Ήταν Αύγουστος του 2010. Η Ελλάδα ήδη από τον προηγούμενο Απρίλιο, από το Καστελόριζο μέσω του τότε πρωθυπουργού Γιώργου Παπανδρέου, είχε ομολογήσει την πορεία προς τη χρεοκοπία και την ανάγκη σωτηρίας της μέσω ενός προγράμματος προσαρμογής, ενός μνημονίου. Μιας πράξης που, σχεδόν αμέσως, ερμηνεύτηκε από σχεδόν το σύνολο του πολιτικού και μιντιακού κόσμου ως εκχώρηση εθνικής κυριαρχίας στους δανειστές, δηλαδή «στους ξένους», και ως εθελουσία είσοδος της χώρας σε ένα τούνελ λιτότητας και εξανδραποδισμού.
Ήταν ένα νωχελικό καλοκαίρι και στα μυαλά των περισσοτέρων το μνημόνιο φάνταζε, απλώς, ως ακόμα μια αφορμή αναδιάταξης των πολιτικών μετώπων. Όσοι ήσαν υπέρ, αναγκαστικά δηλαδή η κυβέρνηση (όχι ολοψύχως) και ελάχιστοι διορατικοί ορθολογιστές, δημοκράτες ιδεολόγοι της ευρωπαϊκής πορείας αλλά πρωτίστως πανικόβλητοι μπροστά στην κοινωνική απροθυμία να κατανοηθεί το πρόβλημα, είχαν απέναντί τους όλους τους άλλους – τη Δεξιά, την Ακροδεξιά, την Αριστερά, την Ακροαριστερά, τα γκρουπούσκουλα και διάφορους νεόκοπους και τυχοδιώκτες που πίστευαν (ορθώς, όπως αποδείχτηκε) ότι ήταν η ευκαιρία τους να μπουν, ως διαμαρτυρόμενοι, στην κεντρική πολιτική σκηνή.
Υπέρ ή κατά; Πολλοί πίστευαν ότι, στη βάση αυτού του νέου πολιτικού διπόλου, τα χαρτιά της πολιτικής επιρροής θα ξαναμοιραστούν κι ότι, πολύ σύντομα, η κυβέρνηση θα αρχίσει να χάνει επιρροή ως εθελόδουλη και υποτακτική στους ευρωπαίους «δυνάστες». Και ελάμβαναν θέση. Όντως, η κυβέρνηση Γιώργου Παπανδρέου, που άρχισε να κλυδωνίζεται και από εσωτερικές αντιστάσεις, μια που «η ψυχή» του ΠΑΣΟΚ ανέκαθεν ήταν αντιευρωπαϊκή και, εδώ που τα λέμε, αντιορθολογική, αντιμετώπισε γρήγορα αμφισβήτηση. Η βοή των γεγονότων πλησίαζε.
Παρά τις αποτρεπτικές συνθήκες, με έτρωγε ένα εσωτερικό σαράκι. Είχα αποφασίσει να μη συνεχίσω να συνυπάρχω και να συμβάλλω στην έκδοση του AthensReviewofBooks, που είχαμε αρχίσει μερικούς μήνες πριν μαζί με τον Μανώλη Βασιλάκη. Οι διαφωνίες μας ήταν ανυπέρβλητες. Ήθελα να απεμπλακώ το γρηγορότερο, αλλά δεν ήξερα με σιγουριά αν έπρεπε να επιχειρήσω εκ νέου ένα ανάλογο εγχείρημα. Ένα έντυπο ποικίλης ύλης, υψηλού επιπέδου, με συνεργασίες από κατ’ εξοχήν εξειδικευμένους στα θέματά τους συγγραφείς, κυρίως μέλη της ακαδημαϊκής κοινότητας, που θα αντλεί υλικό από την επικαιρότητα του βιβλίου αλλά και από την ευρύτερη επικαιρότητα και θα παρεμβαίνει στον δημόσιο λόγο, υπερασπιζόμενο ορισμένα στοιχειώδη δημοκρατικά αυτονόητα: την ελευθερία της έκφρασης, την ελευθερία της διακίνησης ιδεών, τη δημοκρατία, τον πλουραλισμό, τη Δύση, τις κατακτήσεις της κουλτούρας και της επιστήμης, τις ιδέες της κοινωνικής προόδου, την αξιοκρατία. Προφανώς, από ένα τέτοιο περιβάλλον έπρεπε να απουσιάζουν οι φτήνειες και οι εξαπλουστεύσεις, ο φανατισμός, το αφοριστικό πνεύμα, ο δογματισμός. Θα ήμασταν αντίπαλοι του ανορθολογισμού, του εθνικισμού, της υπεράσπισης αυταρχικών καθεστώτων, του λαϊκισμού που τότε κυριαρχούσε στη δημόσια σφαίρα.
