Παρακολουθώντας την εξέγερση στη Λευκορωσία, τις μεγάλες λαϊκές κινητοποιήσεις για την ανατροπή του καθεστώτος Λουκασένκο, για να απομακρυνθούν τα απομεινάρια της ανελευθερίας στην πρώην σοβιετική επικράτεια, συναντούμε μια παλιά γνωστή μας: τη συγγραφέα-δημοσιογράφο Σβετλάνα Αλεξίεβιτς, που προσφέρει στην εξέγερση τη στοχαστική μαχητικότητά της (όπως τη μάθαμε από τα βιβλία της), τη συγγραφική φήμη της αλλά και την ίδια της την ύπαρξη. Και είναι αυτή η ύπαρξη που ο αυταρχικός ηγέτης διστάζει να πειράξει.
Η Σβετλάνα Αλεξίεβιτς, που χάρη και στη βράβευσή της έχει ζήσει αρκετά χρόνια στη Δύση, σήμερα, την ώρα της ανάγκης, είναι στην πατρίδα της. Όπως αρμόζει στους συγγραφείς που έγραψαν για την ελευθερία, βρίσκεται εκεί για να αντιπαραταχθεί στα ανελεύθερα σχέδια, στην υποταγή των πολιτών στο καθεστώς μετασοβιετικού τρόμου της χώρας. Στις αρχές Σεπτεμβρίου ήταν το μόνο ελεύθερο μέλος της Συντονιστικής Επιτροπής της αντιπολίτευσης – όλα τα άλλα ή είχαν συλληφθεί ή είχαν φύγει. Για να μη τη συλλάβουν κι αυτή, βρισκόταν συνέχεια στο σπίτι της κάποιος ξένος διπλωματικός υπάλληλος.
Η Αλεξίεβιτς, ακόμα και τις δύσκολες ώρες, ήταν, είναι η φωνή της ελευθερίας. Μιας ελευθερίας με ταυτότητα: ελευθερίας δημοκρατικής. Οι πολίτες που βγήκαν στους δρόμους δεν καίνε και δεν σπάζουν, δεν υιοθετούν μηδενιστικές πρακτικές. Διεκδικούν τη ρουτίνα του δυτικού κόσμου: δημοκρατικές ελευθερίες. Και στην ηγετική ομάδα που επιδιώκει αυτή τη ρουτίνα είναι αυτή: μια Σοβιετική, που είδε με κριτική ματιά το καθεστώς που έζησε, έστω την ήπια εκδοχή του, και επιθύμησε το στάτους της δημοκρατικής Δύσης. Όχι μια ρέπλικα της Δύσης, όχι μια καταναλωτική υπεραγορά, αλλά οπωσδήποτε μια Λευκορωσία με το δημοκρατικό background της Ευρώπης. Έλεγε η Αλεξίεβιτς στον Δημήτρη Τριανταφυλλίδη, στη μεγάλης έκτασης αποκλειστική συνέντευξη που δημοσιεύτηκε στο Books’ Journal (τ. 74, Φεβρουάριος 2017):
Έζησα 12 χρόνια εξόριστη σε διάφορες χώρες, στη Γαλλία, στην Ιταλία, στην Ελβετία, στην Γερμανία, αλλά επέστρεψα στο Μινσκ. Γιατί, μπορεί να ακούγεται παλιομοδίτικο, θέλω να ζήσω στη χώρα μου, ανάμεσα στους δικούς μου ανθρώπους. Για μένα είναι πολύ σημαντικό να ζω εκεί όπου μιλιέται η γλώσσα μου. Στη χώρα μου όλα αλλάζουν, από απόσταση είναι πολύ δύσκολο να γράψεις γι’ αυτό. Είχα μεγάλη νοσταλγία. Όσο έλειπα, πέθαναν οι γονείς μου, η εγγονή μου μεγάλωσε χωρίς εμένα. Δεν ήθελα