Το ζήτημα, που ιστορικά ανατρέχει στη συντακτική συνέλευση του 1862 ακόμη, όταν ψήφισαν στις κατά τόπους προξενικές αρχές όλοι οι έλληνες υπήκοοι το εξωτερικού, τέθηκε με σαφήνεια στο Σύνταγμα του 1975. Το άρθρο 51 § 4 προέβλεπε ότι νόμος θα ορίσει τον τρόπο άσκησης του δικαιώματος των εκλογέων που βρίσκονται στο εξωτερικό. Με την αναθεώρηση του 2001, προστέθηκε στο άρθρο η ρήτρα της υπερψήφισης του νόμου από τα 2/3 των βουλευτών και εξαιρέσεις που αφορούν αποκλειστικά το χρόνο και τον τρόπο άσκησης του δικαιώματος, το οποίο παραμένει αδιαμφισβήτητο. Το δικαίωμα αυτό προσδιορίζεται στην §3 του ίδιου άρθρου, που είναι θεμελιώδης διάταξη του Πολιτεύματος, και ορίζει ότι οι βουλευτές εκλέγονται με άμεση, καθολική και μυστική ψηφοφορία – ενώ περιορίζονται αυστηρά οι δυνατότητες του κοινού νομοθέτη να το περιορίσει ή να το στερήσει από οποιονδήποτε έλληνα πολίτη. Προφανώς, μιλάμε για εκλογείς οι οποίοι ήδη κατέχουν το δικαίωμα ψήφου, όπου κι αν βρίσκονται, γιατί έχουν τη νόμιμη ηλικία και δεν το έχουν στερηθεί συνεπεία αμετάκλητης δικαστικής απόφασης με την οποία έχουν καταδικαστεί για ορισμένα εγκλήματα (συνέπεια που ήδη έχει καταργηθεί με τον νέο ΠΚ) ή στερήθηκαν πλήρως την ικανότητα για δικαιοπραξία. Είναι, επίσης, σαφές ότι δεν μιλάμε εν γένει για τον απόδημο ελληνισμό, την ομογένεια ή τη διασπορά, όπως κατά κόρον αναφέρουν εσφαλμένα ακόμη και οι αρμόδιοι υπουργοί, αλλά μόνο για όσους είναι έλληνες πολίτες και, κατά αναγκαστική συνέπεια, είναι ήδη εκλογείς.
Παρ’ ότι, λοιπόν, υπάρχουν πολλά τεχνικά ζητήματα και περιπλοκές, το ζήτημα, στη συνταγματική του διάσταση, είναι σαφές. Δεν νοείται κανένας απολύτως περιορισμός του δικαιώματος ψήφου των ελλήνων εκλογέων οι οποίοι βρίσκονται στο εξωτερικό, πέραν αυτών που περιοριστικά ορίζει το Σύνταγμα στη μη αναθεωρήσιμη διάταξη του άρθρου 51 § 3.
Η συζήτηση, δυστυχώς, εξετράπη. Αρχικά, εξαιτίας του υπουργού Εσωτερικών, Τάκη Θεοδωρικάκου, ο οποίος άρχισε μια «διαπραγμάτευση» με τα άλλα κόμματα, ερήμην του Συντάγματος, για να πετύχει τη «συναίνεση», ξεχνώντας ότι συναίνεση των πολιτικών κομμάτων στην παραβίαση του Συντάγματος δεν μπορεί να γίνει ανεκτή από κανέναν νομιμόφρονα και δημοκρατικό πολίτη. Έτσι συμφωνήθηκαν διακομματικά ρυθμίσεις που ευτελίζουν συνταγματικές παραδόσεις δυο αιώνων και παραβιάζουν ανοιχτά το ισχύον Σύνταγμα. Ο υπουργός Εσωτερικών, με αδιανόητη ελαφρότητα, δήλωσε ότι συμφωνεί με τις προτάσεις του ΚΚΕ, δηλαδή με περιορισμούς του δικαιώματος εξαρτώμενους από το χρόνο απουσίας από την Ελλάδα και με την «τιμηματική ψήφο», δηλαδή την ψήφο που εξαρτάται από την ύπαρξη περιουσίας και που ποτέ δεν ίσχυσε στην Ελλάδα, ούτε όταν ακόμη ίσχυε σε άλλες χώρες.
