Κ.Π.:… και δεν υπάρχει άνθρωπος που να μην έχει μια μικρή ή μεγάλη σχέση με τα γέλια και τα κλάματα.
Κ.Π.: Και πώς μπορεί να συμπαθήσει κανείς έναν καραγκιόζη, να τον κάνει φίλο του;
Κ.Π.:Η δυσκολία βρίσκεται στο ακριβώς αντίθετο: πώς να ομοχνωτίσει κανείς με κάποιον σοβαρό, που δεν έχει ανακαλύψει μέσα του τον καραγκιόζη. Μιλώντας από πείρα έχω να πω ότι ο άνθρωπος γενικά δεν μπορεί να είναι σοβαρός. Υπάρχουν σοβαρές καταστάσεις, αλλά όχι σοβαροί άνθρωποι. Όταν χάνεις ένα κοντινό σου πρόσωπο είναι κάτι σκληρό. Προσπάθησε να το πενθήσεις και θα δεις ότι δεν θα καταφέρεις τίποτα. Ό,τι κι αν λένε οι ιεροκήρυκες, η σοβαρότητα δεν ταιριάζει με την ανθρώπινη καρδιά. Μας κατατρέχει πάντα κάτι το σακάτικο, κάτι το κωμικοτραγικό που βρίσκει τέλεια τον εαυτό του μέσα στο αλκοόλ.
Κ.Π.: Άρα το μεθύσι πρέπει να γίνει παιδαγωγικό μάθημα;
Κ.Π.: Κάθε τι που αρχίζει με “πρέπει” είναι ύποπτο. Κανείς δεν μπορεί να πει τι πρέπει και τι δεν πρέπει. Όταν κανείς βλέπει τους σαραντάρηδες και τους πενηντάρηδες της γενιάς του καταλαβαίνει ότι δεν έχουν σημασία οι συμβουλές και οι παιδαγωγικές. Η ζωή εξακολουθεί να αξίζει –όσο αξίζει τέλος πάντων– επειδή ακριβώς κανένας δεν ξέρει πώς να τη ζήσει. Την αγγίζουμε καθημερινά και παραταύτα μένει ξένη. Πάντως ο μεθυσμένος εξακολουθώ να πιστεύω έχει κάποια –ξευτιλισμένα έστω- προνόμια σε αυτή την επαφή. Ο άνθρωπος που μπορεί να γίνεται τύφλα κάθε βράδυ έχει ιδιότητες “μύστη”… Τον φυσάει κάποια δυσεύρετη αύρα, κάτι που έρχεται από μακριά…
Κ.Π.: Και σε ποιον μπορεί να αρέσει αυτή η θλιβερή τελετή, να εκτίθεται καθημερινά, να γίνεται περίγελο και αιτία οίκτου;
Κ.Π: Εκτός από τον “τρελό” του, κάθε χωριό έχει και τον “μεθυσμένο” του. Για τον πρώτο η ιστορία είναι γνωστή (κάποιος άτυχος έρωτας, κάποια αρρώστια, ενίοτε το πολύ διάβασμα). Αλλά και για τον μεθυσμένο, το “βιογραφικό” δε διαφέρει. Μολονότι μπορεί να είναι οικογενειάρχης, επαγγελματίας, καλός άνθρωπος, στη ζωή του υπάρχει ένα αινιγματικό “δυστυχώς” που βάζει τα πράγματα στον “στραβό” δρόμο. Αλλά ποια ζωή δεν έχει αινιγματικά “δυστυχώς”, θλιβερά “αλλά”, μυστηριώδη “όμως” και “εν τούτοις” που αλλάζουν τη ροή των πραγμάτων; Πίνει και τυφλώνεται ο “βασάνης”, ο “τρελάκιας”, το “χαμένο κορμί”, ο “ψυχοτραυματίας” ο “βαρεμένος”…»
Από ένα διάλογο του Περί μέθης συγγραφέα στο Περιοδικό του 1990.
Αρχείο-Επιμέλεια: Γιώργος Ζεβελάκης