Η αλήθεια είναι ότι, σε ένα βαθμό λόγω και του κινηματογραφικού Ζορμπά, ο Καζαντζάκης κινδύνεψε να παρεξηγηθεί ως φολκλοριστής, που είχε συλλάβει τον ιδεότυπο ενός Έλληνα ιδιότυπου λεβέντη – ενός Έλληνα που στην πραγματικότητα δεν υπάρχει. Τη σύγχυση ενέτειναν και πολλές καλλιτεχνικές «αναγνώσεις» της δουλειάς του, όχι μόνο των μυθιστορημάτων του, στο θέατρο – π.χ. η Ασκητική έχει γίνει κατ’ επανάληψη αφορμή για βάναυσα ανεβάσματα, δήθεν εσωτερικά και «ελληνικά». Οι επανεκδόσεις του έργου του αποδεικνύουν ότι πολλές από τις παλιές αναγνώσεις του ήταν λάθος. Κι ότι υπάρχει ανάγκη επανανάγνωσης και επανεκτίμησης ενός συγγραφέα που νομίζουμε ότι τον ξέρουμε καλά αλλά στην ουσία μας διαφεύγει.
Η αλήθεια είναι ότι ο Έλληνας αναγνώστης δεν βοηθήθηκε ιδιαίτερα από τον ίδιο τον Καζαντζάκη. Γράφοντας σε μια ακραία για τα μέτρα μας δημοτική, προφανώς πεισμένος ότι ο συγγραφέας καλεί τους αναγνώστες πριν απ’ όλα στο διακριτό γλωσσικό σύμπαν του, ο Καζαντζάκης είναι σήμερα δύσκολα προσπελάσιμος ακόμα κι από επαρκείς αναγνώστες. Οι ιδιοτυπίες της δημοτικής του ηχούν, σε κάποιες περιπτώσεις, σαν εμμονή σε ντοπιολαλιές που έμειναν πίσω μαζί με τα νοήματα ενός περίκλειστου κόσμου. Δεν είναι παράδοξος ο ισχυρισμός ότι διαβάζεται ευκολότερα στα αγγλικά, όπου δεν υπάρχει ιδίωμα για να μεταφερθούν επιτηδευμένα οι λέξεις του. Ωστόσο, το ότι διαβάζεται, σημαίνει ότι άντεξε στο χρόνο.
Η καινούργια έκδοσή του επιθυμεί να απαλλαγεί από το κακό παρελθόν ορισμένων εκδόσεών του – και κυρίως των αναπαραγωγών του, σε διάφορες μορφές, συχνά με τη μορφή ενθέτων σε εφημερίδες, όπου σε ορισμένες περιπτώσεις καταλύθηκε κάθε έννοια αξιοπρέπειας και σεβασμού στην τυπογραφία. Ο Ανήφορος, το άγνωστο μυθιστόρημά του, τυπώθηκε με σεβασμό στις σύγχρονες ανάγκες των αναγνωστών, που έχουν ανάγκη να γνωρίζουν τι είναι αυτό που διαβάζουν, για να το συνδέσουν με τις υπόλοιπες αναγνώσεις τους και με τον τρόπο που σκέπτονται. Απαιτούνται ακριβώς αυτά και για κριτικές επανεκδόσεις που είναι ανάγκη να ακολουθήσουν στο μέλλον: φροντίδα στο κείμενο ώστε να αποφευχθούν τυπογραφικά λάθη απ’ αυτά που εξακολουθούν να υπάρχουν σε επίσημες εκδόσεις του έργου του, πρόλογος και επίμετρο. Μόνο έτσι χρησιμεύουν στους νεότερους τα παλιά βιβλία. (Δεν είναι τυχαίο ότι το πιο επιμελημένο, το πιο φροντισμένο και, εντέλει, το πιο κατανοητό, χωρίς ασάφειες, βιβλίο του είναι η Αναφορά στον Γκρέκο, που κυκλοφόρησε μετά το θάνατό του – προφανώς φροντισμένο από όσους ανέλαβαν την πρώτη έκδοση, στη δουλειά των οποίων σίγουρα βάραινε τότε η απώλεια ενός θρύλου των ελληνικών γραμμάτων.)
Η επανέκδοση του υπόλοιπου έργου του θα μπορούσε να είναι καλή αφορμή για τη συστηματική επανέκδοση, με νέα επιμέλεια, επίμετρο και γλωσσάρι, των υπόλοιπων μυθιστορημάτων και, συνολικά, του έργου του. Μαζί, είναι ευκαιρία επιτέλους να τυπωθούν και ορισμένα μη εμπορικά αλλά απαραίτητα κείμενά του, όπως π.χ. η μετάφρασή του στον Φάουστ του Γκαίτε – ποιος να τη βρει στην Καθημερινή του 1937, όπου δημοσιεύτηκε σε συνέχειες;– αλλά και πολλά μικρότερα κείμενά του, άρθρα, παρεμβάσεις, συνεντεύξεις, απαραίτητο υλικό για τη δημιουργία ενός καζαντζακικού corpus.
Ο Καζαντζάκης ήταν γοητευτικός συγγραφέας για αναγνώστες διαφόρων γενεών – πολλοί μυήθηκαν στην ανάγνωση απ’ αυτόν. Έχει σημασία να ξαναποκτήσει τη μυητική δυναμική του και για μελλοντικούς αναγνώστες.