Μπορούσα να επωμιστώ το εκδοτικό βάρος μιας τέτοιας έκδοσης, αλλά δεν ήμουν βέβαιος ότι μπορούσα να διαχειριστώ το κόστος του εγχειρήματος, ως ανεξάρτητος εκδότης. Έριξα και μια ματιά στους τραπεζικούς λογαριασμούς μου. Άντε να είχα 15 χιλιάδες ευρώ, τις οικονομίες μου από τη δουλειά χρόνων που είχαν περισσέψει από το προηγούμενο εγχείρημα. Σκέφτηκα ότι «το χαρτί πεθαίνει», έβλεπα και την κρίση να έρχεται – και αποθαρρύνθηκα.
Τότε τηλεφώνησα στον πολυαγαπημένο από αρχαιοτάτων χρόνο φίλο μου, το σκηνοθέτη Σταύρο Καπλανίδη, ο οποίος έχει τη φήμη άριστου διευθυντή παραγωγής στο σινεμά και εξαιρετικού διαχειριστή lowbudgetή και nobudgetκινηματογραφικών ταινιών. Έχοντας κάνει πολλή παρέα τα πολλά χρόνια που εργαζόμουν στο περιοδικό Αντί, ο Καπλανίδης είχε καλή εικόνα των απαιτήσεων μιας έκδοσης. «Θα με βοηθήσεις να βγάλουμε αυτό το έντυπο;» ρώτησα.
Ο Καπλανίδης παίρνει αποφάσεις αμέσως. Μου είπε ναι, χωρίς να σκεφτεί τις συνέπειες για τον ίδιο. Οι οποίες ήταν μεγάλες: από εκεί που ήταν ένας σκηνοθέτης με μόνο μέλημα να συζητάει καλλιτεχνικά και να σκέφτεται την επόμενη δουλειά του, μετατράπηκε σε χειρώνακτα που κουβάλαγε τεύχη, μιλούσε με λογιστές και τυπογράφους, υποστήριζε γραμματειακά το περιοδικό και, γενικώς, έλυνε όλα τα προβλήματα – προβλήματα τα οποία όλους τους υπόλοιπους μπορούσαν να μας παραλύσουν. Χωρίς αυτόν, με τα οικονομικά που διαθέταμε, περιοδικό δεν θα έβγαινε. Ευτυχώς, η τύχη είναι με τους τολμηρούς – και καμιά φορά και με τους ριψοκίνδυνους.
Ο Καπλανίδης παραχώρησε και το μικρό γραφειάκι του στην οδό Νικοτσάρα, ουσιαστικά μια τρύπα, όπου συνήθως έκανε το μοντάζ των ταινιών του (αργότερα νοικιάσαμε ένα ακόμα διαμέρισμα του ισογείου ώστε πλέον να χωράει στο γραφείο και κανένας επισκέπτης). Από εκεί έκανα μερικές κλήσεις. Πήρα την κριτικό λογοτεχνίας, μεταφράστρια, συγγραφέα κ.λπ., το πολυεργαλείο δηλαδή Κατερίνα Σχινά, και της είπα να αναλάβει σύμβουλος έκδοσης. Δέχτηκε, κι ήταν ενθαρρυντικός ο τρόπος της. Χωρίς την Κατερίνα Σχινά ήταν αδύνατον να προσεγγίσουμε τη λογοτεχνία όπως θα θέλαμε – δηλαδή με πληρότητα και επάρκεια.
Ύστερα πήρα τον συνάδελφό μου, τον δημοσιογράφο Δημήτρη Δουλγερίδη – άλλου τύπου πολυεργαλείο αυτός. Δέχτηκε επίσης. Χρειάζονταν η συστηματική ματιά του στα πράγματα, η βαθιά γνώση του και το πάθος του για ουσιαστικές αξίες, ασχέτως του πώς αποτιμώνται στην αγορά των ΜΜΕ. Ο Δουλγερίδης ήταν ο άνθρωπος που, αλληλογραφώντας επίμονα, έκλεισε συνέντευξη με τον γνωστό άγνωστό του Τζορτζ Στάινερ. Έφυγε με πτήση χαμηλού κόστους για Λονδίνο, κοιμήθηκε στρωματσάδα στο σπίτι μιας φίλης και έκανε μια αξιοζήλευτη συνομιλία με έναν θρύλο της παγκόσμιας λογοτεχνικής κριτικής.
