«Η Ιστορία φέρνει τις συσσωρευμένες σφαίρες σε δραματικές συγκρούσεις και σε ξεσπάσματα κεραυνών. Πάντα δημιουργική. Σε παρόμοιες μικρογραφικές στιγμές σα μια μοναδική στη μεγαλοφυΐα της καλλιτέχνις. Γιατί, αν τον κόσμο μας κινητοποιούν δεκάδες δυναμικότητες ενέργειας, πάντα τη δραματική μορφή θα τη δώσουν εκείνες οι λίγες εκρηκτικές στιγμές», λέει ο Στέφαν Τσβάιχ στον πρόλογο του βιβλίου του, Οι μεγάλες ώρες της ανθρωπότητας.[1]
Τον Μάιο του 1823, υπήρξε μια τέτοια εκρηκτική στιγμή, κατά την οποία όλο το δράμα της Ελληνικής Επανάστασης συμπυκνώθηκε στο ποίημα του Διονυσίου Σολωμού, Ύμνος εις την Ελευθερίαν. Δράμα, που το χαρακτήριζαν η καταπόνηση, οι σφαγές, οι δηώσεις, οι σκλαβιές, αλλά και η ελπίδα, η προοπτική και οι θυσίες για την αποτίναξη του πολύχρονου ζυγού, η ελευθερία και η αναγέννηση του έθνους.
Εκεί στη Ζάκυνθο ο Σολωμός, ακούγοντας τους κρότους και βλέποντας τις λάμψεις από τα κανόνια του Μεσολογγιού, έφτιαξε το ποίημα σε μια από τις σπάνιες στιγμές που θαρρείς όλα προετοιμάζονται μυστικά και αθόρυβα, χρόνια και χρόνια: η πολυποίκιλη λογοτεχνική πορεία του ποιητή, η πνευματική πορεία του έθνους, το όνειρο της ελευθερίας των Ελλήνων και οι διαδρομές της ελληνικής ποίησης από τον Όμηρο μέχρι τα δημοτικά τραγούδια. Όλη αυτή η μακρόσυρτη και σκοτεινή πορεία ξέσπασε στον Ύμνο εις την Ελευθερίαν. Έργο συμβολικό της μεγάλης στιγμής του ελληνισμού, της Επανάστασης του 1821, που παρά τις αρχικές αντιθέσεις μερικών λογίων για την ποιότητά του, αναγνωρίζεται από όλους τους Έλληνες καθολικά και διαχρονικά ως ο Εθνικός μας Ύμνος. Αυτή η καθολική αποδοχή ίσως εδράζεται στο ότι δεν υμνεί συγκυριακές νίκες, αρχηγούς, βασιλιάδες, και στην υπέρβαση της συγκυρίας υμνώντας πέρα από την συγκεκριμένη επανάσταση την Ελευθερία.
Την πνευματική πορεία του Σολωμού προς τον Ύμνο εκφράζει ιδανικά ο Σεφέρης στις Δοκιμές, στο κείμενο για τον Ερωτόκριτο:
«Ο Σολωμός οδηγημένος από τα κρητικά ποιήματα κι από τα δημοτικά τραγούδια, συνέχισε τον δρόμο του, αφήνοντάς μας τα λαμπρά συντρίμμια του έργου που ονειρεύτηκε. […] αντικρύζει την γλώσσα με μια συνείδηση τόσο κοφτερή, που μόνο αργότερα –στον Baudelaire ή στον Mallarme– θα συναντήσουμε κάτι παρόμοιο στην Ευρώπη. Είναι ο Έλληνας ποιητής που ανήκει καθολικά στην ευρωπαϊκή ποιητική παράδοση, και σαν ίσος προς ίσους. […] Λένε πως ο Διονύσιος, κόμης Σολωμός, όταν γύρισε από την Ιταλία στη Ζάκυνθο, στολισμένος με όλα τα αγαθά της σοφίας και με όλα τα πλούτη, περνώντας μια νύχτα έξω από μια ταβέρνα, άκουσε τον τυφλό ζητιάνο Νικόλα Κοκονδρή να τραγουδά:
Ο Άγιος Τάφος του Χριστού, εκείνος δεν εκάη·
εκεί που βγαίνει τ’ άγιο φως άλλη φωτιά δεν πάει.
Ο Σολωμός, μας λένε, συγκινήθηκε τόσο, που όρμησε μέσα στο καπηλειό και πρόσταξε να τους κεράσουν όλους. Αυτοί οι στίχοι με συγκινούν κι εμένα, όχι μόνο γιατί είναι ωραίοι, αλλά γιατί τους βλέπω σαν ένα σύμβολο αυτής της ποιητικής παράδοσης, που κρατάει ολόκληρους αιώνες μέσα στο σκοτάδι ο λαός για να την αποθέσει στα χέρια του άρχοντα της ελληνικής ποίησης, ντυμένος το σχήμα ενός τυφλού ζητιάνου»[2].
Ως γνωστόν, ο Ύμνος εις την Ελευθερίαν καθιερώνεται επισήμως από το ελληνικό κράτος, ως Εθνικός ΄Ύμνος, το 1865, αφού προηγουμένως είχε ευτυχήσει να μελοποιηθεί το 1828 από τον Νικόλαο Μάντζαρο. Σήμερα αποτελεί ακατάλυτο έμβλημα της ελληνικής ταυτότητας. Είναι παντού σε γιορτές, σε νίκες, σε κάθε είδους αγώνες, σε προσπάθειες, σε χαρές και γιορτές, διαχρονικό και καθολικό σύμβολο όλων των Ελλήνων, είτε εντός της χώρας είτε στην Κύπρο είτε στη Διασπορά· αλλά και σε στιγμές του καθενός μας. καθώς το σιγομουρμουρίζουμε για να μετάσχουμε σ’ ένα γεγονός.
Σημαντικό στοιχείο που κάνει το ποίημα πέρα από εθνικό και μεγάλο ποίημα είναι η συνομιλία του ποιητή με τη θηλυκού γένους προσωποποιημένη εικόνα του πνεύματος της Ελευθερίας, βγαλμένης από τα κόκαλα των Ελλήνων τα ιερά. Προσωποποίηση που μας έδωσε τη δυνατότητα να φανταστούμε συλλογικά και να εικονογραφήσουμε την Ελευθερία σαν μια ωραία γυναίκα που βαστάει το σπαθί του κάθε καταπιεσμένου, το σπαθί του αγώνα για την ελευθερία, έχοντας μια ευγενική γαλήνια και οικουμενική μορφή.
Το τεύχος αυτό του Books’ Journal γιορτάζει την επέτειο των 200 χρόνων του 1821, αφιερωμένο στον Εθνικό Ύμνο και τον δημιουργό του, Διονύσιο Σολωμό.
[1] Stefan Zweig, Οι μεγάλες, ώρες της ανθρωπότητας, πρόλογος, Ίκαρος, χ.χ., σελ. 155
[2] Γιώργος Σεφέρης, Δοκιμές, τόμ. Α, σελ. 301 και 319.