ποτέ να μείνω για πάντα στη Δύση. Η δουλειά μου μου επιβάλλει να ζω στο σπίτι του. Η επιστροφή στη Λευκορωσία ήταν μια απόφαση καμικάζι, γιατί στην πατρίδα μου είναι πολύ δύσκολα τα πράγματα. Μόνο η νεολαία εξεγείρεται. Είναι δύσκολο να πιάσεις κουβέντα με τους ανθρώπους, όλοι φοβούνται. Η αντιπολίτευση είναι πολύ αδύναμη. Εγώ όμως είμαι άνθρωπος παλαιών αρχών και θέλω να ζω στο σπίτι μου. Ο συγγραφέας είναι πολύ δεμένος με το σπίτι του, όπως λένε, με την προσωπική του γεωγραφία. Γιατί επέστρεψαν ο Σολζενίτσιν, ο Βοϊνόβιτς, ο Ροστροπόβιτς; Εκείνος ο κόσμος είναι διαφορετικός, παρ’ όλο που είναι καλά οργανωμένος. Είναι όμως άλλος. Θέλω τόσο πολύ να ζήσω στο σπίτι μου, να πιστέψω ότι κι εδώ κάποτε θα έχουμε ζωή.
Από τότε ώς σήμερα πέρασαν τρία χρόνια, και «ο ήρεμος και, όπως νομίζαμε πάντα, αρκετά αδρανής λαός αποδείχτηκε πως είναι πιο ευαίσθητος απέναντι στις μοχθηρές ορέξεις της εξουσίας», όπως περιγράφει την κατάσταση η ρωσίδα συγγραφέας Λιουντμίλα Ουλίτσκαγια, σε γράμμα της στη φίλη της Σβετλάνα Αλεξίεβιτς. Η ελευθερία, ως δυνατότητα, έχει επιδράσει στη λαϊκή κουλτούρα της Λευκορωσίας (η Ουλίτσκαγια εύχεται σύντομα και στη Ρωσία), κι η δυναμική αυτού του καινούργιου στοιχείου είναι εντυπωσιακή. Αυτό που έρχεται δεν είναι λίγο. Ο κόσμος αλλάζει – και τις αλλαγές συχνά δεν τις αντιλαμβανόμαστε, αν τις καπελώνει η ισχύς μιας κατασταλτικής κρατικής μηχανής και της προπαγάνδας της που λογαριάζει χωρίς τη δυναμική μιας κοινωνίας που ποθεί την ελευθερία.
Η Αλεξίεβιτς το προοιωνιζόταν στην προαναφερθείσα συνέντευξη:
Νομίζω πως η ελευθερία είναι δρόμος. Ακολούθησέ τον και φύλαξε τον άνθρωπο μέσα σου. Μην αφήσεις να σβήσουν το κερί.
ΥΓ1. Μια συγγραφέας στην πρώτη γραμμή της διεκδίκησης της ελευθερίας είναι πάντα η ζωντανή απόδειξη του κύρους της λογοτεχνίας.
ΥΓ2. Η, με ελάχιστες εξαιρέσεις, αδιαφορία των λεγόμενων πνευματικών σωματείων της Ελλάδας για ό,τι συμβαίνει στη Λευκορωσία και, κυρίως, η αδιαφορία για συμπαράσταση σε μια ομότεχνη και τους φυλακισμένους συναδέλφους της, δείχνει το εύρος της οικείας πνευματικής σκηνής: αγοραφοβικός επαρχιωτισμός και ιδεοληψία. Οι «συντηρητικοί» δε νοιάζονται και οι «προοδευτικοί» (μαζί τους και οι οπαδοί της πολιτικής ορθότητας) νοιάζονται μην και παραδεχτούν ότι το δημοκρατικό πλαίσιο του δυτικού κόσμου είναι το αίτημα κοινωνιών που έζησαν, ή και συνεχίζουν να ζουν, σε ανελεύθερα καθεστώτα.