Το αφιέρωμα σε μεγάλο βαθμό στηρίχτηκε στην εργασία πάνω στον Εθνικό Διχασμό, στη Μεγάλη Ιδέα και στο μικρασιατικό εγχείρημα του συνεργάτη μας Σωτήρη Ριζά. Η μελέτη εκ μέρους του της περιόδου είναι ουσιαστική. Εκκινεί, προφανώς, από τον Εθνικό Διχασμό, από την ενδημική στον νεότερο ελληνισμό οιονεί εμφύλια διαμάχη που υποκαθιστά τις πολιτικές συγκρούσεις. Και πέρα από την ανάδειξη του δίπολου βενιζελισμός – αντιβενιζελισμός / κωνσταντινισμός, εστιάζει στην πραγματικότητα της εποχής. Στη διεθνή σκηνή μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, στις εκκρεμότητες που δημιουργούσε η νέα εποχή, στον μεταβαλλόμενο ρόλο των Συμμάχων (και ιδίως της Αγγλίας) σε αυτό το νέο τοπίο, στον δυναμισμό του ανερχόμενου τουρκικού εθνικισμού που αναδύθηκε από τα ερείπια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, στις οικονομικές, πολιτικές και στρατιωτικές αδυναμίες της Ελλάδας…
Η Ελλάδα παρασύρθηκε από τις φαντασιώσεις της. Και έκανε λάθη. Καταρχάς, η απόβαση στη Σμύρνη ήταν ατυχής. Δέσμευσε τη χώρα μας σε ένα εγχείρημα πάνω από τις ελληνικές δυνατότητες. Και ήταν η πολιτική επιλογή που οδήγησε τα πράγματα στο σημείο που κατέληξαν.
Προφανώς, κάθε ιστορικό συμβάν, όσο τραυματικό κι αν είναι, επηρεάζει τα πράγματα για πολλές δεκαετίες στη συνέχεια. Το 1922 και η Μικρασιατική Καταστροφή, έφερε στην Ελλάδα κύματα βιαίως εκπατρισθέντων προσφύγων (η οργανωμένη ανταλλαγή πληθυσμών, που είχε συζητηθεί νωρίτερα, ξεπεράστηκε απ’ τα πράγματα). Οι νέοι πληθυσμοί, αποφασισμένοι να ριζώσουν στη νέα γη, δεν βρήκαν συνολικά την αποδοχή που θα περίμεναν από τους κατοίκους με τους οποίους θα συνυπήρχαν, παρά τους κοινούς δεσμούς θρησκείας, γλώσσας και εθνικής ταυτότητας. Παρά τις δύσκολες συνθήκες ένταξης, ωστόσο, οι νέοι πληθυσμοί «αιμοδότησαν» την παλιά Ελλάδα με μια κουλτούρα εξωστρέφειας και με δυναμισμό – ενώ συνέβαλαν στην εθνική ομοιογένεια εντός των συνόρων, συστατικό που σε βάθος χρόνου συνέβαλε στην εξουδετέρωση σοβαρών απειλών κατά του εθνικού κράτους.
Η επέτειος των 100 χρόνων από την Καταστροφή, που τελειώνει, δεν είχε τον πάνδημο χαρακτήρα του εορτασμού των διακοσίων χρόνων από το 1821. Εύλογο. Είναι δύσκολο να σκύβεις πάνω από τα τραύματά σου και τις επιπτώσεις τους, ακόμα κι αν η εθνική αυτογνωσία είναι μια υποχρεωτική πράξη συνειδητότητας και επίγνωσης των σημερινών σου δυνατοτήτων. Σε κάθε περίπτωση, όμως, δεν ήταν μια χαμένη χρονιά. Στο χώρο των ειδικών, κυρίως, με εκδόσεις, συνέδρια και παρεμβάσεις, ξεχώρισαν οι φωνές που διεκδικούν αυτή την απαραίτητη αυτογνωσία. Και είναι εύλογο να συνεχίζουν.
Ανάμεσα στις φωνές αυτές συγκαταλέγονται και ορισμένοι νεότεροι ιστορικοί, που φέρνουν τη δική τους νέα ματιά στην ελληνική ιστορία. Στις σελίδες του αφιερώματος, η τάση αυτή εκπροσωπείται από τον Αλέξανδρο Μακρή, ο οποίος περιγράφει την εισφορά στη συζήτηση της προσέγγισης του πολέμου όχι απλώς ως υπόθεση της μεγάλης ιστορίας αλλά, κυρίως, «από τα κάτω», μέσα από τις μαρτυρίες για τον πόλεμο και τις επιπτώσεις στη ζωή τους των απλών ανθρώπων – στρατιωτών, ανθρώπων στα μετόπισθεν και στην Ανατολία, προσφύγων. Η απαρχή της συγγραφής μιας κοινωνικής ιστορίας της Μικρασιατικής Εκστρατείας φέρνει στο προσκήνιο το πολιτισμικό αποτύπωμα του πολέμου, τις εξελίξεις της καθημερινότητας, τις ιδεολογίες που αναπτύχθηκαν στα ερείπια, τις επιπτώσεις των γεγονότων (σωματικές, ψυχικές, οικονομικές κ.λπ.) σε αυτούς και στον οικογενειακό τους περίγυρο.
Εκατό χρόνια μετά, η Ελλάδα (δυστυχώς, χωρίς να έχει απορροφήσει μέσα στους δημοκρατικούς θεσμούς σπέρματα της εξέλιξης του Εθνικού Διχασμού και μιας οιονεί εμφυλιοπολεμικής διαίρεσης) συνεχίζει να βρίσκεται στη δίνη μιας γεωπολιτικής σύγκρουσης με την Τουρκία, μέρος της οποίας αποδίδεται στις συνέπειες των συνθηκών που προέκυψαν από την Καταστροφή. Το ευτύχημα για τη χώρα είναι ότι, πέραν όλων των άλλων, και το εθνικό πλαίσιο και το διεθνές είναι αλλιώς. Η Ελλάδα, διπλωματικά, ανήκει στον ισχυρό δυτικό κόσμο, και μπορεί να κάνει αισθητή την ισχύ που απορρέει από τη θέση της αυτή. Παραμένει, ωστόσο, σε μια περιοχή, που μπορούν να την επηρεάσουν οι αναθεωρητικές εξελίξεις στη διεθνή σκηνή, ιδίως μετά την εισβολή της Ρωσίας κατά της Ουκρανίας – από τη στιγμή μάλιστα που η γειτονική Τουρκία, φαντασιωνόμενη ρόλο περιφερειακής υπερδύναμης, διεκδικεί αυξημένη ισχύ στην Ανατολική Μεσόγειο. Η Ελλάδα, δυστυχώς, είναι υποχρεωμένη να σταθμίζει τις εξελίξεις και να λαμβάνει υπόψη της την επιθετικότητα που απορρέει από φαντασιώσεις ή σχέδια ενός επιθετικού γείτονα.
Η Ελλάδα, δηλαδή, όπως εξηγεί σε άλλες σελίδες ο Γεώργιος Αναστασιάδης, «δεν έχει άλλη επιλογή από το να συνεχίσει να επωμίζεται το κόστος της δυσβάσταχτης σχέσης με την Τουρκία για το ορατό μέλλον».