Όπως καταλάβατε, η βάση του περιοδικού ήταν μια δημοσιογραφική ομάδα. Πρόσωπα που είτε εργαζόμασταν μαζί είτε είχαμε συνεργαστεί στο παρελθόν. Στην ομάδα αυτή συγκαταλέγονταν, και παραμένουν ακόμα έτοιμοι και πρόθυμοι να βοηθήσουν, ο Μιχάλης Μητσός, ο Περικλής Δημητρολόπουλος, η Κατερίνα Οικονομάκου, η Όλγα Σελλά, ο Πάσχος Μανδραβέλης, η Μαρίλια Παπαθανασίου, η Άννα Δαμιανίδη, ο Δημήτρης Β. Τριανταφυλλίδης – και πάντα φοβάμαι ότι ξεχνάω ορισμένους, από τους οποίους ζητώ προκαταβολικά συγγνώμη. Εκτός από τη δουλειά τους, όταν χρειάστηκε συμπαραστάθηκαν με κάθε τρόπο – και οικονομικά. Η αυταπάρνηση και η αλληλεγγύη δεν συνηθίζεται, νομίζουν πολλοί, στο δημοσιογραφικό σινάφι. Πόσο λάθος κάνουν.
Αλλά έλειπαν τα κείμενα. Έπρεπε να βρούμε συνεργασίες και συνεργάτες, γρήγορα. Έπρεπε δηλαδή να αρχίσω τα τηλέφωνα και, το πιο ενοχλητικό, να εξηγώ στους υποψήφιους συγγραφείς μας γιατί τους ζητάω να συνεργαστούν με ένα καινούργιο περιοδικό, ενώ ήξεραν ότι έως πριν από λίγες εβδομάδες εργαζόμουν με πάθος για ένα άλλο. Παραδόξως, δεν αντιμετώπισα αδιακρισία, αλλά προθυμία και συμπαράσταση – πολύ μεγαλόψυχη αντίδραση, για ένα εγχείρημα που κανείς δεν ήξερε πού θα πάει. Ο δημοσιογράφος Τάσος Τέλογλου εισέφερε πρώτος μια μεγάλη κριτική για τα βιβλία του σπουδαίου πολωνού ρεπόρτερ Ρίσαρντ Καπισίνσκι Ο δικαστής στα ευρωπαϊκά δικαστήρια Παναγιώτης Βογιατζής έγραψε για την μπούργκα στη Δύση, για την πολυπολιτισμικότητα, για την ταυτότητα. Ο Μιχάλης Μητσός έγραψε για τον Τόνι Τζαντ (μόλις είχε πεθάνει) και ο νομικός Αθανάσιος Τσιούρας έκρινε την αξεπέραστη Ιστορία του της Ευρώπης του. Ο Χρήστος Χωμενίδης δέχτηκε να ανοίξει διάλογο για το θέμα του εμφυλίου – κι όχι μόνο έγραψε ένα κείμενο που συζητήθηκε, αλλά δέχτηκε το κείμενο αυτό να φιλοξενηθεί στις σελίδες του διαλόγου, μιας στήλης που τη στηρίζουμε, επειδή ανήκει κυρίως στους αναγνώστες μας και στους δικούς τους ουσιαστικούς προβληματισμούς, στην οπτική τους, στη δική τους κριτική οξυδέρκεια, που δικαιώνεται στην πορεία της έκδοσης. Κι εγώ έγραψα μια κριτική της εκπομπής του Λαζόπουλου «Αλ Τσαντίρι Νιους», αφού πρώτα υπέστην το μαρτύριο να τη δω ολόκληρη, κρατώντας σημειώσεις. Στο τεύχος εκείνο έγραφαν ακόμα μερικές σημαντικές πένες. Δημήτρης Α. Σωτηρόπουλος, Βάσω Κιντή, Γιάννης Παπαθεοδώρου, Ιωάννα Ναούμ, Ελένη Γιαννακάκη, Στυλιάνα Γκαλινίκη, Άντζελα Δημητρακάκη, Γιώργος Σιακαντάρης, Δημήτρης Παπανικολάου, Αθηνά Καρτάλου, Αλέξανδρος Χαρκιολάκης, Κατερίνα Στεφάνου, Μαρία Τσαντσάνογλου, Ιφιγένεια Ταξοπούλου, Εριφύλη Μαρωνίτη, Τίνα Μανδηλαρά, Εύα Στεφανή.
