Το 1968, ο δικτάτορας Παπαδόπουλος διέταξε τον πρόεδρο του Συμβουλίου της Επικρατείας (ΣτΕ) Μιχαήλ Στασινόπουλο να του υποβάλει την παραίτησή του, γιατί το ανώτατο δικαστήριο είχε ακυρώσει μαζικές απολύσεις του καθεστώτος. Ο Στασινόπουλος, αρνήθηκε, παρά τη ρητή απειλή που αντιμετώπισε. Η Δικαιοσύνη είναι η καταφυγή του πολίτη και το ανώτατο δικαστήριο είναι ο προστάτης της κοινωνίας από τις αυθαιρεσίες της κυβέρνησης. Σήμερα, επειδή δεν έχουν ανάψει ακόμη τα καλοριφέρ στο ΣτΕ και το κλίμα είναι υγρό, ο πρόεδρος Νικόλαος Σακελλαρίου επέλεξε, αντί να δοθεί οριστική και έγκυρη απάντηση στις αμφισβητήσεις της διαδικασίας για τις τηλεοπτικές άδειες, την αρνησιδικία – μια επιλογή που επιβαρύνει τη λειτουργία της δημοκρατίας στη χώρα, επιτρέποντας στην καλύτερη περίπτωση το θόρυβο που αμφισβητεί τη λειτουργία της και στη χειρότερη την ίδια τη θεσμική καταρράκωσή της στο όνομα κυβερνητικών σκοπιμοτήτων. Η πράξη αυτή αντιστοιχεί στη μεθόδευση που σαφέστατα έχει περιγράψει ο Ευάγγελος Βενιζέλος ο οποίος έχει κάνει λόγο για «μια εικόνα ανεπίτρεπτων παρεμβάσεων και επίδειξης “πανοπτικού” ελέγχου στη δικαιοσύνη μέσω διαύλων που έχουν, λόγω της προϊστορίας τους, πολύ συγκεκριμένα πολιτικά χαρακτηριστικά και συγκροτούν δομή εξουσίας που εξυπηρετεί την κυβέρνηση» (Βουλή, 6/3/2016).
Δεν είναι μόνο η Δικαιοσύνη. Είτε ως πράξη είτε ως πρόθεση παρέμβασης, η κυβέρνηση έχει θέσει στο στόχαστρο τις ανεξάρτητες αρχές, τα ΜΜΕ, το διαδίκτυο. Μερικές από τις παρεμβάσεις της είναι απίστευτα βάναυσες. Ειδικά στο χώρο του Τύπου, η βαναυσότητα αυτή οδήγησε σε ολομέτωπη επίθεση κατά του δημοσιογραφικού επαγγέλματος – τουλάχιστον της ελεύθερης εκδοχής του. Η επίθεση, μάλιστα, ειδικά επί των ΜΜΕ μιας παλαιάς αστικής παράδοσης που συνεχίζουν και σήμερα να έχουν ουσιαστικό παρεμβατικό ρόλο στον δημόσιο διάλογο είναι πρωτοφανής. Σε ένα θολό τοπίο, επιχειρηματικά αβέβαιο, η κυβέρνηση μεθοδεύει το στραγγαλισμό επιχειρήσεων Τύπου τις οποίες θεωρεί ιδεολογικά και πολιτικά αντίπαλες, μόνο και μόνο για να απαλλαγεί από ενοχλητικές κριτικές φωνές. Προτιμά να συντηρεί φερέφωνα: τον κομματικό Τύπο, την κρατικοδίαιτη ΕΡΤ που εξευτελίζει κάθε έννοια δεοντολογίας, αισθητικής, επαγγελματισμού και δολοφονεί συστηματικά τη γλώσσα και την πληροφορία, το Αθηναϊκό Πρακτορείο (ΑΠΕ/ΜΠΕ) που, ως πάροχος ειδήσεων, έχει αποδειχθεί ότι φιλτράρει τις πληροφορίες που εμπορεύεται ενώ έχει ήδη μπει στην αγορά των ΜΜΕ (ραδιόφωνο, freepress) κυρίως για προπαγανδιστικούς λόγους, την προσπάθεια δημιουργίας κρατικής Digea(που προσέκρουσε στα ευρωπαϊκά ειωθότα) κ.λπ.
