε να σφραγίσει μια σειρά παραλείψεις ηλεκτρονικού εξοπλισμού του δικτύου των σιδηροδρόμων, που δεν αντιστοιχούσαν στις προόδους των δρομολογίων της γραμμής Αθήνα-Θεσσαλονίκη (η ιταλικών συμφερόντων εταιρεία, η οποία είχε αναλάβει το μεταφορικό έργο των σιδηροδρόμων, αντιθέτως, είχε εργαστεί και βελτιώσει ουσιαστικά το μεταφορικό έργο της).
Μια επιπλέον ατυχία είναι ότι η τραγική απόληξη αυτής της χρόνιας δυσλειτουργίας οδήγησε, ακόμα μια φορά, σε προσπάθεια υπερπολιτικοποίησης του δυστυχήματος. Η ελληνική Αριστερά, σε όλες της τις εκδοχές, λίγο καιρό πριν από τις βουλευτικές εκλογές στη χώρα, θεώρησε ότι είναι καλή ευκαιρία να συνδεθεί ο πολιτικός αγώνας της με την επίρριψη ευθυνών αποκλειστικά στην κυβέρνηση και στον πρωθυπουργό, Κυριάκο Μητσοτάκη, που ούτως ή άλλως από την αρχή της διακυβέρνησής του γίνεται προσπάθεια να φωτογραφηθεί ως αναποτελεσματικός αυταρχικός ηγέτης. Η Αριστερά, για ακόμα μια φορά, μπήκε πίσω από κινήσεις διαμαρτυρίας, που προτάσσουν το θυμικό τους και τον αισθηματικό τους κόσμο σε ζητήματα που για να διορθωθούν χρειάζονται ακριβώς το αντίθετο: ορθολογική καταγραφή της πραγματικότητας, επισήμανση των δυσλειτουργιών και σύντομη αντικατάστασή τους, ακόμα κι αν χρειαστεί να υπάρξουν κοινωνικές συγκρούσεις με κάποιες δυνάμεις που υποστηρίζουν την ακινησία και να μην αλλάξει τίποτα.
Η συμπεριφορά της σημερινής αντιπολίτευσης θυμίζει πάρα πολύ την αντιπολίτευση στο ΠΑΣΟΚ το 2000, μετά το ναυάγιο του Σαμίνα – με μια διαφορά: η Αριστερά δεν είχε ακόμα υιοθετήσει εμφυλιοπολεμικό λόγο, άρα η διαμαρτυρία της δεν ξεπερνούσε τα όρια της γκρίνιας. Κατά τα άλλα, η τότε Αριστερά, σκανδαλισμένη από το συμβάν, έδειχνε γενικώς και αορίστως να έχει μεγάλες απαιτήσεις από την τεχνολογία, παρέβλεπε ωστόσο σε μεγάλο βαθμό την ατομική ευθύνη του πλοιάρχου για την τελική πορεία του πλοίου. Οι καταγγελίες που εξαπολύονταν σύγκλιναν στην αντίληψη ότι υπεύθυνη για το ναυάγιο ήταν τελικά η ιδιοτέλεια του κεφαλαίου. Το αποτέλεσμα ήταν, και τότε, η κριτική και η καταγγελία να καταλήγουν να δομούνται γύρω από μια λαϊκιστική ρητορική.
Ανάλογο κλίμα κυριαρχεί και σήμερα. Μόνο που η αντιπολίτευση έχει επανέλθει στην πολιτική των «αγανακτισμένων» του μνημονίου και ψάχνει «δολοφόνους» να τους φορτώσει το δυστύχημα. Έτσι, το διαδίκτυο έχει κατακλυσθεί από επιτηδευμένη οργή κατά του συστήματος και του ιδιωτικού κεφαλαίου (κι ας έχουν ιδιωτικοποιήσει τις σιδηροδρομικές μεταφορές εκείνοι που σήμερα διαμαρτύρονται, κι ας οφείλεται στη δυσλειτουργία της δημόσιας επιχείρησης της αρμόδιας για την επίβλεψη, τη συντήρηση και την ασφάλεια του σιδηροδρόμου). Γενικώς, η υπερπολιτικοποίηση του δυστυχήματος, ακόμα κι αν παράγει πολιτικά αποτελέσματα (που δεν είναι σίγουρο), δεν συμβάλλει στην επιδιόρθωση των αστοχιών που το έκαναν δυνατό.
Αλλά δεν φαίνεται ότι ενδιαφέρεται κάποια από τις δυνάμεις της αντιπολίτευσης για την ουσία της υπόθεσης, όσο για να οικειοποιηθούν τη διαμαρτυρία και τα συναισθήματα που γεννάει. Το τελευταίο διάστημα, άλλωστε, η Αριστερά στις διάφορες εκδοχές της είχε επιδοθεί σε μια συντονισμένη προσπάθεια να φτιάξει αντικυβερνητικό κίνημα νέων για να κρυφτεί πίσω του. Η προσπάθεια είχε μισοευοδωθεί με τις κινητοποιήσεις των σπουδαστών σε δραματικές σχολές, οι οποίες λειτούργησαν περισσότερο ως μαθητεία στον ριζοσπαστισμό παρά ως συγκροτημένο κίνημα με συγκεκριμένα ρεαλιστικά αιτήματα. Τα θύματα του δυστυχήματος, στην πλειονότητά τους νέες και νέοι, η Αριστερά επιδίωξε να τα οικειοποιηθεί, αφού με κατάλληλες αφαιρέσεις τα παρουσιάζει ως θύματα του ιδιωτικού κεφαλαίου. Με αυτά τα συνθήματα, που υποδαυλίζουν ακόμα έναν οιονεί εμφύλιο, κατά τα φαινόμενα, θα πορευτεί και προς τις εκλογές.
Η Αριστερά δεν θα πει ποτέ ότι οι νεκροί των Τεμπών είναι θύματα του πελατειακού και δεινοσαυρικού Δημοσίου. Των μεταρρυθμίσεων που δεν έγιναν. Της αδυναμίας που επέδειξε η κυβέρνηση να συγκρουστεί με τις παθογένειες της χώρας σχεδόν σε όλους τους τομείς. Της απροθυμίας που ακόμα μια φορά επιδεικνύει η κοινωνία να συμβάλει στη μεταρρύθμισή της. Της τρομακτικής ισχύος που έχουν όσοι διεκδικούν να μην αλλάξει τίποτα, η Ελλάδα να παραμείνει αυτή που ξέρουμε.