Χρειαζόμασταν οπωσδήποτε έναν σκιτσογράφο, για να φιλοτεχνεί κατά βάσιν πορτρέτα συγγραφέων στο εξώφυλλο. Ο Καπλανίδης πρότεινε τον Αλέκο Παπαδάτο, ήδη διασημότητα μετά την επιτυχία του Logicomixπου είχε σχεδιάσει σε σενάριο του Απόστολου Δοξιάδη. Δέχτηκε. Χωρίς τα εξώφυλλα του Παπαδάτου να δίνουν τον τόνο στα περίπτερα και στα βιβλιοπωλεία, το Books’ Journalίσως να μην ήταν η όαση εγκυρότητας και καλαισθησίας που γνωρίζουμε.
Ένα από τα πρόσωπα που μας εμψύχωσαν και μας στήριξαν, με κάθε τρόπο, ήταν ο αξέχαστος καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου στη Νομική Αθηνών, Σταύρος Τσακυράκης – που μας βοήθησε να προσπελάσουμε το ακαδημαϊκό κοινό, στο οποίο πρωτίστως απευθύνονται τέτοιου εγχειρήματα όπως το Books’ Journal. Όταν του ανακοίνωσα ότι θα βγάλουμε περιοδικό, με αποδοκίμασε. «Πας γυρεύοντας», είπε γελώντας. Πήγαινε κι εκείνος γυρεύοντας, αφού ήταν πάντα στο πλάι, έτοιμος και πρόθυμος κάθε που χρειαζόμασταν βοήθεια. Ο πιο παρεμβατικός σύμβουλος που είχα ποτέ. Κάθε τόσο, υπεδείκνυε και έναν νεότερο συνεργάτη, κάθε τόσο ανεδείκνυε διαστάσεις σε θέματα που δεν είχαμε φανταστεί. Κάποια στιγμή, μας υπέδειξε να κάνουμε συνέντευξη με τον καθηγητή ηθικής και πολιτικής φιλοσοφίας στο Χάρβαντ, Τόμας Σκάνλον. Την ανέλαβε η Κατερίνα Οικονομάκου – και ο Τσακυράκης πάντα επιδοκίμαζε την οξυδέρκεια και την εμβάθυνση των ερωτήσεών της. Όταν πέθανε, πέρυσι το καλοκαίρι, χάσαμε τον πιο αγαπημένο σύμβουλο, τον πιο αυστηρό κριτή και τον πιο τρυφερό άνθρωπο της παρέας.
Από το γραφείο της Νικοτσάρα, θυμάμαι, τηλεφώνησα και παρακάλεσα τον φίλο δικηγόρο Κώστα Καρακώτια να αναλάβει τη σύσταση της εταιρείας. Ο τίτλος, TheBooks’ Journal, ήρθε σχεδόν αυθόρμητα, λόγω της πίεσης του Καρακώτια που βιαζόταν να καταθέσει στην επιτροπή σημάτων. Χτύπησα απλώς τον τίτλο στο Googleνα δω μήπως ήταν κατοχυρωμένος πουθενά αλλού. Ύστερα, επικοινώνησα με τον Σταύρο Κούλα, έναν από τους καλύτερους γραφίστες της αγοράς, που γρήγορα κι αυτός σχεδίασε το λογότυπο. Όλα αυτά έγιναν σε μιάμιση μέρα.
Δεν χρειάστηκε να κουραστώ για το γραφιστικό. Ο Ανδρέας Ρεμούντης, που έχει την εταιρεία Z-axis, είναι κουμπάρος, φίλος και, εκείνη την εποχή, ήταν γείτονας. Ανέλαβε αμέσως να σχεδιάσει το τεύχος. Αλλά πάνω στην έκδοση, έπρεπε να αντιμετωπίσει ένα τεράστιο πρόβλημα υγείας του πιο αγαπημένου του ανθρώπου. Σε συνθήκες απίστευτης δυσκολίας, άγχους και αβεβαιότητας, καθίσαμε με τον Ανδρέα και φτιάξαμε το περιοδικό δουλεύοντας σαν τρελοί. Όλα έγιναν σε τρεις μέρες. Σχεδιασμός, δομή της ύλης, λογότυπα, γραμματοσειρές... Έχω δουλέψει με πολλούς σπουδαίους γραφίστες στη ζωή μου. Ο Ανδρέας Ρεμούντης συνδυάζει τα πάντα: ταχύτητα, αποτελεσματικότητα, ακρίβεια, αισθητική, τυπογραφική γνώση, οξυδέρκεια.