Ταυτόχρονα, εξελίσσεται το σχέδιο άλωσης των πιο λαϊκών και ευρείας απήχησης ΜΜΕ, των τηλεοπτικών. Η ουσιαστική κατάργηση του ΕΣΡ, ο περιορισμός του αριθμού των τηλεοπτικών αδειών, ο διαγωνισμός-κωμωδία που οδήγησε στη γελοία αποχώρηση του «υπερθεματιστή» (τι λέξη!) Καλογρίτσα (και προσωρινά στην εγκατάλειψη του σχεδίου για ένα «αριστερό τηλεοπτικό κανάλι») και στην αντικατάστασή του από τον ρωσόφωνο εθνικόφρονα και θρησκόληπτο Ιβαν Σαββίδη είναι μερικά μόνο επεισόδια μιας επιθετικής προσπάθειας της κυβέρνησης, και ιδίως του συστήματος Τσίπρα - Παππά, να αλλάξει εντελώς το τηλεοπτικό τοπίο. Επιδιώκουν φιλικά ΜΜΕ που θα τους δοξάζουν και, πιθανόν, στο μέλλον, θα τους προωθούν. Το ότι δεν τους βγήκαν ορισμένες μεθοδεύσεις δεν σημαίνει ότι έχουν σηκώσει τα χέρια. Η αποτυχία του Καλογρίτσα να πάρει κανάλι ή η σύλληψη (με διεθνές ένταλμα) του βασιλιά της επαρχιακής τηλεόρασης Καραγιώργη, για την κυβέρνηση, είναι μικρά μόνο επεισόδια στην προσπάθεια ελέγχου της πληροφορίας με τη δημιουργία ενός μεγάλου, ευνοϊκά διακείμενου στη ριζοσπαστική Αριστερά δικτύου. Προσωρινώς έχουν ένα μικρό πρόβλημα στην ανάδειξη ανύπαρκτων οντοτήτων σε επιχειρηματικούς και μιντιακούς τιτάνες – Καλογρίτσας και Καραγιώργης δεν τους βγήκαν. Θα βρουν άλλους – ούτε στην κατοχή υπήρχε πρόβλημα να βρεθούν μαυραγορίτες ούτε αμέσως μετά να ξεκοκαλίσουν τη βοήθεια.
Η απόπειρα χειραγώγησης της πληροφορίας μπορεί να φαντάζει γελοία, αλλά ήδη έχει επιφέρει τεράστιες ζημιές στην (κατά τα άλλα αποδιαρθρωμένη) αγορά των ΜΜΕ. Ήδη, ένα τραπεζικό σκάνδαλο μεγαλύτερο από του Κοσκωτά έχει ανατείλει. Η Αυγή, η Εφημερίδα των Συντακτών και η, επίγονος της Αυριανής, Κόντρα του Κουρή, τα ημερήσια φύλλα που εκφράζουν την καθεστηκυία αντίληψη Τσίπρα - Παππά, μαζί με την ΕΡΤ και πολλούς χρήσιμους ηλίθιους διάσπαρτους στα άλλα ΜΜΕ, προσπαθούν να αποπροσανατολίσουν από το ζήτημα. Για κάθε αριστερή μεθόδευση, για κάθε συριζαϊκή αυθαιρεσία, για κάθε ΣΥΡΙΖΑΝΕΛίτικη απόπειρα χειραγώγησης, επιχειρείται ο συμψηφισμός με το συνολικό παρελθόν της μεταπολίτευσης. Είναι μια μέθοδος αρκετά επιτυχημένη, αν σκεφτεί κανείς ότι δημιουργεί τον απαραίτητο αντιπερισπασμό ώστε οι πολίτες να υπομένουν παθητικά ό,τι ζουν – στον αντίποδα των ψεμάτων με τα οποία ο ΣΥΡΙΖΑ κέρδισε την εξουσία.
Η κοινωνία δεν αντιδρά και για ακόμα έναν λόγο, μάλλον σοβαρότερο. Έχει να αντιμετωπίσει προβλήματα επιβίωσης – να πληρώσει τους φόρους που έφερε η αγωνιστική διαπραγμάτευση, να γλιτώσει το σπίτι από τον πλειστηριασμό, να κρύβεται από τις εισπρακτικές εταιρείες, να μην πεθάνει από τις διαλυμένες δομές υπηρεσιών υγείας, Η μνημειωδών διαστάσεων κωλοτούμπα Τσίπρα του καλοκαιριού 2015 και αυτά που ακολούθησαν διέλυσαν τις αυταπάτες μαγικών λύσεων. Η μέθοδος του συμψηφισμού («Τα ίδια έκαναν κι αυτοί») και της συσκότισης, μαζί με τη μετριότητα της ευρωπαϊστικής αντιπολίτευσης και την ανυπόστατη επιμονή του ΠΑΣΟΚ να ποζάρει ως εναλλακτικός ΣΥΡΙΖΑ επιτείνουν την απογοήτευση. Και στο μεταξύ, η δημοκρατία φαλκιδεύεται. Η κρίση της οικονομίας, μέσω της κυβέρνησης των αριστερών και ακροδεξιών λαϊκιστών, μετατράπηκε σε κρίση των δημοκρατικών θεσμών, εν τέλει σε κρίση της δημοκρατίας.
Θα περιμένουμε την καταστροφή για να αντιδράσουμε;