Ως κεντρώα προσωπικότητα που θα μπορούσε να εκφράσει το αντι-ΣΥΡΙΖΑ στρατόπεδο, ο Κυριάκος Μητσοτάκης πρόβαλε ως η σωστή επιλογή για την παράταξή του. Στη συγκυρία, όμως, ήταν η σωστή επιλογή και για τη χώρα. Η άνοδος στην κυβέρνηση της ΝΔ του Μητσοτάκη αποκατέστησε τη διαλυμένη σχέση της χώρας με την Ευρώπη ενώ μπήκε μπροστά ένα σχέδιο μεταρρυθμιστικής ανασυγκρότησης, που θα κινούνταν παράλληλα με μια προσπάθεια ανάκαμψης της οικονομίας.
Το αποτέλεσμα, πιθανόν, δεν ήταν αυτό που σχεδιαζόταν. Όμως, και μεταρρυθμίσεις έγιναν (και μόνο η προσπάθεια ψηφιακού μπάι πας του ελληνικού Δημοσίου από τον Κυριάκο Πιερρακάκη να υπήρχε, άξιζε τον κόπο) και η οικονομία πήρε μπρος και η ισχύς και το κύρος της χώρας που είχαν κατακουρελιαστεί μετά τη χρεοκοπία ανασυγκροτήθηκαν. Και όλα αυτά σε μια δύσκολη συγκυρία, κατά την οποία η κυβέρνηση χρειάστηκε να αντιμετωπίσει αρχικά την αβεβαιότητα της πανδημίας και στη συνέχεια τις συνέπειες της αναθεωρητικής εισβολής της Ρωσίας του Πούτιν στην Ουκρανία και των συνεπειών της, μεταξύ άλλων στην ενέργεια και στην οικονομία.
Η χώρα θα μπορούσε να αφήσει οριστικά πίσω της τον κύκλο της αβεβαιότητας, αν η αξιωματική αντιπολίτευση είχε μάθει (όπως δήλωνε) από την περίοδο της διακυβέρνησής της και από τις ρεαλιστικές επιλογές που ακολούθησε, έστω υπό πίεση λόγω του τρίτου μνημονίου που η ίδια προκάλεσε. Αν είχε αφήσει πίσω «τις αυταπάτες» και τα παραμύθια και αποφάσιζε να πολιτευτεί σαν πραγματική δημοκρατική δύναμη μιας ευρωπαϊκής χώρας. Αν δηλαδή η ορατότητα της αντιπολίτευσης ήταν η εμβάθυνση των μεταρρυθμίσεων και ο έλεγχος της κυβέρνησης – των αδρανειών της, των σφαλμάτων και των παραλείψεών της.
Δεν το έπραξε, πιθανόν επειδή μια τέτοια πολιτική απαιτεί κόπο και εξειδικευμένα στελέχη – ενώ ο ΣΥΡΙΖΑ ήξερε από ακτιβισμό και, επιπλέον, πρόσφατα έμαθε τι ωραίο πράγμα που είναι να νέμεσαι την εξουσία. Τα τρία χρόνια που πέρασαν, λοιπόν, πολιτεύτηκαν με ό,τι ήξεραν: υπονομεύοντας κάθε μεταρρυθμιστική προσπάθεια, στην παιδεία, στην υγεία, στην καθημερινότητα. Έδρασαν υπονομευτικά μέχρι και στο θέμα της πανδημίας, συχνά υπονομεύοντας τη δημόσια υγεία. Κι αφού έσπειραν την καχυποψία, αφού έδωσαν αξία στη λούμπεν διαμαρτυρία και στον αντιπολιτικό ηθικισμό (αντιγράφοντας το μάνιουαλ του Τραμπ), αφού προσπάθησαν να διαβάλουν τη χώρα και την κυβέρνησή της ως αυταρχική, ξενοφοβική, εχθρική προς τα δικαιώματα και τις ελευθερίες, βρήκαν σανίδα πολιτικής σωτηρίας στην καλοκαιρινή αποκάλυψη από τον πρωθυπουργό ότι παρακολουθούνταν ο Νίκος Ανδρουλάκης, πριν γίνει πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ. Πατρονάροντας τον Ανδρουλάκη και κλέβοντάς του την ατζέντα της διαμαρτυρίας, η τραμπικής έμπνευσης Αριστερά οχυρώθηκε πίσω από τις παρακολουθήσεις επιδιώκοντας να αντιγράψει το κίνημα των αγανακτισμένων, συμπαρασύροντας μαζί τους κάθε είδους συμφέροντα. Η προσπάθεια κύκλων να αποδώσουν ευθύνες και για τη λειτουργία στην Ελλάδα, όπως άλλωστε και σε ολόκληρο τον κόσμο, ηλεκτρονικών εφαρμογών παρακολούθησης μέσω συσκευών καθημερινής χρήσης όπως τα κινητά τηλέφωνα, οδήγησε σε ένα νέο παιχνίδι πολιτικής πίεσης, μέσω της εφημερίδας Documento, που εμφανίζεται να διαθέτει λίστες με παρακολουθούμενα πρόσωπα και περιεχόμενο των συνομιλιών τους.