Θυμάμαι τις πρώτες εκείνες μέρες με τρυφερότητα. Θυμάμαι τη στήριξη των φίλων – που δεν σταμάτησε ποτέ. Θυμάμαι τον ενθουσιασμό και την ευγένεια ενός από τους πρώτους αναγνώστες μας, του παλαιού δικηγόρου Λάρισας Πέτρου Παπαθανασίου, ο οποίος για να μας στηρίξει αγόρασε με την κυκλοφορία του πρώτου τεύχους 10 συνδρομές και τις έκανε δώρο σε ισάριθμους φίλους του. Την ανταπόκριση και τη βοήθεια που μας έδωσαν, όταν χρειάστηκε, σπουδαίοι φίλοι – ο Απόστολος Δοξιάδης, ο Παναγής Παναγιωτόπουλος, ο Πλάμεν Τόντσεφ, η Λίνα Παπαδάκη, ο Γιώργος Μομφεράτος, ο Τριαντάφυλλος Καρατράντος, ο Ανδρέας Παπαδόπουλος, ο Θανάσης Αναγνωστόπουλος... Εκτιμώ ιδιαίτερα την ανιδιοτελή στήριξη πολλών προσώπων αλλά, κυρίως, την απροσμέτρητη νομική βοήθεια του καθηγητή Νίκου Αλιβιζάτου και του Βαγγέλη Μάλλιου – ιδίως στη θλιβερή από πολλές απόψεις υπόθεση με την αγωγή κατά της AthensReviewofBooks Νίκο Κοτζιά (που εξ αντανακλάσεως μετατράπηκε, σε ό,τι με αφορά, σε πρόβλημα επιβίωσης του Books’ Journal), η νομική αλλά και η ανθρώπινη συνδρομή τους ήταν ένα ακριβό δώρο.
Θαυμάζω πάντα την ανιδιοτέλεια των συνεργατών. Την καλοπροαίρετη αυστηρότητα όσων εντοπίζουν λάθη και αστοχίες – αναπόφευκτες σε ένα τέτοιο εγχείρημα, που καταφέρνει να κρύβει την έλλειψη σε υποδομές και σε χρήματα. Τη στήριξη των φίλων. Την εμπιστοσύνη με την οποία μας περιβάλλουν οι αναγνώστριες και οι αναγνώστες.
Εκτιμώ τους εκατοντάδες συνεργάτες. Ποιους να πρωτοθυμηθώ. Τους συγγραφείς: Βαλτινός, Μοδινός, Μακρόπουλος, Σκαμπαρδώνης, Μισέλ Φάις, Μπράμος, Γκουρογιάννης Κυριάκος Αθανασιάδης, Τάκης Θεοδωρόπουλος, Μάρκαρης, Καστρινάκη. Τους καθηγητές: Αλιβιζάτος, Κιντή, Καζάκος, Καραφουλίδου, Βασίλης Παναγιωτόπουλος, Βαμβακάς, Παναγής Παναγιωτόπουλος, Παπαθεοδώρου, Αθανασοπούλου, Τσιριμώκου, ΣεβαστάκηςΔημητράκος, Οντέτ Βαρών-Βασάρ, Κυρτάτας, Μπότσιου, Στεφανίδης, Γούναρης, Γιατρομανωλάκης, Πανταζόπουλος, Δημήτρης Α. Σωτηρόπουλος, Δημήτρης Π. Σωτηρόπουλος, Ιωακειμίδης, Φεσσά-Εμμανουήλ, Κάλφας, Τάσσιος, Φαρίνου-Μαλαματάρη, Βαγγέλης Βενιζέλος. Τους στενούς φίλους και συνεργάτες: Ζεβελάκης, Δόλγερας, Κουρουζίδης, Ζώταλης, Παπασαραντόπουλος, Προκοπάκης, Τσαντσάνογλου, Φίλιππος Σαββίδης. Κάποιους αγνώστους μας, που θαυμάζαμε από μακριά, ώσπου εισέφεραν υπέροχες συνεργασίες: Δημήτρης Ραυτόπουλος, Λουίζα Μητσάκου, Αλέξης Πολίτης, Σεσίλ Ιγγλέση Μαργέλλου, Μαριλένα Κασσιμάτη. Τις και τους φωτογράφους: Βίκυ Γεωργοπούλου, Αλεξία Τσαγκάρη, Ένρι Τσανάι, Ντίνα Κουμπούλη, Κώστας Πίττας. Παραλείπω πάρα πολλά ονόματα, μακάρι να μη με παρεξηγήσουν. Αλλά δεν είναι σωστό να παραλείψω τις απώλειές μας. Τους ανθρώπους που, στο μεταξύ, χάσαμε. Τον καθηγητή Δημήτρη Μαρωνίτη, που δημοσίευσε μερικές υπέροχες σελίδες αρχαιογνωσίας. Τον Βαγγέλη Πανταζή, ακούραστο μελετητή του Ομήρου. Τον συγγραφέα Πέτρο Κουτσιαμπασιάκο, που χάσαμε νωρίς, ξαφνικά. Τον καθηγητή Βασίλη Καρύδη. Τον ποιητή Λουκά Κούσουλα. Κάθε τόσο, το όνομά τους ανασύρεται αφού το έργο τους είναι διαρκώς επίκαιρο.
