“Inside the museums, Ιnfinity goes up on trial”
Bob Dylan, “Visions of Johanna”, 1966
Πενήντα χρόνια πριν βραβευτεί με το βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας, ο Μπομπ Ντύλαν έγραφε ότι «στα μουσεία, η Αιωνιότητα περνάει από δίκη». Η Αιωνιότητα λοιπόν αμφισβητείται, ή έστω, πρέπει να αμφισβητείται; Δεν ξέρω αν ασπάζονται αυτή την άποψη οι επιμελητές του εκπαιδευτικού προγράμματος του Μουσείου Μπενάκη, με τίτλο Όψεις της απουσίας: Καρυωτάκης-Πολυδούρη, το οποίο παρουσιάστηκε στην Πινακοθήκη Χατζηκυριάκου -Γκίκα, στις 24 Φεβρουαρίου. Το βέβαιον είναι ότι κατόρθωσαν, με τη συγκεκριμένη εκδήλωση, να αμφισβητήσουν παγιωμένες αντιλήψεις για το ζεύγος των ποιητών Κώστα Καρυωτάκη και Μαρίας Πολυδούρη οι οποίοι πέρασαν στην αιωνιότητα ως μύθοι και ως τέτοιοι συνήθως αντιμετωπίζονται.
Στην Ελλάδα του 2017 όπου οι παγιωμένες αντιλήψεις από την πολιτική μέχρι την ποίηση μοιάζουν αμετακίνητες, είναι ευτύχημα ότι επιχειρούνται διαφορετικές προσεγγίσεις.
Το Βλέποντας με τις Αισθήσεις, Εργαστήριο / Πολυαισθητικών Αφηγήσεων είναι το εκπαιδευτικό πρόγραμμα του Μουσείου Μπενάκη που απευθύνεται σε ανθρώπους με προβλήματα όρασης και τυφλότητας, το οποίο μπορεί να παρακολουθήσει και το ευρύ κοινό. Στο πλαίσιο αυτού του προγράμματος επελέγη να παρουσιαστεί το έργο του Καρυωτάκη και της Πολυδούρη.
Η Αθήνα και η Πρέβεζα, οι δύο τόποι που περιέκλεισαν τη ζωή και το έργο των δύο ποιητών, αποτελούν τους δύο βασικούς άξονες της αφήγησης.
Με φόντο το υποβλητικό «φυσικό» σκηνικό του εργαστηρίου του ζωγράφου Νίκου Χατζηκυριάκου-Γκίκα, στον πέμπτο όροφο της Πινακοθήκης Γκίκα στην οδό Κριεζώτου, το κοινό παρακολουθεί την αφήγηση της Όλιας Ησαΐα για τη Μαρία Πολυδούρη, που εκτυλίσσεται κυρίως στην Αθήνα της δεκαετίας του 1920. Στο ημίφως και με εμβόλιμα ηχογραφημένα ηχητικά αποσπάσματα επιστολών της Πολυδούρη, τα οποία διαβάζουν γυναίκες διαφορετικών ηλικιών, αναπαρίσταται ο βίος της ποιήτριας με τόλμη και χωρίς εμμονή στη ρομαντική πτυχή του χαρακτήρα της. Η Πολυδούρη παρουσιάζεται ως ελεύθερο πνεύμα, ως γυναίκα που υπερέβαινε τις αγκυλώσεις και τις προκαταλήψεις της εποχής της, ως ον τολμηρό, αποφασισμένο να αναλάβει την ευθύνη των επιλογών της ζωής του. Απόφαση διόλου εύκολη στην Ελλάδα της δεκαετίας του 1920, μια χώρα που είχε υποστεί τη Μικρασιατική Καταστροφή, συνέπεια και των επιλογών της πολιτικής ηγεσίας.
Ανάλογη προσέγγιση ακολουθείται και στην αφήγηση για τον Καρυωτάκη με άξονα τη ζωή και την αυτοκτονία του στην Πρέβεζα. Την αφήγηση παρουσιάζει στην αίθουσα του ισογείου της Πινακοθήκης Γκίκα ο Ιερώνυμος Ηλίας Πολλάτος. Μέσα από τις επιστολές και τα ποιήματά του, ο ποιητής Καρυωτάκης περιγράφει και την εικόνα μιας Ελλάδας καθυστερημένης, αποκομμένης από τη Δύση και την πρόοδο. Ο Καρυωτάκης χαρακτηρίζει την Πρέβεζα πόλη “αθλία”, χωρίς δρόμους, μόνο με τενεκεδένιες πινακίδες στα σοκάκια της, που αναγράφουν μεγαλοπρεπώς ονόματα μεγάλων χωρών και βασιλέων. Ο ποιητής πνίγεται από την αμορφωσιά, την άγνοια και την υποκρισία που συναντά καθημερινά. Οδηγείται στην αυτοχειρία έξω από την Πρέβεζα τον Ιούνιο του 1928 αφήνοντας μια μνημειώδη αποχαιρετιστήρια επιστολή στο υστερόγραφο της οποίας, με χιούμορ και «για να αλλάξουμε τόνο», προτρέπει τους επίδοξους αυτόχειρες «να μην επιχειρήσουνε ποτέ να αυτοκτονήσουν διά θαλάσσης». Οι ευκάλυπτοι κάτω από τους οποίους αυτοκτόνησε με περίστροφο ο ποιητής δεν υπάρχουν πια: όπως μάθαμε από τον Πολλάτο, το ελληνικό κράτος, για την ακρίβεια ο ελληνικός στρατός, τους έκοψε πριν από τρία χρόνια, για λόγους ασφαλείας.
Μέσα από τα γραπτά που επέλεξαν οι επιμελητές του προγράμματος –Όλια Ησαΐα, Ιερώνυμος Ηλίας Πολλάτος και Φώτης Φλεβοτόμος– ο λόγος της Πολυδούρη και του Καρυωτάκη παραμένει επίκαιρος σε απελπιστικό βαθμό: η δεκαετία του 1920 έχει πολλές ομοιότητες με την σημερινή. Ήταν μια εποχή τεράτων όπως η σημερινή, στην οποία, μυαλά ανοιχτά, φωτεινά, φιλοπρόοδα «δυτικά» και διόλου πεισιθάνατα, όπως αυτά των δύο ποιητών, δεν αναγνωρίζονταν, δεν γίνονταν ανεκτά. Τη δεκαετία του 1920 ακολούθησε μια δικτατορία, ένας παγκόσμιος και, στην Ελλάδα, και ένας εμφύλιος πόλεμος. Ας ελπίσουμε ότι, τη δεκαετία που διανύουμε, δεν θα ακολουθήσει την καταρρέουσα Ελλάδα και η κατάρρευση της Ευρώπης.