Γιώργος Ναθαναήλ
Στην πρόσφατη συνέντευξή του στο ραδιόφωνο του ΣΚΑΪ, ο Νίκος Ανδρουλάκης δεν έπεισε για την εμβάθυνση στις θέσεις του. Ιδιαίτερα στο ζήτημα των ιδιωτικών πανεπιστημίων έφασκε και αντέφασκε διαρκώς, ανακάτευε τα οικονομικά, τα γεωγραφικά και τα αξιοκρατικά κριτήρια, επαναλαμβάνοντας τις ίδιες παγ(ι)ωμένες και σαφώς ξεπερασμένες θέσεις που έχουν ξεμείνει από προηγούμενους αιώνες και προσιδιάζουν σε άλλα καθεστώτα.
Τον Ζαμπόν τον γάζωσαν με 97 σφαίρες, ειδικά επεξεργασμένες για να είναι ακόμη πιο φονικές. Τον θείο Τζο τον ξεπάστρεψαν τη Δευτέρα του Πάσχα, μπροστά στην οικογένειά του, παραβιάζοντας ακόμη και τον άγραφο νόμο του σιναφιού τους. Τον «επιχειρηματία» τον έκαναν κόσκινο τις προάλλες και μετά έκαναν στάχτη το πτώμα του, βάζοντας φωτιά στο αυτοκίνητο. Τρεις κρίκοι σε μία αλυσίδα που διαρκώς μακραίνει. «Ξεκαθάρισμα λογαριασμών της νύχτας», «Συμβόλαια Θανάτου» που υπογράφονται στα σκοτεινά και εκτελούνται τη νύχτα είναι οι μόνιμοι τίτλοι της ειδησεογραφίας, όλο και πιο αποξενωμένοι. Σκληρά πράγματα, λεκέδες αίμα που ξεπλένονται γρήγορα και ξεχνιούνται ακόμη γρηγορότερα, μέχρι να έρθει η επόμενη άγρια δολοφονία.
Καζούο Ισιγκούρο, Η Κλάρα και ο Ήλιος, μετάφραση: Αργυρώ Μαντόγλου, Ψυχογιός, Αθήνα 2021, 384 σελ.
Στο όγδοο κατά σειρά βιβλίο του, Η Κλάρα και ο Ήλιος, και το πρώτο που έγραψε μετά το βραβείο Νόμπελ, το οποίο κέρδισε το 2017, ο Καζούο Ισιγκούρο πραγματεύεται την πιο δύσκολη και παράδοξη των σχέσεων (για εμάς, τουλάχιστον, που ζούμε στο σήμερα, μέχρι να μας διαψεύσει –και για τούτο– ο καιρός), αυτήν δηλαδή με ένα ανθρωποειδές με «συναισθήματα», την Κλάρα, καθώς και τη νομιζόμενη σχέση της με τον θεϊκό ζωοδότη της, τον Ήλιο. Η κριτική μπορεί να διαβαστεί συμπληρωματικά με το κείμενο του Γιώργου Ναθαναήλ «Άνθρωποι και μηχανές», το οποίο δημοσιεύεται στο τεύχος 149 του Βooks’ Journal, που κυκλοφορεί, αλλά και με το κείμενο «Σκέπτομαι. Υπάρχω κιόλας;», γισ το βιβλίο του Ίαν Μακ Γιούαν, Μηχανές σαν κι εμένα (Πατάκη 2019): https://booksjournal.gr/kritikes/logotexnia/4712-skeftomai-yparxo-kiolas
΄Ιαν ΜακΓιούαν, Μηχανές σαν κι εμένα, μετάφραση από τα αγγλικά: Κατερίνα Σχινά, Πατάκη, Αθήνα 2019, 416 σελ.
Είναι ένα μυθιστόρημα που εμβαθύνει στα ηθικά ζητήματα περί την Τεχνητή Νοημοσύνη και τη ρομποτική. Συζητά τα δικαιώματα –και τις ευθύνες αντίστοιχα– της δημιουργίας ευφυών μηχανών, καθώς και τη δυνατότητα αυτών των μηχανών να ξεπεράσουν την ανθρώπινη νοημοσύνη και να χειραγωγήσουν τα ανθρώπινα συναισθήματα, σε έναν καινούργιο κόσμο όπου η τεχνολογία θολώνει τα όρια μεταξύ ανθρώπου και μηχανής. Η κριτική μπορεί να διαβαστεί συμπληρωματικά με το κείμενο του Γιώργου Ναθαναήλ «Άνθρωποι και μηχανές», που δημοσιεύεται στο τεύχος 149 του Βooks’ Journal, που κυκλοφορεί.