Το Books’ Journalέγινε αμέσως αποδεκτό από την ελληνική κοινωνία. Δεν είναι μπεστ σέλερ, αλλά έχει σταθερή κυκλοφορία που του επιτρέπει να συνεχίζει, σταθερούς φίλους, πολλούς και καλούς (τους καλύτερους) συνεργάτες και την εμπιστοσύνη του εκδοτικού κόσμου που το στηρίζει. Μας αποδέχτηκαν αμέσως, κι ας μην είχαμε τρόπο και χρήμα να διαφημιστούμε – διαδίδοντας την έκδοση κυρίως από τα κοινωνικά δίκτυα του Ίντερνετ. Κι ας πηγαίνει το περιοδικό κόντρα στους κανόνες που θέλουν τα κείμενα μικρά και ευσύνοπτα – ενώ εμείς φιλοξενούμε αναλυτικά «σεντόνια». Κι ας μην είχαμε μηχανισμούς, ας μη φωνάξαμε δυνατά. Και, κυρίως, ας ήμασταν από την αρχή απέναντι στο ρεύμα. Απέναντι στο αντιμνημόνιο κι απέναντι στους «Αγανακτισμένους». Και φυσικά, απέναντι στην κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ, στις εθνικολαϊκιστικές δυνάμεις που έπαιξαν τη χώρα στα ζάρια το κρίσιμο 2015 – όταν κυκλοφορήσαμε με εξώφυλλο τους στίχους του Καβάφη: «Εις την οδόν έξω / ουδέν ακούουν οι λαοί». Λίγο μετά, λόγω των capitalcontrols, λίγο έλειψε να μην κυκλοφορήσουμε λόγω ελλείψεως χαρτιού. Βγήκαμε για πρώτη φορά με λιγότερες σελίδες και χωρίς το γυαλιστερό εξώφυλλο. Όπως η χώρα – που δεν βγήκε αλώβητη από τη εθνικολαϊκιστική της περιπέτεια, αλλά ευτυχώς βγήκε. Κι αυτό έχει σημασία.
Το Books’ Journalέκλεισε με πολλές δυσκολίες 100 τεύχη, σε λίγο μπαίνει στον δέκατο χρόνο κυκλοφορίας του. Είναι χρόνια γόνιμα και δημιουργικά – για όλους τους συνεργάτες, τα μέλη της συντακτικής επιροπής, για τους φίλους που συχνά γίνονται κοινωνοί των δυσκολιών μας, για τη Νατάσσα Πασχάλη που είναι όπου χρειαστεί όταν χρειαστεί. Χρόνια που έχουν καταγραφεί στις σελίδες του περιοδικού – και στον ιστότοπό μας, στη διεύθυνση booksjournal.gr. Ευχόμαστε τα υπόλοιπα 100 να είναι ευκολότερα – αλλά, κυρίως, ευχόμαστε να είναι διάστημα που όλα θα γίνουν καλύτερα στη χώρα. Στο τέλος μιας τρομακτικής πολιτικής και οικονομικής περιπέτειας, οι έλληνες πολίτες μοιάζουν πιο ώριμοι, πιο σοφοί. Έτοιμοι να συμβάλουν για να διορθωθούν τα λάθη του παρελθόντος αλλά, κυρίως, έτοιμοι για μια νέα εθνική ανάταση. Αυτή την κατεύθυνση θα συνεχίσουμε να υπηρετούμε κι εμείς το επόμενο διάστημα. Μακάρι να συνεχίσετε να μας εμπιστεύεστε.
Ηλίας Κανέλλης