Ο στόχος όλων αυτών των κινήσεων υποτίθεται ότι είναι η «αυταρχική» κυβέρνηση και ο υποτίθεται αποκομμένος από το λαϊκό αίσθημα Κυριάκος Μητσοτάκης. Βασικός στόχος, όμως, είναι η πολιτική αποσταθεροποίηση μέσω της οποίας η λαϊκιστική Αριστερά επιδιώκει να επιστρέψει στην εξουσία.
Υπάρχει τρόπος να αποφευχθεί η ρευστότητα που οδηγεί στην αποσταθεροποίηση – και αν κυριαρχήσει ενδέχεται όχι μόνο να επηρεάσει την πορεία προς τις εκλογές του 2023, αλλά και την πολιτική ομαλότητα στην οποία η χώρα, παρά τις αλλεπάλληλες κρίσεις, έχει εισέλθει; Ένας και μόνο. Αν οι δομές οι επιφορτισμένες με την προστασία της δημοκρατίας αποφασίσουν να παίξουν το ρόλο τους.
Ανάμεσα στις δομές αυτές κυρίαρχη, αυτό το διάστημα, οφείλει να είναι η ανεξάρτητη Δικαιοσύνη. Είναι υπόθεση της Δικαιοσύνης η διερεύνηση της νέας υπόθεσης με φερόμενες υποκλοπές. Αν η δημοκρατία ασφυκτιά εξαιτίας της απειλής διάδοσης ανεξέλεγκτων πληροφοριών (ή δήθεν πληροφοριών) που υπονομεύουν πρόσωπα και θεσμούς, η δικαιοσύνη έχει ευθύνη να διερευνήσει τις ενδεχόμενες παρανομίες σε αυτή τη δυσώδη ιστορία.
Επειδή μάλιστα το υλικό που χρησιμοποιείται είναι προϊόν «ιδιωτικής εγκληματικής δραστηριότητας», προϊόν δηλαδή παράνομων υποκλοπών, η Δικαιοσύνη και μπορεί και πρέπει να ερευνήσει τι ακριβώς συμβαίνει. Αναζητώντας αυτούς που υποκλέπτουν, τους λόγους που έχει εκείνος που προβάλλει, όπως τα προβάλλει, τα προϊόντα των υποκλοπών, αλλά και τις καταγγελίες που πιθανόν διατυπώνονται κατά πολιτικών προσώπων.
Η Δικαιοσύνη είναι ένας από τους βασικούς αρμούς της δημοκρατίας και οι πολίτες θα ήθελαν να παίξει, όπως αρμόζει, το ρόλο της.
ΥΓ. Με το τεύχος 136 που ήδη κυκλοφορεί, το Books’ Journal εισέρχεται στο 13ο έτος της κυκλοφορίας του. Είναι ένα κατόρθωμα, που ελπίζουμε ότι με τη βοήθειά σας θα συνεχίσουμε – με το ίδιο κέφι και την ίδια φροντίδα για το βιβλίο και το υλικό ηγια σκέψη αλλά και για αισθητικές απολαύσεις που μας παρέχει.