Η νέα πολιτική καμπάνια του ΣΥΡΙΖΑ, που αποσκοπεί στη δημιουργία «προοδευτικού μετώπου», συνεχίζεται. Μετά τη συμφωνία των Πρεσπών, είναι η πιο βολική επιχείρηση του Αλέξη Τσίπρα και της προπαγανδιστικής ομάδας του, της ομάδας του Μεγάρου Μαξίμου και ορισμένων πολιτικών-τοποτηρητών των συριζαϊκών τιμαρίων όπως ο Νίκος Παππάς, προκειμένου το κυβερνών κόμμα να φτάσει στις εκλογές με δυναμική επιβίωσης.
Όταν, μετά την αποχώρηση από την κυβέρνηση του Πάνου Καμμένου, εξασφαλίστηκε διά της «κοοπτάτσιας» των τυχοδιωκτών βουλευτών του η κυβερνητική πλειοψηφία, η επίθεση συντονίστηκε στο προοδευτικό μέτωπο, κατά κύματα. Εν πρώτοις, διά της υποδοχής των σπαραγμάτων της ΔΗΜΑΡ – η ηγεσία της έχει παίξει το δικό της στοίχημα επιβίωσης. Κατόπιν, μέσω προσωπικοτήτων που στο παρελθόν είχαν υπάρξει στελέχη του εκσυγχρονισμού, όπως ο Νίκος Μπίστης ή ο καθηγητής Νίκος Μουζέλης που λειτούργησαν ως γεφυροποιοί ανάμεσα σε στελέχη της σοσιαλδημοκρατίας και τον ΣΥΡΙΖΑ. Ακολούθησε ο διεμβολισμός του περιβάλλοντος Γιώργου Παπανδρέου, και προς τούτο υπουργοποιήθηκαν δυο φιλόδοξα πρώην πασοκικά στελέχη, ενλω κάποια άλλα κινούνται στις συριζαϊκές παρυφές (ο ίδιος ο Γιώργος Παπανδρέου μπορεί να βρίσκεται στο μεταίχμιο δυο χώρων, στη ζώνη της ασάφειας, χρυσή εφεδρεία). Χρησιμοποιήθηκαν ευρωπαίοι σοσιαλιστές, όπως ο πρόεδρος της Προοδευτικής Συμμαχίας των Σοσιαλιστών και Δημοκρατών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, Ούντο Μπούλμαν. Στη δοσολογία προστέθηκαν δηλώσεις προσωπικοτήτων που αντιμετωπίζουν τον Τσίπρα ως έναν δυνάμει διαλλακτικό Ευρωπαίο ο οποίος έχει αλλάξει. Ασφαλώς, στην καβάντζα, υπάρχει ακόμα πλήθος εφέδρων της ανιδιοτέλειας, της Αριστεράς, της οικολογίας, του προοδευτισμού κ.λπ., από το οποίο θα αναδύονται κατά κύματα πρόθυμοι εθελοντές μιας διεύρυνσης – εν όψει, οψέποτε, των εκλογών.
Οι επιθέσεις εξωραϊσμού του ΣΥΡΙΖΑ γίνονται, ουσιαστικά, γύρω από τη συμφωνία των Πρεσπών. Στο όνομα, υποτίθεται, μιας αντεθνικιστικής ταυτότητας, γίνεται προσπάθεια να φανεί ότι ο ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι πια ό,τι ήταν. Το κυνικό πρόσωπο της εξουσίας πρέπει να ξεχαστεί, να υποκατασταθεί από ένα νέο πρόσωπο, αγαπησιάρικο, όμορφο, φιλικό, δημοκρατικό, ευρωπαϊκό. Ο Τσίπρας ανακαλύπτει το flower power.
Υπάρχει όμως πιθανότητα, έστω για λόγους επιβίωσης, ο ΣΥΡΙΖΑ να μεταστραφεί σε κάτι πιο ευρωπαϊκό, σοσιαλδημοκρατικό, σύγχρονο, μια δύναμη ενσωματωμένη στην πολιτική ταυτότητα της Ευρώπης; Θα μπορούσε, υπό δύο προϋποθέσεις.
*Προϋπόθεση πρώτη: να ήταν ένα κόμμα με διαφορετικό πολιτικό προσωπικό. Ένα κόμμα χωρίς τους ρηχούς αριστεριστές, ριζοσπάστες και σταλινογενείς, που να πιστεύει στη δημοκρατία. Ένα κόμμα που δεν κρύβει στα σπλάχνα του επιβουλείς της δημοκρατικής τάξης, της διάκρισης των εξουσιών, της πίστης στους νόμους και της εφαρμογής τους. Ένα κόμμα που δεν στηρίζει την κοινοβουλευτική πλειοψηφία του σε πολιτικούς τυχοδιώκτες που προέρχονται από τους ΑΝΕΛ, από τη λαϊκή Δεξιά, από τις διάφορες πασοκικές συνιστώσες.