Τα κόμματα συμφώνησαν τελικά σε ένα σχέδιο νόμου που πολλαπλά παραβιάζει το Σύνταγμα, όπως πολλοί νομικοί έχουν καταδείξει. Και η παραβίαση αυτή ομολογείται πλέον, από τον υπουργό Επικρατείας Γιώργο Γεραπετρίτη, ο οποίος, παρεμβαίνοντας χωρίς αρμοδιότητα στη διαδικασία της αναθεώρησης του Συντάγματος, προτείνει την τροποποίησή του, ώστε ο νόμος που πρόκειται να έρθει να είναι σύμφωνος με αυτό. Έτσι, το ζήτημα της ψήφου των Ελλήνων του εξωτερικού μετατρέπεται σε σοβαρό ζήτημα δημοκρατίας.
Όπως λέχθηκε, συναίνεση που παραβιάζει το Σύνταγμα, δεν είναι νοητή. Εδώ, όμως, έχουμε προχωρήσει πολύ περισσότερο. Η κυβέρνηση, προκειμένου να εξυπηρετήσει έναν συγκυριακό πολιτικό της στόχο, όσο σοβαρός και αν είναι αυτός, δεν διστάζει να χρησιμοποιήσει τη διαδικασία αναθεώρησης προκειμένου να νομιμοποιήσει εκ των υστέρων το αντισυνταγματικό νομοσχέδιο που συμφώνησε με τα κόμματα της αντιπολίτευσης. Και αυτό το κάνει παραβιάζοντας εκ νέου το Σύνταγμα. Πράγματι, η προτεινόμενη αναθεώρηση με την προσθήκη παραγράφου στο άρθρο 54, με την οποία τροποποιούνται οι παράγραφοι 2 και 3 του ίδιου άρθρου, η παράγραφος 4 του άρθρου 51, διατάξεις που δεν έχουν επιλεγεί για αναθεώρηση από την προηγούμενη προτείνουσα Βουλή η οποία είχε την αποκλειστική αρμοδιότητα να εξειδικεύσει τα προς αναθεώρηση σημεία του Συντάγματος και, κυρίως τροποποιείται ουσιαστικά η διάταξη της παραγράφου 3 του άρθρου 51 που προβλέπει την άμεση, μυστική και καθολική ψηφοφορία και η οποία, ως διάταξη που καθορίζει τη βάση και τη μορφή του πολιτεύματος, δεν υπόκειται καν σε αναθεώρηση, συνιστά κατάλυση του Συντάγματος.
Πέρα, λοιπόν, από μια συμφωνία η οποία επί της ουσίας αποτελεί εμπαιγμό των ελλήνων εκλογέων που βρίσκονται στο εξωτερικό, αφού δεν προσφέρει καμιά διευκόλυνση και περιορίζει αντισυνταγματικά τόσο το ίδιο το δικαίωμά τους, όσο και την ισοτιμία της ψήφου τους, έχουμε μια αυταρχική συμπεριφορά της εκτελεστικής εξουσίας. Παρεμβαίνοντας ωμά στη νομοθετική εξουσία, αποκλειστική αρμοδιότητα της οποίας είναι η αναθεώρηση του Συντάγματος, και στη δικαστική, η οποία «προειδοποιείται» να μην επιδείξει «δικαστικό ακτιβισμό» εναντίον της συγκυριακής κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας, επιχειρείται η κατάλυση του Συντάγματος.
Γιατί η αναθεώρηση διατάξεων που καθορίζουν τη βάση και τη μορφή του πολιτεύματος, όπως είναι η διάταξη του άρθρου 51 § 3, αλλά και η κατάφωρη παραβίαση των ουσιαστικών και διαδικαστικών ορίων της αναθεώρησης, όση επιπολαιότητα κι αν κρύβουν, συνιστούν αυτό ακριβώς: κατάλυση του Συντάγματος. Όταν μάλιστα, ταυτόχρονα, επιχειρείται και η διά της ισχύος επιβολή της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας επί της δικαστικής εξουσίας, κανείς δεν μπορεί να μένει σιωπηλός.