Οι εορτασμοί του 1821, με την ευκαιρία της επερχόμενης συμπλήρωσης 200 χρόνων από τη χρονιά-ορόσημο, που σήμανε τη δημιουργία του ελληνικού κράτους, είναι πολλαπλά χρήσιμοι.
Για το μεν κράτος ο στόχος είναι το επαναλανσάρισμα της χώρας, που για περίπου μια δεκαετία, τη δεκαετία της χρεοκοπίας και των μνημονίων, συνυφάνθηκε με την αποτυχία, τον αντιευρωπαϊκό λαϊκισμό, τον εξαιρετισμό. Η ιστορία της νεότερης Ελλάδας θα ξαναδιατυπωθεί ως ένα διεθνές success story, που εξασφάλισε την πρόοδο και την ευημερία στους πολίτες αυτής της γωνιάς του πλανήτη. Το επαναλανσάρισμα αυτό δεν μπορεί να αποφύγει να διηγηθεί ότι, παρά τις περιπέτειες του εθνικού κράτους, η χώρα μας σήμερα έχει αξιοζήλευτο επίπεδο ζωής στο πλαίσιο μιας αξιοζήλευτης δημοκρατικής πολιτείας που ανήκει στη Δύση και πολιτικά στην Ενωμένη Ευρώπη.
Για την ελληνική κοινωνία, οι εορτασμοί είναι μια ευκαιρία εθνικής αυτογνωσίας. Συνειδητοποίησης του τρόπου με τον οποίο διαμορφώθηκε η σύγχρονη νεοελληνική μας ταυτότητα. Των ιδεών που συνέβαλαν στην ταυτότητα αυτή, των πολιτικών, κοινωνικών και πνευματικών δυνάμεων που συνέβαλαν στη διαμόρφωσή της. Και προφανώς του ρόλου που έπαιξε στη συγκρότηση του νεωτερικού κράτους-έθνους ο «Νέος Ελληνισμός».
Τι ήταν αυτός ο «Νέος Ελληνισμός» και πόσο καθόρισε τις εξελίξεις; Ο καθηγητής Βασίλης Παναγιωτόπουλος κάνει λόγο για «μια πολιτιστική οντότητα (γλώσσα, θρησκεία, παιδεία) σε εθνοτική διαδικασία». Τι εννοεί;
Ο Βασίλης Παναγιωτόπουλος είναι βαθύς μελετητής των ιστορικών στοιχείων που συνέβαλαν στη σημερινή εξωστρεφή εθνική ταυτότητά μας. Κατ’ αυτόν, ο «Νέος Ελληνισμός», γεωγραφικά διάχυτος και πολιτιστικά ανισομερής, «ούτε [...] ενσωματώθηκε με ενιαίο τρόπο στο κράτος της εθνικής Επανάστασης (1821), ούτε το σύνολο του γεωγραφικού χώρου της ελληνικής παρουσίας λειτούργησε με ενιαίο τρόπο κατά τη διαδικασία συγκρότησης της εθνικής ιδεολογίας. Αντίθετα, αυτός ακριβώς ο “Νέος Ελληνισμός” διαμορφώθηκε εθνικά και πολιτικά σε αναφορά προς την “Αρχαία Ελλάδα”, αυτή τη νεωτερική ευρωπαϊκή οντότητα, και τη γεωγραφική της υπόσταση, δηλαδή τη σημερινή Ελλάδα, την Ιωνία και μερικά ακόμη σημεία του αρχαίου κόσμου της Ανατολικής Μεσογείου. Αυτός ο εντοπισμός δημιουργούσε πράγματι τις νοητικές προϋποθέσεις της παραδοχής μιας Ελλάδας μέσα στα γεωγραφικά και πολιτιστικά όρια του νέου Ελληνισμού, τουλάχιστον επί ένα και περισσότερο αιώνα πριν από τον αγώνα της Ανεξαρτησίας. Μια νέα “Αρχαία Ελλάδα” δηλαδή μέσα στον ευρύτερο νέο ελληνισμό που αγωνίστηκε για δική της αυτοεπιβεβαίωση, για τη δική της αυτόνομη ύπαρξη και ανεξαρτησία» (Ιστορία του Νέου Ελληνισμού, εισαγωγή, έκδοση της εφημερίδας Το Βήμα).
Αυτή η Ελλάδα, στο εθνικό κρατικό κέλυφός της, δεν πορεύτηκε πάντα ευθύγραμμα, προς τη δόξα του νεωτερικού πεπρωμένου της. Πολύ περισσότερο δεν συνέβαλε σε κάππιο τέτοιο πεπρωμένο η ιδεολογία της, η οποία συχνά λαξεύτηκε για να απηχεί στενές κρατικές βλέψεις ή ένα όνειρο επέκτασης που η κρατική οντότητα δεν ήταν παρασκευασμένη να το στηρίξει (Μεγάλη Ιδέα). Η ιδέα της «Αρχαίας Ελλάδας» πολλές φορές εξέπεσε σε σχολικού επιπέδου φολκλορισμό, το εθνικό φρόνημα συχνά ταυτίστηκε με μια κλειστή και στενή εθνικοφροσύνη, που μάλιστα στήριξε εκδοχές κρατικού αυταρχισμού πολλές στη διάρκεια της ιστορίας. Σε κάθε περίπτωση, πάντως, η ιδέα του έθνους, η ιδέα της ταυτότητας, μαζί με άλλες ιδέες της εθνικής και της κοινωνικής ζωής, το λαό, την κοινωνία, τα διάφορα συλλογικά υποκείμενα συνέχισαν να διεκδικούν πολιτικό και εθνικό, συχνά αντικρουόμενο, νόημα.
Όλες αυτές τις ιδέες οι εορτασμοί θα χρειαστεί να τις λάβουν υπόψη τους, μαζί με τα επιμέρους νοήματά τους ή τις ιδεολογικοπολιτικές κατασκευές που ενέπνευσαν. Η κοινότητα των ιστορικών έχει σημαντικούς εκπροσώπους με μακρά ερευνητική και διδακτική εμπειρία προκειμένου να μην αγνοήσει αυτή την πολυπλοκότητα. Απομένει όσοι έχουν την ευθύνη των εορτασμών, των επιστημονικών συνεδρίων αλλά και των εορτών που δικαίως ετοιμάζονται, να μην ενδώσουν στον φολκλορισμό και στις εξαπλουστεύσεις στις οποίες συχνά κατέφυγε στο βάθος του χρόνου η «επίσημη ιστορία», αλλά αναδεικνύοντας τη γοητευτική συνθετότητα των πραγμάτων να συμβάλουν στην κοινή παραδοχή, ενός έθνους εθνικά περήφανου. Δεν είμαστε Ψωροκώσταινα, δεν είμαστε «έθνος ανάδελφον». Είμαστε ένας εξωστρεφής λαός, μια σύγχρονη, ελεύθερη και δημοκρατική ευρωπαϊκή χώρα, γέννημα θρέμμα της δυτικής νεωτερικότητας η οποία ακόμα συνέχει τις επιλογές της ζωής μας.
Γι’ αυτό και είμαστε περήφανοι που είμαστε Έλληνες.