Ο πόλεμος είναι μια τρομακτική δοκιμασία για την ανθρωπότητα. Είναι μια τρομακτική δοκιμασία για τον πολιτισμό – για την οικονομική δραστηριότητα, για τη δημιουργικότητα, για τις τέχνες, για το περιβάλλον, για τα ζώα. Ο συγκεκριμένος πόλεμος κατά ενός λαού που επέλεξε να ζήσει δημοκρατικά και ελεύθερα, η βιαιότητά του και η απανθρωπία του, γεννούν την υποχρέωση του δυτικού κόσμου, του δημοκρατικού κόσμου, να βρεθεί στο πλάι της Ουκρανίας, με όλες του τις δυνάμεις: με χρήματα, με όπλα, με συμπαράσταση στον πληθυσμό της, με υπόσχεση ένταξης στο δυτικό πολιτικό, οικονομικό και αμυντικό σύστημα. Έχει σημασία επίσης να μείνει ζωντανή η πεποίθηση ότι, όταν δοθεί η ευκαιρία, θα τιμωρηθούν όσοι ευθύνονται για την εισβολή. Η ανθρωπότητα οφείλει στον εαυτό της να μείνει ανειρήνευτη με χυδαίους εξουσιαστές και τους δολοφονικούς μηχανισμούς τους. Η κουλτούρα της ελευθερίας πρέπει να νικήσει και να τιμωρήσει τους εγκληματίες που επιδιώκουν να την καταλύσουν.
Όταν η Ρωσία εισέβαλε στην Ουκρανία, τον περασμένο Φεβρουάριο, στην Ελλάδα υπήρξαν πολλά φερέφωνα του πουτινισμού και, πιθανότατα, κάποιοι εθελοντές παρασυρμένοι από την αντιδυτική πίστη τους που προεξοφλούσαν ότι σε μερικές ημέρες θα είχε πέσει το Κίεβο, θα είχε ανατραπεί ο ηθοποιός Ζελένσκι και στη θέση του θα είχε τοποθετηθεί κάποιος αχυράνθρωπος του Κρεμλίνου κι ότι η Ευρώπη ανήμπορη θα συμβιβαζόταν με τη νέα κατάσταση, αποκαθιστώντας σύντομα τη σχέση με τον Πούτιν. Οι άνθρωποι αυτοί δεν διαψεύστηκαν απλώς οικτρά. Κατεξευτελίστηκαν. Και το μόνο που τους απέμεινε είναι η συκοφαντία της Δύσης, που υποτίθεται βρίσκεται πίσω από την άμυνα της Ουκρανίας – μιας χώρας της οποίας το δικαίωμα στην αυτοδιάθεση συνεχίζουν ακόμα να την αρνούνται.
Όπως οι οπαδοί του στον κόσμο, έτσι κι ο Πούτιν υποτίμησε τραγικά τη δύναμη του δυτικού κόσμου, της δημοκρατίας, αλλά την ελκυστικότητα του δυτικού μοντέλου ζωής. Υποτίμησε όμως, επίσης, την αποφασιστικότητα ενός λαού να υπερασπίσει τη ζωή του, τα εδάφη του, την κουλτούρα του και την ανεξαρτησία του. Το δικαίωμα στην ελευθερία και στην αυτοδιάθεση, η επιθυμία του ουκρανικού λαού να ζήσει στον δυτικό κόσμο τροφοδότησαν το μεγαλείο της ουκρανικής αντίστασης στον εισβολέα. Η κραυγή «Ελευθερία ή θάνατος», που συνόδευσε τη δική μας εθνική ολοκλήρωση, σήμερα αντηχεί την Ουκρανία. Και αξίζει το σεβασμό μας.
Ένα χρόνο μετά, το Books’ Journal δίνει το λόγο στην ιστορικό και δημοσιογράφο Ανν Απλμπάουμ, που παρακολουθεί στενά και τις στρατιωτικές και τις πολιτικές εξελίξεις γύρω από την Ουκρανία. Είναι αισιόδοξη για την έκβαση του πολέμου, αλλά δεν πιστεύει ότι είναι ώρα – όπως διακηρύσσουν διάφοροι δήθεν στο όνομα της παγκόσμιας ειρήνης – για την Ουκρανία να προσέλθει στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων.
Η διαπραγμάτευση έχει νόημα, λέει η Απλμπάουμ, μόνο όταν θα έχει γίνει σαφές στους Ρώσους ότι ο πόλεμος ήταν ένα σφάλμα – είτε επειδή στη Ρωσία θα έχει υπάρξει πολιτική αλλαγή είτε επειδή οι Ρώσοι θα έχουν χάσει αρκετό έδαφος χωρίς να έχουν τη δυνατότητα να το ανακτήσουν. Κατανοώ ότι ακούγεται αόριστο, αλλά η στιγμή που τελειώνει ο πόλεμος είναι όταν οι Ρώσοι πάψουν πλέον να θέλουν να καταλάβουν και να ελέγξουν την Ουκρανία. Τότε μόνο μπορούν να αρχίσουν διαπραγματεύσεις. Μια ελάχιστη απαίτηση των Ουκρανών για να αισθάνονται κάποια ασφάλεια θα ήταν η επιστροφή τουλάχιστον στα σύνορα του περασμένου Φεβρουαρίου. Επιπλέον, κατ’ ελάχιστον, η Ουκρανία θα χρειαζόταν ένα είδος εγγύησης ασφάλειας που θα είναι είτε η ένταξη στο ΝΑΤΟ είτε κάτι ισοδύναμο. Οπότε ο πόλεμος μπορεί να τελειώσει μόνο με την Ουκρανία σε ασφαλές καθεστώς, με τα σύνορά της ασφαλή, ώστε να μπορεί να αρχίσει να ανοικοδομείται και να αναπτύσσεται σαν κανονική χώρα.