Η συμπληρωματικότητα των Πράξεων της ΕΕ για την Τεχνητή Νοημοσύνη και τα Δεδομένα
Σε ένα σουπερμάρκετ η στρατηγική εναλλαγής θέσεων εργασίας έχει πολλά πλεονεκτήματα, που ωφελούν τόσο τους εργαζόμενους όσο και τον οργανισμό.
Συνέντευξη στον Γιώργο Ναθαναήλ
Sven Beckert, H Αυτοκρατορία του Βαμβακιού. Μια παγκόσμια ιστορία, μετάφραση από τα αγγλικά: Πελαγία Μαρκέτου, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο 2022, 816 σελ.
Η δημιουργία του σύγχρονου κόσμου περνάει μέσα απ’ το βαμβάκι, τη μαζική επεξεργασία του και το παγκόσμιο εμπόριο. Η δραστηριότητα γύρω από το βαμβάκι σε μεγάλο βαθμό συνέβαλε στη Βιομηχανική Επανάσταση. Οι πόλεις, οι εργάτες, αλλά και οι μεγάλες φυτείες σε εδάφη εκτός της Ευρώπης, στην Αμερική και αργότερα στην Αίγυπτο ή στην Ινδία έχουν τεράστια συμβολή σε έναν κόσμο που αλλάζει. Η ιστορία του βαμβακιού είναι η ιστορία του καπιταλισμού, ο οποίος, παρότι πιστεύεται το αντίθετο, πάντα έχει στενή σχέση με το κράτος και πάντα βρίσκεται σε κατάσταση συνεχούς επανάστασης. Ο καπιταλισμός είναι η πιο ριζοσπαστική μορφή μόνιμης επανάστασης που έχει συμβεί ποτέ στην ανθρώπινη ιστορία. Μια συζήτηση με τον καθηγητή Σβεν Μπέκερτ, συγγραφέα της Αυτοκρατορίας του Βαμβακιού, αλλάζει πολλές βεβαιότητες.
Γιατί δεν μπορεί η τεχνητή νοημοσύνη να καταλάβει παροιμίες ή ιδιωματισμούς - και ιδιαίτερα εκφράσεις που δεν συντονίζονται με τη σημερινή κυρίαρχη αντίληψη για την πολιτική ορθότητα; Και τι μπορεί να σημαίνει για τους χρήστες η αξιωματική αυτοπεποίθηση της μηχανής ότι έχει πάντα δίκιο;
Καταδυθήκαμε στα άδυτα, στα υπόγεια του Εθνικού Αρχαιολογικού. Εκεί, στο μισοσκόταδο, τεράστια σφραγισμένα κασόνια, γεμάτα ανασκαφικά ευρήματα, μαρκαρισμένα με το όνομα του αρχαιολόγου που τα ανακάλυψε, περίμεναν καρτερικά τη σειρά τους: να καταγραφούν, να αποκρυπτογραφηθούν και να δημοσιευτούν. «Μέχρι να ολοκληρώσει το επιστημονικό του έργο, είναι απόλυτη ιδιοκτησία εκείνου [τότε δεν λέγαμε εκείνου/εκείνης] που τα βρήκε», μας εξήγησε ο ξεναγός μας. «Κανείς δεν τολμά να τα αγγίξει». Σε μια γωνία, πάνω σε ένα κασόνι, διακρίναμε ένα αρχαίο ψαθάκι και ένα μπαστούνι με αλαβάστρινη λαβή· θα ανήκε σίγουρα σε κάποιον συνταξιούχο και μάλλον τεθνεώτα αρχαιολόγο, ο οποίος μπορεί και να μην πρόλαβε να ανοίξει τα κασόνια του. Το πνεύμα του όμως ήταν πάντα παρόν, ακοίμητος φύλακας των θησαυρών.
Για τα άλλα παιδιά ήμουν ένας βασιλιάς, ένα προνομιούχος. Ο πατέρας μου είχε κατάστημα παιχνιδιών στην πόλη και θα ήταν λογικό –για εκείνα– να διαλέγω ό,τι θέλω, όποτε το θέλω. Φευ! Όχι μόνο δεν ήταν αλήθεια αλλά, όταν ερχόταν η ώρα του αιτήματος, αυτό εξεταζόταν με αυστηρά χρηματοοικονομικά κριτήρια. Επιπλέον, έπρεπε να εκτελώ «εθελοντική» εργασία, ιδιαίτερα στις γιορτές των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς, που γινόταν χαμός – και όπου το μέγεθος της προσφοράς μου ήταν ένα ακόμα κριτήριο για το ποια παιχνίδια δικαιούμουν. Υπήρχε, ωστόσο, ένα παράπλευρο όφελος: εκεί, στο μαγαζί, παρατηρούσα τι αγόραζαν γονείς και παιδιά, αλλά και πώς δούλευε ο πατέρας μου, ο παιχνιδέμπορας.