*Προϋπόθεση δεύτερη: να ήταν ένα κόμμα έτοιμο για ουσιαστική ρήξη με το πρόσφατο εθνικολαϊκιστικό παρελθόν του ΣΥΡΙΖΑ. Ένα κόμμα που εμπράκτως θα αναγνώριζε τον δηλητηριώδη διχαστικό λόγο του, το ολέθριο λάθος της διαπραγμάτευσης και του δημοψηφίσματος. Ένα κόμμα που θα αποκήρυσσε τις αντιδημοκρατικές εκδοχές του – τις προσπάθειες ελέγχου της δικαιοσύνης, τη δίωξη και την προσπάθεια ελέγχου του αντιπολιτευόμενου Τύπου... Ένα κόμμα που θα αναδιάτασσε τη στάση του αναφορικά με το θέμα της βίας: η Αριστερά του ΣΥΡΙΖΑ επιχείρησε να νομιμοποιήσει τη βία, να την εντάξει στο πολιτικό παιχνίδι, να τη χωρίσει σε καλή και κακή. Οι ίδιοι άνθρωποι που νομιμοποίησαν τη βία έχουν σήμερα την ευθύνη να την απονομιμοποιήσουν. Πώς; Αποκηρύσσοντας, και μάλιστα αναδρομικά, την όποια ηθική δικαιολόγησή της και χρησιμοποιώντας τους μηχανισμούς του κράτους για να την τιμωρήσουν, όπου ασκείται.
Καμία από τις δύο αυτές προϋποθέσεις δεν ισχύει. Αφενός, ο ΣΥΡΙΖΑ θα πορευτεί με τα πρόσωπα με τα οποία έχει ταυτιστεί (με κάποιες άνευ σημασίας προσθαφαιρέσεις). Αφετέρου, ακόμα κι αν γίνει αυτοκριτική, θα έχει τη δυναμική ενός ελεγχόμενου δημόσιου αυτομαστιγώματος, χωρίς καμιά άλλη συνέπεια. Στο μεταξύ, τα πρόσωπα και τα έργα τους θα είναι εδώ, θα στοιχειώνουν τη ζωή μας.
Αυτά όλα τα ξέρει ο Τσίπρας. Αλλά δεν έχει κι άλλο τρόπο να κρατήσει δυνάμεις γύρω του. Χρειάζεται τους γενναίους εθελοντές της σοσιαλδημοκρατίας, αλλά όχι μόνο, για να τους δειχνει στους δικούς του, στελέχη και ψηφοφόρους του. Να τους υπενθυμίζει ότι χάρη σ’ αυτόν βρέθηκαν στην εξουσία, αλλά κι ότι αυτός είναι το επίκεντρο του διαμοιρασμού της στα τιμάρια του ΣΥΡΙΖΑ – ότι γύρω από το επίκεντρο υπάρχει συνωστισμός τεχνικών ή επίδοξων τεχνικών της εξουσίας, πρόθυμων να «συστρατευτούν» κι ότι, αν αύριο μεθαύριο απομακρυνθούν οριστικά απ’ αυτή, θα τους περιμένει αδυσώπητη η πραγματικότητα.
Με αυτόν τον τρόπο, με κίνητρο το διαμοιρασμό της εξουσίας, ο Τσίπρας ελπίζει να πυκνώσουν οι εθελοντές στις γραμμές του. Δεν είναι απλοί εθελοντές. Είναι οι ανθρώπινες ασπίδες γύρω από τον ίδιο που θεωρεί ότι θα του επιτρέψουν να συνεχίσει να βρίσκεται στο επίκεντρο. Είναι οι ασπίδες που θα τον προστατέψουν από τα βέλη των αντιπάλων του, των ανύπαρκτων σήμερα εσωκομματικών αντιπάλων και των πολλών αντιπάλων στην πολιτική αγορά. Είναι εκείνοι που, έναντι μεριδίων της εξουσίας, ελπίζει πως θα σχετικοποιήσουν τις ζημίες που έφερε στη χώρα και στη δημοκρατική κουλτούρα της το πέρασμά του.
Είναι προφανές. Μια νέα περίοδος προσωπολατρίας ανατέλλει. Ζητούνται προοδευτικοί πολιτικοί να τη στελεχώσουν – ασφαλώς, πάντα στο όνομα του σοσιαλισμού.